Αφετηρίες για ένα πρόγραμμα πάλης
Το πρόβλημα της κατοικίας που με οξύτητα έχει αναδυθεί στην Ελλάδα είναι πρωτόγνωρο για τις τελευταίες δεκαετίες. Λόγω των τάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού δεν προβλέπεται επιστροφή στην εποχή της μικροϊδιοκτησίας. Στο έδαφος αυτό είναι ανάγκη η επεξεργασία ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού πλαισίου πάλης των εργατικών συμφερόντων. Τα σύγχρονα κινήματα πόλης θα χρειαστεί να επανεφεύρουν τον εαυτό τους.
Τάσεις συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας ακινήτων
Ζούμε σε μία ιστορική περίοδο όπου για πρώτη φορά τίθεται με τέτοια οξύτητα το ζήτημα της κατοικίας στην Ελλάδα. Η διαχρονική προνομιακή αντιμετώπιση της μικρής ιδιοκτησίας από το ελληνικό κράτος, η μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση μέσω του καθεστώτος της αυθαίρετης δόμησης και της αντιπαροχής και γενικότερα η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης να επιτρέψει την ευρεία κοινωνική διάχυση της προσόδου που προκύπτει από την γη και τα ακίνητα, ως αντιστάθμισμα ενός ελλειμματικού κράτους πρόνοιας, προσέφεραν κάποια επίλυση του ζητήματος, σε βάρος πάντα του δημόσιου χώρου της πόλης και των αστικών υποδομών. Αυτό που έχει συμβεί σήμερα είναι η αύξηση της πίεσης στις τιμές των ακινήτων, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς, στο φόντο μιας ευρύτερης αλλαγής αναπτυξιακού υποδείγματος: η έμφαση πλέον βρίσκεται στην προώθηση «στρατηγικών» επενδύσεων σε μεγάλες ενιαίες ιδιοκτησίες και η συγκέντρωση της γαιοπροσόδου στα χέρια λίγων.
Η αλματώδης ανάπτυξη του τουρισμού τα τελευταία χρόνια, με τον αριθμό των τουριστών από το εξωτερικό πρακτικά να διπλασιάζεται στα μνημονιακά χρόνια και οι συνειδητές πολιτικές προσπάθειες προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό στην ελληνική κτηματαγορά, κατέληξαν πολλές φορές η ζήτηση των ντόπιων λ.χ. για μακροπρόθεσμη ενοικίαση να ανταγωνίζεται την ζήτηση υψηλότερων εισοδημάτων από το εξωτερικό για βραχυπρόθεσμη τουριστική ενοικίαση. Ταυτόχρονα η οικονομική κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές έπληξαν με δριμύτητα την μικρή ιδιοκτησία μέσω βαρύτερης φορολόγησης, κατασχέσεων και πλειστηριασμών. Σε αυτό το περιβάλλον το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα εν μέρει εγκαταλείφτηκε και απαξιώθηκε, με αποτέλεσμα λ.χ. πολλά ακίνητα να βρίσκονται σήμερα εκτός προσφοράς προς ενοικίαση.
Η παροχή κατοικίας από το κράτος σε όσους και όσες την έχουν ανάγκη και σε τιμές που δεν καθορίζονται από την κτηματαγορά είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος κατοχύρωσης του δικαιώματος στην κατοικία
Η όξυνση του προβλήματος της πρόσβασης στην κατοικία με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, το οποίο εκτός από αυτήν καθαυτήν την κατοικία περιλαμβάνει και τα πάγια έξοδα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, θέρμανσης, κ.λπ. που την συνοδεύουν, έχει πιάσει την ελληνική κοινωνία απροετοίμαστη. Η ιστορικά διαμορφωμένη επίλυση του ζητήματος στην Ελλάδα μέσω της αγοράς και της προνομιακής αντιμετώπισης της μικρής ιδιοκτησίας έχει οδηγήσει στην διαμόρφωση ενός υφιστάμενου πλαισίου πολύ φιλελεύθερα ρυθμισμένης κτηματαγοράς, με ασθενή δικαιώματα στους ενοικιαστές και χαλαρό έλεγχο χρήσεων γης. Την ίδια στιγμή και για τους ίδιους ιστορικούς λόγους, τα κινήματα πόλης στον ελληνικό χώρο έχουν παράδοση αγώνων προστασίας ελεύθερων χώρων και χώρων πράσινου και όχι του δικαιώματος στην κατοικία. Ο τρόπος παρέμβασης, το περιεχόμενο, τα αιτήματα και οι μορφές πάλης για τη διεκδίκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να εφευρεθούν τρόπον τινά από το μηδέν και αυτό δεν θα γίνει κυρίως θεωρητικά αλλά μέσω κινηματικών πρακτικών. Παραδείγματα από το εξωτερικό μπορεί να είναι χρήσιμα στο βαθμό που μπορούν να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας.
