Η εποχή Ερντογάν δεν τελειώνει | Από τον Κώστα Ράπτη, δημοσιογράφο των διεθνών ειδήσεων, για το capital.gr
Χωρίς να νικήσει, νίκησε. Ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη (αν εξαιρέσουμε την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016) πρόκληση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, καθώς για πρώτη φορά θα χρειαστεί να διεκδικήσει την επανεκλογή του σε δεύτερο γύρο. Η μέχρι τώρα προνομιακή σχέση του με τη λαϊκή πλειοψηφία διερράγη. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μετά από είκοσι χρόνια στην εξουσία που σημαδεύονται από κλιμάκωση του αυταρχισμού και της διαφθοράς, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου που ανέδειξαν όλες τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, μετά από τη δυσφορία που ολοένα και περισσότερο γεννά στην τουρκική κοινωνία η διαιώνιση της παρουσίας άνω των τριών εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων και κυρίως εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης η οποία έχει εκτοξεύσει το κόστος διαβίωσης του μέσου νοικοκυριού.
Όμως ο “εφτάψυχος” Ερντογάν κατάφερε αυτό που οι περισσότερες δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν: να εξασφαλίσει καθαρό προβάδισμα (περίπου τεσσάρων μονάδων) έναντι του αντιπάλου του Κεμάλ Κιλτσντάρογλου και να βρεθεί ένα βήμα πριν από την επικράτηση από την πρώτο γύρο, ενώ ταυτόχρονα, και αυτό καθόλου δεν πρέπει να υποτιμηθεί, το κόμμα του και οι σύμμαχοί του εξασφαλίζουν απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, παρά τις προβλέψεις ότι αυτή θα προκύψει “κατακερματισμένη”. Και όλα αυτά με εντυπωσιακό ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων στην κάλπη, ανώτερο του 88%.
Η στρατηγική του “Παλατιού” για μεταφορά, αν χρειαστεί, της εκλογικής μάχης σε δεύτερο γύρο, όπου θα προβάλλεται το επιχείρημα της αποφυγής μιας άβολης “συγκατοίκησης” διαφορετικών δυνάμεων σε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, αποδίδει. Επιπλέον, ο τρίτος υποψήφιος των προεδρικών εκλογών και ρυθμιστής του δεύτερου γύρου, ο εθνικιστής Σινάν Ογάν, που κατέγραψε αξιοσημείωτο ποσοστό της τάξης του 5%, δύσκολα θα επιλέξει (και ακόμη δυσκολότερα θα επέβαλε στους ψηφοφόρους του) τη στήριξη του Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος εμφατικά αντλεί από την κουρδική ψήφο. Ό,τι και αν συμβεί τις επόμενες δύο εβδομάδες (και μπορούν να συμβούν πολλά και δυσάρεστα), ο Ερντογάν βαδίζει προς τον δεύτερο γύρο με σαφές πλεονέκτημα.
Η υπό τον Κιλιτσντάρογλου εξακομματική αντιπολίτευση φλέρταρε με την αμφισβήτηση του αποτελέσματος, καταγγέλλοντας την αργή ροή της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων και καλλιεργώντας υποψίες νοθείας. Και από μία άποψη είναι πράγματι απορίας άξιον κατά πόσον ένα καθεστώς το οποίο έχει προβεί σε τόσο εκτεταμένες διώξεις πολιτικών αντιπάλων του και εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό θα συμφιλιωνόταν με την προοπτική της αθόρυβης αποχώρησης από την εξουσία μέσω εκλογών.
Όμως τα κύρια όπλα του Ερντογάν είναι πολιτικά. Το ότι το τοπίο στα μέσα ενημέρωσης και τον κυβερνοχώρο ήταν ασφυκτικό για κάθε επίδοξο επικριτή της κυβέρνησης ή ότι το πρακτορείο Anadolu επιδόθηκε σε σαφή πολιτική διαχείρισης εντυπώσεων κατά τη βραδιά της καταμέτρησης είναι δεδομένο. Όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει το αποτέλεσμα. Η αντιπολίτευση υπερίμησε τις δυνάμεις της και υποτίμησε τις “εφεδρείες” του Ερντογάν. Όσο για τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, αυτά απλώς το προηγούμενο διάστημα τις επιθυμίες τους σε μία κοινωνική πραγματικότητα την οποία δεν γνωρίζουν καλά.
