Εάν σε κάποιο από τα αιτήματα που έχουν οι Ευρωπαίοι αγρότες υπάρχει μία πιθανότητα η συνολική πολιτική της Ε.Ε. να μεταβληθεί, όλα τα σημάδια δείχνουν πως αυτό θα αφορά το ζήτημα της «ενεργειακής και οικολογικής μετάβασης». Με προεξάρχουσα, τη χώρα στην οποία πρωτοστάτησε ο γενικευμένος αργότερα παντού στην ήπειρο αγροτικός ξεσηκωμός, τη Γαλλία, το ένα μετά το άλλο τα επιμέρους κράτη, αλλά και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο βάζουν στο ντουλάπι την πράσινη μετάβαση. Προς μεγάλη ικανοποίηση των αγροδιατροφικών λόμπι (και μελών του ΕΛΚ που επηρεάζει), που από καιρό με μοχλούς πίεσης τα φυτοφάρμακα, το κόστος της πράσινης μετάβασης και την farm to fork πολιτική, η οποία επηρεάζει τις φθηνές εισαγωγές και τη διατίμηση, προσπαθούσαν να υπονομεύσουν.
Όχι, μάλλον οι ηγήτορες της Ε.Ε. υποχώρησαν όχι επειδή εισάκουσαν τον πόνο του αγροτικού κόσμου ή γιατί αντιλήφθηκαν την ανέφικτη διάσταση της χρονικής υλοποίησης των στόχων της νέας ΚΑΠ. Υποχώρησαν γιατί, παρά τον πακτωλό που προοιωνιζόταν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια για τα εθνικά Σχέδια Ανάκαμψης, οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα λόμπι τους, που από καιρό βυσσοδομούν ακόμη και στους κλάδους που θα επωφελούνταν από τη μονοπωλιακή τους θέση, έκριναν πως το κόστος για την αλλαγή παραδείγματος θα κόστιζε στη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία τους. Σάμπως οι αγροτικές κινητοποιήσεις να έδωσαν καλό πρόσχημα για να πάρουν πίσω κάποιες μεγαλόστομες διακηρύξεις και να μη φανεί η προχειρότητα και η ακρισία στον σχεδιασμό και το όραμα.
Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν ταυτόχρονα με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, υπήρξε και μία άλλη αντίδραση, η οποία σε αντίθεση με την κραυγή των ξωμάχων ακούσθηκε πιο εύκολα από τα διοικητικά όργανα των Βρυξελλών. Άρκεσε να ορθώσουν τη φωνή τους οι αυτοκινητοβιομηχανίες, αρχικά οι κατασκευαστές πιο πολυτελών οχημάτων, όπως η Porsche, για να αρχίσουν οι αμφιβολίες, τόσο σε εθνικό επίπεδο (όπως συνέβη και στην εκτός Ε.Ε. Βρετανία, αλλά και στην ίδια την υπέρμαχο της ενεργειακής μετάβασης Γερμανία) όσο και στην ευρωομάδα του δεξιού ΕΛΚ, που απέρριψε το εμβληματικό μέτρο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του «τσάρου» της στα περιβαλλοντικά, Φρανς Τίμερμανς.
Όπως βλέπουμε, όταν η αυτοκινητοβιομηχανία διαμαρτυρήθηκε για την απαγόρευση ταξινόμησης για οχήματα βενζίνης ή ντίζελ από το 2035, αλλά και κάτω από την ασταμάτητη πίεση των λόμπι των καυσίμων, η Ε.Ε. πάγωσε αμέσως το μέτρο. Το γεγονός ότι η αγορά στην Ε.Ε. δεν επιτρέπει μία τόσο γρήγορη μετάβαση, η οποία να δικαιολογεί ότι θα αποσυρθεί ταχύτερα η υπάρχουσα αδιάθετη παραγωγή και η κατασκευή, όσο διαρκούν τα προβλήματα στην διάθεση πρώτων υλών, φαίνεται πως αποτελεί ένα πιο ισχυρό επιχείρημα από τα τρακτέρ. Αλλά εμφανής είναι και η ενδοτική στάση της Ε.Ε. στις πιέσεις από το πετρελαϊκό λόμπι και η εμφατική σιωπή της στα ετήσια συνέδρια COP, που πλέον έχουν παραδοθεί ακέραια και διευθύνονται άμεσα από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες , που ελάχιστα εισφέρουν στην καταπολέμηση, έστω άμβλυνση, της κλιματικής κρίσης.
