«Σαφώς μπορούσαμε να παρακάμψουμε το πρωτόκολλο, αν υπήρχε και η συναίνεση του κόσμου. Αν κάνεις οποιαδήποτε βίαιη επέμβαση, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν καλό» (!), δήλωσε σήμερα το πρωί στην ΕΡΤ ο εκπρόσωπος του Λιμενικού Σώματος, Ν. Αλεξίου.
Ενώ τώρα το αποτέλεσμα είναι καλό;! Δηλαδή, τί άλλο χειρότερο από εκατοντάδες πνιγμένους και αγνοούμενους μέσα σε ένα αμπάρι;
Βεβαίως, δεν γίνεται λόγος για βίαιη επέμβαση, ωστόσο παραμένει αναπάντητο το γιατί δεν λήφθηκαν όλα εκείνα τα επιχειρησιακά μέτρα με την ενεργοποίηση σημαντικού αριθμού διασωστικών και λοιπών μέσων, ώστε οι ελληνικές αρχές (και βέβαια και οι ευρωπαϊκές) να είναι έτοιμες να επέμβουν και να διασώσουν. Φυσικά, παραμένουν αναπάντητες και οι ακριβείς συνθήκες του ναυαγίου, αν και το σαπιοκάραβο ήταν υπό παρακολούθηση και όπως φαίνεται κάποιες φορές και υπό στενή προσέγγιση, ένα ολόκληρο 24ωρο.
Μετά το ρεπορτάζ του BBC, σύμφωνα με το οποίο το αλιευτικό παρέμεινε στην ίδια θέση περίπου 7 ώρες, πληθαίνουν και οι μαρτυρίες επιζώντων για ρυμούλκηση με σκάφους, ενώ την ίδια στιγμή οι ελληνικές αρχές επιμένουν ότι οι επιβαίνοντες έλυσαν το σχοινί, που ωστόσο ισχυρίζονται ότι δεν δέθηκε με σκοπό τη ρυμούλκηση, και συνέχισαν προς Ιταλία.
Άλλη μια μαρτυρία για ρυμούλκηση του αλιευτικού σκάφους από το πλωτό του Λιμενικού με αποτέλεσμα τη βύθισή του, δίνει Σύρος επιζών του πολύνεκρου ναυαγίου, σε εκπρόσωπο της οργάνωσης Consolidated Rescue Group, σύμφωνα με ρεπορτάζ στην efsyn.gr.
Το ηχητικό της μαρτυρίας με αγγλικούς υπότιτλους δημοσιεύεται στον λογαριασμό του στο Twitter του ECRE (European Council on Refugees and Exiles).
«Κοντά στη δύση του ηλίου έφτασε το ελληνικό Λιμενικό και μας είπαν: ελάτε να σας πάμε στα ιταλικά νερά. Προχωρούσαμε μαζί τους για μισή ώρα ώσπου χάλασε η μηχανή του σκάφους. Τους είπαμε ότι η μηχανή του σκάφους είχε σταματήσει, ελάτε να μας βοηθήσετε».
Ο επιζών σημειώνει πως δεν υπήρχε σημαία πάνω στο ελληνικό πλοίο και οι άντρες του φορούσαν μάσκες και ήταν μαυροντυμένοι, χωρίς πάντως να έχουν στρατιωτικά ρούχα.
Και προσθέτει: «Μας έδεσαν με μόνο ένα σκοινί. Αφού έδεσαν το σκάφος, ξεκίνησαν γρήγορα. Τότε το σκάφος έχασε την ισορροπία του […] Πρώτα το σκάφος έγειρε προς τα αριστερά, μετά δεξιά, μετά αριστερά και μετά αναποδογύρισε. Τότε οι μετανάστες έπεσαν στη θάλασσα». Όπως τονίζει, η Ελληνική Ακτοφυλακή «συνέχισε να μας κοιτάζει για μισή ώρα».
To iΕidiseis παρουσιάζει επίμαχα αποσπάσματα των καταθέσεων για τις συνθήκες της βύθισης του αλιευτικού.
«Το βράδυ της τελευταίας ημέρας μας προσέγγισε το ελληνικό πλοίο και ο καπετάνιος δέχτηκε τη βοήθεια γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει και εξαγριωνόταν. Το πλοίο μας ήταν σταματημένο, δε λειτουργούσε η μηχανή. Το ελληνικό πλοίο έριξε σχοινί και το δέσαμε αλλά δεν πρόλαβε να μας μετακινήσει, όλος ο κόσμος έκανε φασαρία, κάποιοι ζητούσαν βοήθεια και κάποιοι άλλοι ήθελαν να πάνε στην Ιταλία. Το πλοίο μας τότε από το δυνατό τράβηγμα πήρε μία πρώτη κλίση και μετά μία δεύτερη και κατέληξε στο νερό» φέρεται να καταθέτει ένας εκ των διασωθέντων.