Κυριότερο πλεονέκτημα του Ερντογάν υπήρξε το γεγονός ότι η δική του συμμαχία είναι περισσότερο ομοιογενής και το πολιτικό του μήνυμα περισσότερο συνεκτικό, ενώ η προοπτική νίκης της εξακομματικής αντιπολίτευσης έμοιαζε με βουτιά στο άγνωστο. Ακριβώς επειδή η χώρα κλυδωνίζεται σε διάφορα μέτωπα, οι ηγεσίες που εμπνέουν στιβαρότητα φαντάζουν, παρά τα γνωστά ελαττώματά τους, προτιμότερες. Αυτό τουλάχιστον έκριναν οι μεγαλύτερες ηλικίες ψηφοφόρων και οι κεντρικές μικρασιατικές επαρχίες που έμειναν πιστές στον Ερντογάν. Άλλωστε, τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης μοιάζει να έχουν περάσει και η πορεία της Τουρκίας το τελευταίο δωδεκάμηνο εμπνέει (με τη βοήθεια των φίλων της σε Ρωσία, Κίνα και Περσικό Κόλπο) κάποια αισιοδοξία, ενώ και στην εξωτερική πολιτική η εξομάλυνση των σχέσεων με όλους τους εξ ανατολών γείτονες έχει δρομολογηθεί.
Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν ήταν ευδιάκριτες οι διαφορές των αντίστοιχων προτάσεων στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα (και με τον Ερντογάν να πλειοδοτεί σε παροχές, ενώ η αντιπολίτευση κήρυσσε την επιστροφή στη νομισματική ορθοδοξία) η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο ευνοϊκότερο για τους κυβερνώντες πεδίο των “ταυτοτήτων”. Ο πολωτικός λόγος του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας έκανε (έστω και σε μικρότερο βαθμό αυτή τη φορά) τη δουλειά του: οι αντίπαλοι παρουσιάσθηκαν ουσιαστικά σαν ενεργούμενα μιας Δύσης, η οποία βυσσοδομεί για να αποτρέψει την “τουρκική ανάδυση” και ως συνεργοί της κουρδικής “τρομοκρατίας”. Αξιοποιήθηκε δηλαδή το ότι είναι βαθιά ριζωμένη στην τουρκική γνώμη τόσο η καχυποψία προς τη Δύση όσο και τα αντικουρδικά αντανακλαστικά.
Σε κάθε περίπτωση, η τουρκική κοινωνία και πολιτική σκηνή παραμένει ακόμη στην “εποχή Ερντογάν”, ενώ μεταβαίνει αργά και βασανιστικά προς μια νέα περίοδο, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν έχουν ξεκαθαρίσει. Ακόμη και αν η νίκη του 69χρονου Ερντογάν επικυρωθεί, τόσο η συμπολίτευση όσο, πολύ περισσότερο, και η αντιπολίτευση θα πρέπει να επαναφεύρουν τον εαυτό τους και να αναδείξουν νέες ηγεσίες. Ο διχασμός της χώρας και η ασφυξία της στερούμενης ευκαιριών και ελευθεριών νέας γενιάς θα πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθούν.

Οι δύο διαφορετικές… Τουρκίες – Τι δείχνουν τα αποτελέσματα στις εκλογές | Από τον Τριαντάφυλλο Καρατράντο, δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριο ερευνητή ΕΛΙΑΜΕΠ, για το enikos.gr
Το αποτέλεσμα στις Προεδρικές τουρκικές εκλογές έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση. Όχι τόσο γιατί οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, αλλά κυρίως επειδή η αίσθηση πως είχε πλησιάσει η ώρα της ήττας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα.
Ας αρχίσουμε από τις δημοσκοπήσεις. Έως τη στιγμή που σταμάτησαν να δημοσιεύονται, έδειχναν ένα κλειστό αποτέλεσμα και μια μεγάλη αντιπαράθεση, με τις περισσότερες να δίνουν προβάδισμα στον κ. Κιλιτσντάρογλου. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις έχουν πάντα τα λεγόμενα όρια προς τα πάνω και προς τα κάτω. Αυτό είδαμε και με το τελικό αποτέλεσμα, τον Ερντογάν στο ανώτατο όριο και τον Κιλιτσντάρογλου στο κατώτατο. Με την συντριπτική συμμετοχή να είναι ακόμη μία αστάθμητη παράμετρος.
Σίγουρα το αποτέλεσμα είναι μια απογοήτευση για την αντιπολίτευση, αλλά όχι εκτός των πιθανών σεναρίων. Δεν είναι τυχαίο πως μετά την τελευταία μεγάλη συγκέντρωση του Ταγίπ Ερντογάν είχε υπάρξει σκεπτικισμός στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, λόγω της δυνατότητας του Προέδρου να συσπειρώνει και να κινητοποιεί μία μεγάλη εκλογική βάση, αλλά και να εργαλειοποεί το σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Υπάρχουν δύο στοιχεία που μπορούν να κάνουν τον Πρόεδρο Ερντογάν να αισθάνεται πως κέρδισε τις εκλογές.