Κάθε άλλο λοιπόν ευθύνονται για την οικολογική αλλαγή πλεύσης στην Ε.Ε. οι διάφοροι ακροδεξιοί, από τον Σαλβίνι και τη Λεπέν, έως τους Γερμανούς AfD, που υποτίθεται πως δημοκοπικά σφετερίζονται την κατάσταση των αγροτών στην ήπειρο. Μπορεί η Ιταλία της νεοφασίστριας Μελόνι και το κόμμα της Γαλλίδας ακροδεξιάς να επικαλούνται έναν αγροτικό προστατευτισμό απέναντι στις φθηνές εξαγωγές, όμως -τι παράξενο- λησμονούν πάντα να περιλαμβάνουν τους μεγάλους διανομείς (Γαλλία) ή τα μεγάλα αγροτικά συμφέροντα, χάρις στα οποία επιτεύχθηκε και η εκλογή τους (Fratteli d’ Italia).
Τα γεγονότα έχουν επικαλύψει το γεγονός ότι από τον περασμένο Μάιο, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε ζητήσει μορατόριουμ στην ευρωπαϊκή νομοθετική διαδικασία για την περιβαλλοντική συμβατότητα, θέλοντας να προστατεύσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, από τον ανταγωνισμό των τρίτων χωρών. Μία πρωτοβουλία που είχε προκαλέσει τριγμούς στις Βρυξέλλες. Το ίδιο άλλωστε ίσχυσε και για την απαγόρευση της χρήσης φυτοφαρμάκων στη γεωργία, που η Ε.Ε. είχε αρχίσει να το ξανασκέφτεται, κάτω από τις πιέσεις των σχετικών λόμπι λόμπι, ακόμη πολύ πριν εισβάλουν τα τρακτέρ στις πρωτεύουσες όλης της Ευρώπης.
Στη δε Γαλλία, ήδη οι βιομηχανίες λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, όσο και οι μεγάλες αγροτικές ενώσεις έχουν κατορθώσει να επιβάλουν την αλλαγή μείγματος στην πολιτική, με τη μεταβολή του δείκτη για τις δόσεις (του HR-1 από τον NODU, που έχει προκαλέσει την αντίδραση των οικολογικών οργανώσεων. Η οργανώσεις αυτές έχουν καταγγείλει την γενικότερη πολιτική του Γκαμπριέλ Ατάλ κι έχουν αποχωρήσει μάλιστα από τη διαβούλευση, μιας και ουσιαστικά έχει ενταφιασθεί το σχέδιο Ecophyte για τη μείωση των φυτοϋγειονομκών καλλιεργειών στο 50% έως το 2030.
Αλλά θα πρέπει να θυμηθούμε πως και ο πολυαμφισβητούμενος κανόνας για την αγρανάπαυση του 4% της γεωργικής γης είχε μερικώς αναιρεθεί , από το 2022 -δηλ. προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία- προβλέποντας εξαιρέσεις για τις καλλιέργειες οσπρίων ή άλλων «αναγεννητικών» φυτών.