Η επιστροφή στην περίοδο της αντιπαροχής και της προνομιακής αντιμετώπισης της μικρής ιδιοκτησίας μοιάζει αδύνατη στην σημερινή ιστορική φάση. Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στην ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή στο υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα των ελληνικών πόλεων της οργανωμένης δόμησης εργατικής ή κοινωνικής κατοικίας. Μάλιστα το 2010 με το πρώτο μνημόνιο καταργήθηκε ακόμα και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας και συνεπώς πλέον λείπουν ακόμα και τα στοιχειώδη εργαλεία δημόσιας παρέμβασης σε αυτή την κατεύθυνση. Η παροχή κατοικίας από το κράτος σε όσους και όσες την έχουν ανάγκη και σε τιμές που δεν καθορίζονται από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης στην κτηματαγορά, είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος κατοχύρωσης του δικαιώματος στην κατοικία. Σήμερα μάλιστα, με το πλεονέκτημα της ιστορικής εμπειρίας, μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια της κοινωνικής κατοικίας και να ξανασχεδιάσουμε την χωροθέτησή της και τη συμμετοχή των κατοίκων στον σχεδιασμό της, ώστε να αποφύγουμε τα προβλήματα της γκετοποίησης και της αλλοτρίωσης του παρελθόντος. Στην κατεύθυνση της πρόσβασης στην κατοικία έξω από τους νόμους της αγοράς, θα μπορούσαν να διερευνηθούν και οι ιδέες της συνεταιριστικής κατοικίας και κινηματικά οι καταλήψεις στέγης, οι οποίες είναι πολύ πιο διαδεδομένες σε χώρες με ιστορικά πιο έντονο το ζήτημα της κατοικίας.
Συνεπώς το βασικό πρόταγμα θα μπορούσε να είναι ότι η κατοικία δεν (πρέπει να) είναι εμπόρευμα και η πρόσβαση σε αυτήν είναι δικαίωμα. Την έννοια μάλιστα της κατοικίας ως δικαίωμα μπορούμε να την αντιλαμβανόμαστε διευρυμένα, συμπεριλαμβάνοντας την αξιοπρεπή κατοίκηση αλλά και τη σχέση του ιδιωτικού χώρου της κατοικίας με έναν ποιοτικό δημόσιο χώρο που θα την περιβάλλει. Η μείωση των λογαριασμών ηλεκτροδότησης και θέρμανσης, η ακρίβεια των οποίων είναι αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων και των μνημονιακών φορολογικών πολιτικών, αποτελεί σήμερα προαπαιτούμενο της μείωσης του υψηλού κόστους της κατοίκησης.
Ως μεταβατικά αιτήματα θα μπορούσαν να διεκδικηθούν διάφορες παρεμβάσεις εντός της υφιστάμενης κτηματαγοράς με την επισήμανση ότι χωρίς την αμφισβήτηση των ίδιων των νόμων της αγοράς, αυτές έχουν συγκεκριμένα όρια. Από την πλευρά της ζήτησης, η αντιμετώπιση της κατοικίας ως επενδυτικό προϊόν, ως ανταλλακτική αξία και όχι ως αξία χρήσης θα πρέπει συστηματικά να φορολογείται και να αποθαρρύνεται.
