Έρευνα της Randstad μελετά τα βαθύτερα αίτια του αποκαλούμενου ελλείμματος ταλέντων στην ελληνική αγορά εργασίας. Δύο στους τρεις εργαζόμενους θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τον εργοδότη τους λόγω της αύξησης του κόστους ζωής. Στις αιτίες αποχώρησης προέχει το επίπεδο των αποδοχών (64%) και ακολουθούν «η δελεαστική οικονομική προσφορά για άλλη θέση εργασίας» (44%), «ο φόβος για περικοπή των θέσεων εργασίας εάν η επιχείρηση δεν είναι οικονομικά εύρωστη» (40%), ενώ τέταρτη ιεραρχείται «η βελτίωση μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής» (35%) | Πηγή: efsyn.gr/Χριστίνα Κοψίνη
Η δυσαρέσκεια για το μη ικανοποιητικό πακέτο των αμοιβών και των παροχών που προσφέρουν οι εργοδότες στην Ελλάδα είναι η βασική αιτία που οδηγεί τους εργαζόμενους να αλλάζουν επιχείρηση. Αυτό εντοπίζει έρευνα της εταιρείας Randstad επισημαίνοντας ότι «δύο στους τρεις εργαζόμενους (64%) θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τον εργοδότη τους λόγω της αύξησης του κόστους ζωής».
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με άλλες χώρες κι αυτό «διαπερνά κάθε ομάδα, εκτός από τους νεότερους (18-24 ετών), στους οποίους το ποσοστό αυτών που είναι διατεθειμένοι να αποχωρήσουν μειώνεται στο 53%». Στις αιτίες αποχώρησης προέχει το επίπεδο των αποδοχών (64%) και ακολουθούν «η δελεαστική οικονομική προσφορά για άλλη θέση εργασίας» (44%), «ο φόβος για περικοπή των θέσεων εργασίας εάν η επιχείρηση δεν είναι οικονομικά εύρωστη» (40%), ενώ τέταρτη ιεραρχείται «η βελτίωση μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής» (35%). Χαρακτηριστικό είναι ότι «η έλλειψη επιλογών ευέλικτης εργασίας», που αποτέλεσε κι ένα από τα βασικά μυθεύματα του 10ωρου που θέσπισε ο νόμος Χατζηδάκη, αξιολογείται μόλις στην προτελευταία θέση (με 14%) ως αιτία αποχώρησης.
Πάντως, το ποσοστό των εργαζομένων που εκφράζει φόβο για απώλεια της θέσης εργασίας καταγράφεται στο 16%, ελαφρώς χαμηλότερο από το 2022 όταν σε αντίστοιχη έρευνα ήταν 21%.
«Συνολικά, η ελληνική αγορά εργασίας φαίνεται να είναι πλέον ελαφρώς πιο ρευστή» εκτιμά η Randstad, καθώς το 23% σχεδιάζει να αλλάξει θέση εργασίας εντός των επόμενων έξι μηνών. Πέρσι το ποσοστό αυτό ήταν 22%, ενώ οι νέοι έως 34 ετών φαίνεται ότι έχουν την πρόθεση να αλλάξουν σε ποσοστό 27%, χωρίς να υπάρχουν διαφοροποιήσεις σε σχέση με το φύλο ή το μορφωτικό επίπεδο.
Πηγές αναζήτησης
Ούτε τα γραφεία διασύνδεσης των πανεπιστημίων, ούτε η ΔΥΠΑ με τις ημέρες καριέρας που διοργανώνει σε όλη τη χώρα, αλλά ούτε και οι εταιρείες ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν τις καλύτερες πηγές αναζήτησης και εύρεσης εργασίας. Αυτόν τον ρόλο συνεχίζουν να παίζουν πολύ καλύτερα οι προσωπικές επαφές, τις οποίες αξιοποίησαν για να αλλάξουν εργασία το 35% όσων μετακινήθηκαν. Επίσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων και των ιστοσελίδων αγγελιών για εργασία. Σταθερά ανερχόμενος ο ρόλος του Linkedin και της Google, ενώ προτρεπτική είναι η Randstad και για τη χρησιμότητα του δικτύου που έχουν οι εργαζόμενοι. Μάλιστα, μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες στον τομέα εξυπηρέτησης πελατών παρέχουν και οικονομικά κίνητρα στους εργαζόμενους εφόσον προτείνουν κάποιον/α από το φιλικό τους περιβάλλον για συγκεκριμένες θέσεις που παραμένουν ανοικτές. Σε ό,τι αφορά τη ΔΥΠΑ, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης εξυπηρετούν σχετικά συχνότερα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και άνω των 54 ετών.
Από την ανάλυση των ιστοσελίδων που χρησιμοποιούνται για εύρεση εργασίας (job boards) κυριαρχεί το jobfind (52%) κι ακολουθούν: indeed (40%-44%), kariera (38%-48%), skywalker (28%-27%), carreerjet, monster και careernet.
Aναφορικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «αν και με μειωμένη απήχηση, το facebook παραμένει το ισχυρότερο για εκείνους που αναζητούν εργασία» (από 83% το 2022 σε 67% το 2023). Το Insragram πλησιάζει το facebook (από το 37% ανέβηκε στο 51%), ενώ σε τροχιά ανόδου είναι και το ΤikTok, το οποίο διπλασίασε την εμβέλειά του (από το 11% στο 22%).
Ενα άλλο ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας επιβεβαιώνει το χαμηλό ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για επανεκπαίδευση του προσωπικού. Αν και το 80% των εργαζομένων το θεωρεί σημαντικό ο εργοδότης να προσφέρει τέτοιες ευκαιρίες, μόνο το 45% τις λαμβάνει. Οπως αναφέρει η Randstad, «οι εργοδότες στην Ελλάδα δεν καλύπτουν την ανάγκη για επαγγελματική ανάπτυξη. Μόνο οι μισοί από τους εργαζόμενους που το επιθυμούν έχουν τις ευκαιρίες να το κάνουν». Επίσης, η έρευνα εντοπίζει μείωση της τηλεργασίας κατά 5%, καθώς μόνο το 21% των Ελλήνων (έναντι του 48% το 2021) εργάζεται εξ αποστάσεως.
Ελκυστικοί κλάδοι
Σε ό,τι αφορά την ελκυστικότητα των κλάδων, τις φαρμακευτικές εταιρείες επιλέγει στην πρώτη θέση το 58% των εργαζομένων, με δεύτερο (για το 55%) τον κλάδο της ενέργειας και των καυσίμων. Σε σχέση με τους πιο ελκυστικούς εργοδότες και με βάση τα τρία σημαντικότερα κριτήρια (οικονομική ευρωστία, πολύ καλή φήμη και ελκυστικός μισθός με παροχές) οι εργαζόμενοι επέλεξαν για την πρώτη θέση τον Παπαστράτο.
Τη δεύτερη θέση κατέχει η ΙΟΝ Α.Ε. (με τρίτο κριτήριο την εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια), την τρίτη η AEGEAN Airlines (με τρίτο κριτήριο το ενδιαφέρον περιεχόμενο εργασίας) και τις τέταρτη και πέμπτη θέση κατέχουν η Intralot A.E. και η ELPEN Φαρμακευτική.