Το θέμα είναι πως μετά τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, τα (λαϊκιστικά και ακροδεξιά κατά βάση) κόμματα που εν γένει αντιμάχονται την οικολογική κρίση είναι πιθανό ότι θα βρίσκονται σε ακόμη πλεονεκτικότερη θέση και θα επηρεάζουν ακόμη περισσότερο τον σχεδιασμό και τις πολιτικές της Ε.Ε.. Ταυτόχρονα και τούτο είναι λυπηρό, πως η ευρωπαϊκή οικολογία και τα κινήματα ή τα κόμματα που την εκπροσωπούν αποτελούν μία κακότεχνη εικόνα του παρελθόντος ζωντανού αγώνα για το περιβάλλον. Πολλά από αυτά υπέκυψαν σε έναν πολιτικό «ρεαλισμό» (ιδίως στη Γερμανία, όπου πλέον δεν μιλάμε για ένα μαχητικό κόμμα, αλλά μάλλον για mainstream κόμμα διαχείρισης ή όπου αλλού συμμετέχουν ή στηρίζουν συμμαχικές κυβερνήσεις), που συχνά καταλήγει να συμπλέει σχεδόν ή να ανέχεται τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και «εθνικών» συμφερόντων. Κι όσα δεν έχουν συμβιβασθεί έχουν καταντήσει μικροσκοπικές οργανώσεις, κάποιες φορές αντιμετωπίζονται ως «γραφικές» και, όπως στα πρόσφατα επεισόδια στη Γαλλία, εύκολα στοχοποιούνται και ποινικοποιούνται.
Η ίδια η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση στις Βρυξέλλες επιδιώκει να δείξει οικολογική ευαισθησία, υποκρύπτοντας πως με τον τρόπο τούτο χρηματοδοτεί το κόστος της μετάβασης στο επόμενο υπόδειγμα βιομηχανικής παραγωγής για να μη βάλουν το χέρι στην τσέπη οι επιχειρήσεις, αποδεικνύει για άλλη μία φορά τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Τη στιγμή που συστοιχίζει τους ανεδαφικούς οικολογικούς στόχους, από τους οποίους επωφελούνται μόνον λίγοι, με την προοδευτική φτωχοποίηση ακόμη περισσότερο των παραγωγών, αλλά και των καταναλωτών, την ώρα που κόπτεται για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά θεσπίζει ακόμη περισσότερα κονδύλια για την διατήρηση ενός πολέμου (στην Ουκρανία ή την Παλαιστίνη) που επιβαρύνουν το κλίμα, η ίδια η προστάτιδά του Ε.Ε. καθιστά στην κοινή γνώμη αντιδημοφιλή πολλές οικολογικές προτεραιότητες.
Αμέτρητη σε αυτό το σημείο είναι η ανευθυνότητα που έδειξαν όλα τούτα τα χρόνια η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις. Εκείνοι, που πάντοτε άναβαν πράσινο φως στις (ελάχιστες κατ’ όνομα «οικολογικές») διεκδικήσεις των πολυεθνικών, περισσότερο για μέτρα που τις προστατεύουν όπως η μη αναγραφή μεταλλαγμένων στις ετικέτες κλπ. Και εκείνοι που ταυτόχρονα αναμασούσαν υποσχέσεις για «πράσινες συμφωνίες» που ουδέποτε ξεκινούσαν, μιλούσαν πολύ για την «πράσινη συμφωνία», χωρίς ποτέ να κάνουν πράξη καμία πολιτική (επενδύσεις, εν ολίγοις).
Το αποτέλεσμα όπως πάντα έχει τραγική κατάληξη: γιατί όσοι πλήττονται (μικροκαλλιεργητές, μικρές επιχειρήσεις) θεωρούν τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς ως την «αιτία» της φτωχοποίησής τους. Και δεν αντιλαμβάνονται πως η δίκαιη ως ένα σημείο αγανάκτησή τους γίνεται το υπομόχλιο για τις μεγάλες πολυεθνικές, που -έχοντας κάνει τον λογαριασμό ξανά μετά την πανδημία, την Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση κλπ- κατέληξαν ότι «το περιβάλλον μπορεί να περιμένει, τα κέρδη όμως όχι». Ο καπιταλισμός άλλωστε και η τεχνολογική εξέλιξη την οποία πρόσδεσε στο άρμα του καλπασμού του, άλλωστε γεννήθηκε και στηρίχθηκε στην ανηλεή εκμετάλλευση της φύσης -όπως και του ανθρώπινου παράγοντα, της ζωντανής εργασίας και της καταναλωτικής του δύναμης- δίχως κανένα όριο.