«Ήρθε το ελληνικό πλοίο να μας τραβήξει, έκανε μία κλίση το δικό μας καράβι αναλόγως που πήγαινε ο κόσμος. Κλίση αριστερά ο κόσμος δεξιά στην άλλη κλίση δεξιά ο κόσμος πήγαινε αριστερά, άλλη μία κλίση και έφυγε το καράβι. Είχε κύματα που δεν ήταν ψηλά αλλά το καράβι επειδή ήταν υπερφορτωμένο έφυγε και αναποδογύρισε. Όταν έδεσε το ελληνικό πλοίο τα σχοινιά ο κόσμος ηρέμησε. Πιστεύω ότι το τράβηξαν πιο γρήγορα και κουνήθηκε. Έπεσα κάτω από το καράβι στη θάλασσα και προσπάθησα να ανέβω επάνω στην επιφάνεια. Το πλοίο γύρισε ανάποδα και το πάνω έγινε κάτω. Το 95% που σώθηκε ήταν στο κατάστρωμα. Μετά ανέβηκαν 90 άτομα επάνω στο πλοίο, έμεινε ένα τετραγωνικό μέτρο από το πλοίο πάνω στο νερό. Φωνάζαμε βοήθεια», αναφέρει ένας δεύτερος.
«Όταν πλησίασε το ελληνικό πλοίο έδεσε σχοινί στο μπροστινό μέρος του πλοίου μας και ξεκίνησε να μας τραβάει αργά, όμως το σχοινί κόπηκε. Μετά έδεσαν άλλο σχοινί, το έδεσαν δύο φορές αυτό. Είδα με τα μάτια μου ότι έριξαν τα σχοινιά, όμως καθόμουν σε απόσταση και έβλεπα θολά, δεν είδα καθαρά. Αυτοί που ήταν μπροστά είδαν πιο καθαρά. Τη δεύτερη φορά που το έδεσαν στην αρχή αισθανθήκαμε ότι μας τραβάνε, μετά το πλοίο μας πήρε κλίση. Το ελληνικό πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα και εμείς φωνάζαμε στα αγγλικά «στοπ», όλοι φωνάζαμε αλλά αυτοί δεν μας καταλάβαιναν. Όταν αρχικά έριξαν το σχοινί εμείς ήμασταν ήρεμοι γιατί νομίζαμε ότι θα μας πάνε στην Ιταλία. Η θάλασσα είχε λίγο κύμα. Η πρώτη κλίση ήταν αριστερά και μετά δεξιά και μετά γύρισε ανάποδα το πλοίο μας. Την πρώτη φορά κατέβηκα στο νερό και μετά ανέβηκα στο ανάποδο του καραβιού. Καθένας προσπαθούσε να πνίξει τον άλλον για να ανέβει αυτός. Μετά το πλοίο άρχισε να βυθίζεται», αναφέρει άλλος επιζών πρόσφυγας.
Ένας ακόμα επιζών, σύμφωνα με το iΕidiseis, καταθέτει: «Όταν εμφανίστηκε το ελληνικό καράβι, ένα μέλος του πληρώματος φοβήθηκε ότι ο κόσμος που ήταν εξαγριωμένος θα χτυπούσε τον καπετάνιο λόγω της δίψας και της πείνας και μας είπε ότι το ελληνικό πλοίο θα προχωρούσε μπροστά μας και θα μας πήγαινε στα ιταλικά ύδατα. Μας είπε ότι σε δύο ώρες θα ήμασταν στην Ιταλία. Το ακολουθήσαμε για λίγο αλλά μετά χάλασε η μηχανή του πλοίου μας. Όταν το ελληνικό πλοίο κατάλαβε ότι σταματήσαμε γύρισε πίσω. Τότε έριξε ένα σχοινί και το έδεσαν μπροστά στο πλοίο μας. Εγώ ήμουν πίσω, ήταν νύχτα, το ότι έδεσαν σχοινί μου το είπαν τα παιδιά που ήταν μπροστά αλλά το αισθάνθηκα και εγώ γιατί μετά κινηθήκαμε όχι όμως πάνω από δύο λεπτά. Είπαμε τότε σταμάτα-σταμάτα γιατί πήρε κλίση το πλοίο μας. Θεωρώ ότι το ναυάγιο οφείλεται στο ότι το καράβι μας ήταν σε κακή κατάσταση και υπερφορτωμένο και ότι δεν έπρεπε να γίνει το τράβηγμα».
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ υπάρχουν μαρτυρίες που θεωρούν ότι το αλιευτικό βυθίστηκε επειδή “ήταν υπερφορτωμένο”, καθώς και επειδή, κατά μία άλλη εκδοχή, «ήρθαν όλοι οι άνθρωποι από τη μία μεριά και πήρε κλίση».