Το πρώτο είναι πως τερμάτισε πρώτος και αυτό τονώνει το πληγωμένο ηγετικό του προφίλ. Το δεύτερο είναι πως για μια ακόμη φορά η πλην των αστικών κέντρων Τουρκία του έδωσε ένα μεγάλο προβάδισμα. Το γεγονός όμως πως παρά την μεγάλη κινητοποίηση δεν κατάφερε να τελειώσει τις εκλογές είναι και ένα στοιχείο που δεν μπορεί παρά να τον προβληματίσει, μιας και δεκαπέντε ημέρες είναι ένα μεγάλο χρονικά πολιτικό διάστημα που μπορούν να υπάρξουν αλλαγές. Στα θετικά για τον Ερντογάν πρέπει να μετρήσουμε και την επικράτηση του συνασπισμού του στις βουλευτικές εκλογές, κάτι που πιθανότατα θα λειτουργήσει αρνητικά για την προοπτική του κυρίου Κιλιτσαντάρογλου. Παράγοντας Χ και πιθανότατα ο βασικός λόγος που η Τουρκία οδεύει σε δεύτερο γύρο είναι το αποτέλεσμα, λίγο πάνω του 5%, που έλαβε ο τρίτος υποψήφιος, ο εθνικιστής κύριος Ογάν, οι κινήσεις του οποίου θα διαδραματίσουν ρόλο στο αποτέλεσμα.
Αυτό που αποτυπώνεται ξεκάθαρα είναι πως η Τουρκία είναι διχασμένη. Είδαμε για ακόμη μία φορά να εμφανίζεται και εκλογικά η πολιτισμική και κοινωνική διαίρεση που υπάρχει στη χώρα. Ο εθνικισμός είναι πιθανότατα το κοινό στοιχείο που έχουν και οι δύο πολιτικοί συνασπισμοί, ωστόσο έχουν πολλές διαφορές που εκφράζουν και τη λεγόμενη κατάσταση των «δύο Τουρκιών».
Το αίτημα για δημοκρατία του Κιλιτσντάρογλου προβλήθηκε από τον Ερντογάν ως μία απόπειρα της Δύσης να εκφυλίσει την Τουρκική κοινωνία, εργαλειοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση την υποστήριξη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στην αντιπολίτευση. Η παραδοσιοκρατία του σκληρού ηγέτη (Strongamn) Ερντογάν αντιπαρατέθηκε με τον εκδημοκρατισμό, το άνοιγμα προς τη Δύση και τον μεγαλύτερο πλουραλισμό του Κιλιτσντάρογλου και κέρδισε οριακά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται να γεφυρώσει το χάσμα, αλλά αντίθετα θέλει να το αξιοποιήσει ώστε να συσπειρώσει και άλλο τους δικούς τους υποστηρικτές και να αποσυσπειρώσει την αντιπολίτευση. Δεν είναι τυχαίο πως στοχοποιεί τις ΗΠΑ και τον Πρόεδρο Μπάιντεν προσωπικά ως ενορχηστρωτές της προσπάθειας να ηττηθεί στις εκλογές.
Μπαίνουμε σε μια φάση έντονης πόλωσης που αν δεν υπάρξει ψυχραιμία μπορεί να έχει και βίαια ξεσπάσματα. Η Τουρκία βιώνει ιστορικές στιγμές με βασικό χαρακτηριστικό την ρευστότητα. Η πιθανή νίκη του Κιλιτσντάρογλου στον δεύτερο γύρο θα μπορούσε να τον φέρει απέναντι σε ένα κοινοβούλιο που δεν έχει την πλειοψηφία, ενώ ο ίδιος έχει δεσμευτεί πως θα μειώσει τις εξουσίες του Προέδρου.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα πλήρους αμφισβήτησης της διαδικασίας των εκλογών και απώλειας εμπιστοσύνης, με τις κατηγορίες για χειραγώγηση των αποτελεσμάτων και από τις δύο πλευρές να είναι χαρακτηριστικές. Η Δύση και οι χώρες της περιοχής περιμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα ώστε να ξέρουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ποια Τουρκία και ποιον ηγέτη θα έχουν απέναντι τους. Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι πως θα έχουν απέναντι τους μία βαθιά διχασμένη Τουρκία και αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη για τη διαχείριση της επόμενης ημέρας.