Προφανές αίτημα είναι η κατάργηση των πιο προκλητικών προγραμμάτων, όπως αυτό της «χρυσής βίζας» και ο έλεγχος των χρήσεων γης, ώστε οι τουριστικές χρήσεις να οριοθετούνται και να μην περιορίζουν και εκτοπίζουν την κατοικία. Για παράδειγμα βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις διαμερισμάτων σε τουρίστες και επισκέπτες μέσω πλατφορμών, αποτελούν τουριστική χρήση και όχι χρήση γης κατοικίας και δεν μπορούν να εγκαθίστανται με όρους κατοικίας, παρά μόνο όπου επιτρέπονται οι εντατικότερες τουριστικές χρήσεις, οι οποίες πρέπει με την σειρά τους να περιοριστούν. Επίσης δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθεί η πόλη να προσελκύσει «ψηφιακούς νομάδες», δηλαδή ανθρώπους με υψηλότερα εισοδήματα προερχόμενα από το εξωτερικό, οι οποίοι ανταγωνίζονται τους ντόπιους στην αγορά ενοικίου. Πιο ριζικά μέτρα περιλαμβάνουν τον πλήρη έλεγχο της ζήτησης από το εξωτερικό στην κτηματαγορά, τα οποία βέβαια έρχονται σε σύγκρουση με τις αρχές της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διάφορων ειδών πλαφόν στα ύψη των ενοικίων ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των διαμερισμάτων θα μπορούσαν να διεκδικηθούν και να εφαρμοστούν, με την επισήμανση ότι οι αιτίες της κρίσης της κατοικίας είναι δομικές, δεν θα εκλείψουν «με έναν νόμο και ένα άρθρο» και ότι ένα τέτοιο μέτρο από μόνο του αποκομμένο και στις σημερινές συνθήκες φιλελεύθερης λειτουργίας της κτηματαγοράς μπορεί να φέρει και τα αντίστροφα αποτελέσματα. Η θέση των ενοικιαστών όμως πρέπει να βρεθούν τρόποι να ενισχυθεί.
Από την άλλη πλευρά, η βαριά φορολόγηση και της μικρής ακίνητης ιδιοκτησίας που ξεκίνησε την περίοδο των μνημονίων, σε συνδυασμό με την αδυναμία εξυπηρέτησης του τραπεζικού δανεισμού από τους δανειολήπτες εν μέσω οξύτατης οικονομικής κρίσης, οδήγησε σε ένα είδος «αποεπένδυσης» των μικροϊδιοκτητών στα ακίνητά τους, με αποτέλεσμα πάρα πολλά απ’ αυτά να είναι πλέον λιγότερο ή περισσότερο εγκαταλελειμμένα –τα λεγόμενα χρέπια- και συνεπώς εκτός προσφοράς στην αγορά ενοικίου. Στη μετα-μνημονιακή εποχή, η δύσκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, η αύξηση του κόστους των οικοδομικών υλικών σε ένα γενικότερο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και οι ελλείψεις στην αγορά εργασίας σε τεχνίτες οικοδομής, καθώς στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ξένους εργάτες και πολλοί από αυτούς έφυγαν από την Ελλάδα την μνημονιακή περίοδο, έχουν καταστήσει τις απαραίτητες ανακαινίσεις δυσκολότερες και ακριβότερες. Πέραν της επιβεβλημένης για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης ευρείας διαγραφής χρεών που έχουν οδηγήσει σε κόκκινα δάνεια, κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, θα μπορούσε να υπάρξει δημόσια επιδότηση αυτών των ανακαινίσεων υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ακίνητα θα κατευθυνθούν μαζικά σε μακροχρόνιες ενοικιάσεις σε προσιτές τιμές σε κοινωνικές κατηγορίες που το έχουν ανάγκη. Αυτά βέβαια δεν μπορούν να αφεθούν στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και απαιτούν σοβαρή δημόσια παρέμβαση, η έκταση της οποίας είναι γενικά κόντρα στο ρεύμα της εποχής μας. Απλές επιδοτήσεις ενοικίων, ως μία λιγότερο επαχθής προς τους ιδιοκτήτες εναλλακτική του ενοικιοστάσιου, μπορεί να ακούγονται ως ανακουφιστικό μέτρο αλλά είναι δυνατόν αν εφαρμοστούν αποκομμένα να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα σε μία ανεξέλεγκτη κτηματαγορά, αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές των ενοικίων.