Ανάλογες είναι οι μαρτυρίες τριών διασωθέντων, που βρίσκονται στη δομή της Μαλακάσας και μίλησαν στην «Καθημερινή». «Υπήρχε ένα κύμα, που πήγαινε και ερχόταν και τραβούσαν το πλοίο μέσα σε αυτό. Το τράβηξαν για δυο-τρία λεπτά δυνατά και όλοι σφύριξαν να σταματήσουν. Και δεν μας άκουσαν. Σφύριζαν όλοι και έκαναν νόημα να σταματήσει το λιμενικό να τραβάει. Γιατί τραβούσαν δυνατά και δημιουργούνταν όλα αυτά τα κύματα (και το πλοίο μπάταρε)», είπε ένας από αυτούς. Ένας δεύτερος πρόσθεσε: «Τα πρώτα λεπτά προχωρήσαμε (προσδεδεμένοι στο σκάφος του λιμενικού), όμως στη συνέχεια το λιμενικό έστριψε δεξιά και έτσι γύρισε το πλοίο». Ο πρώτος συνέχισε: «Όταν γύρισε η βάρκα επί τόπου το λιμενικό έκοψε το σχοινί και προχώρησε μόνο του μπροστά. Απομακρύνθηκε και εμείς όλοι φωνάζαμε. Μετά από 10 λεπτά γύρισαν με μικρά σκάφη για να πάρουν κόσμο, αλλά δεν έφτασαν εκεί που ήταν το σκάφος, πήραν μόνο όσους είχαν κολυμπήσει και απομακρυνθεί».
Συγκλονίζει όμως και η μαρτυρία άλλου πρόσφυγα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο σκάφος: “Τους Πακιστανούς τους είχαν βάλει κάτω, για να δουλεύουν στον κινητήρα, να βάζουν βενζίνη και να είναι 20 άτομα εδώ, 20 άτομα εκεί, ώστε να μοιράζεται το βάρος. Οι υπήκοοι Πακιστάν ήταν κρυμμένοι, «γιατί αν το λιμενικό βλέπει Πακιστανούς δεν βοηθάει”. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το πλήθος του κόσμου -ως επί το πλείστον Σύροι, Πακιστανοί και Αιγύπτιοι- ήταν μοιρασμένο σε τρια διαφορετικά επίπεδα. Στο μεσαίο επίπεδο, μέσα στα ψυγεία για τα ψάρια και γύρω στους διαδρόμους ήταν οι γυναίκες και κάποια από τα παιδιά. «Αγκαλιά ήταν ο ένας με τον άλλον, δεν μπορούσες να βάλεις δίπλα ούτε μια σακούλα», λέει ο ίδιος άνθρωπος.
“Ελυσαν το σχοινί και συνέχισαν αυτοδύναμα”
Ο εκπρόσωπος του Λιμενικού Σώματος, Ν. Αλεξίου μετά την παραδοχή του σχοινιού – θυμίζουμε ότι αρχικά το Λιμενικό αρνιόταν αυτή την εκδοχή – είπε σήμερα το πρωί στην ΕΡΤ ότι από τη στιγμή εντοπισμού του σκάφους γίνονταν “προσπάθειες παροχής τροφοεφοδίων. Παράλληλα, ένα παραπλέον πλοίο προσέγγισε το αλιευτικό προς παροχή συνδρομής, το οποίο μάλιστα ανέφερε ότι κάθε φορά που προσπαθούσε να το προσεγγίσει, απομακρυνόταν. Μετά ξεκίνησε και δεύτερο παραπλέον αναφέροντας και αυτό με τη σειρά του άρνηση. Όλο αυτό κράτησε 4,5 ώρες άρα αποδομείται ότι έμεινε ακίνητο για ώρες προτού βυθιστεί”. Επομένως, σύμφωνα με τον κ. Αλεξίου “αποδομείται το ρεπορτάζ του BBC ότι έμεινε ακίνητο για πολλές ώρες πριν βυθιστεί”.
Σε ερώτηση για το πού ήταν το σκάφος του Λιμενικού εκείνη την ώρα λίγο πριν το τραγικό ναυάγιο, ο κ. Αλεξίου απάντησε ότι το σκάφος τους ήταν σε παράλλαξη με το αλιευτικό, ώστε εάν χρειαστεί να παρέμβει άμεσα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει δοθεί καμία απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν ήταν σε ετοιμότητα διευρυμένες ελληνικές και ευρωπαϊκές επιχειρησιακές μονάδες, αν δεχθούμε τον ισχυρισμό ότι οι ελληνικές αρχές “δεν μπορούσαν να επέμβουν” και ότι “οι πρόσφυγες δεν ήθελαν βοήθεια”, από την στιγμή που ήταν φανερό ότι επρόκειτο για πλωτό φέρετρο και ότι οι άνθρωποι βάδιζαν προς το θάνατο;
Πηγή: imerodromos.gr