Πηγή: Peoples Dispatch – Αναδημοσίευση: Κοσμοδρόμιο – Μετάφραση: Σωτήρης Λαπιέρης
Τουλάχιστον 180 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 1.800 τραυματίστηκαν, καθώς για τρίτη μέρα συνεχίζονταν οι μάχες σε πολλές πυκνοκατοικημένες πόλεις, ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα των δυνάμεων ασφαλείας του Σουδάν. Τα στοιχεία ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα 17 Απριλίου, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Volker Perthes, Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για το Σουδάν.
Ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων έχει αναφερθεί στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, όπου οι ισχυρές παραστρατιωτικές Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) του Σουδάν προσπαθούν να καταλάβουν βασικές περιοχές και υποδομές από τις Σουδανικές Ένοπλες Δυνάμεις (SAF). Με επικεφαλής τον στρατηγό Mohamed Hamdan Dagalo, γνωστό και ως Hemeti, αντιπρόεδρο της στρατιωτικής χούντας που κυβερνά από το πραξικόπημα του Οκτωβρίου του 2021, οι RSF μάχονται ενάντια στον στρατό για το Προεδρικό Μέγαρο, το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων, το αεροδρόμιο, καθώς και άλλες βασικές θέσεις στην πρωτεύουσα.
Οι Σουδανικές Ένοπλες Δυνάμεις (SAF), με επικεφαλής τον πρόεδρο της χούντας και αρχηγό του στρατού, Abdel Fattah al Burhan, αντεπιτίθενται και με τη σειρά τους έχουν εξαπολύσει τη δική τους επίθεση στις βάσεις της παραστρατιωτικής δύναμης στο Χαρτούμ και σε άλλες πόλεις. Και οι δύο πλευρές έχουν διατυπώσει αντικρουόμενους ισχυρισμούς σχετικά με τον έλεγχο βασικών υποδομών. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω από διάφορες πηγές, οι RSF, μέχρι την Κυριακή, είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο μέρος του Αρχηγείου των Ενόπλων Δυνάμεων. Αλλά η αεροπορία έγειρε την πλάστιγγα», είπε ο Αμπντούλ (ψευδώνυμο, για αποφυγή ταυτοποίησης), του οποίου η μη κυβερνητική οργάνωση διοργάνωνε workshops για να προωθήσει κάποιας μορφής συμφωνίας για την αποτροπή αυτού του πολέμου.
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις ανάγκασαν σε υποχώρηση τις RSF τη Δευτέρα, δια της διεξαγωγής αεροπορικών επιδρομών για δύο ημέρες στο δικό τους αρχηγείο», δήλωσε στο Peoples Dispatch . «Οι RSF έχουν μετακινηθεί πλέον στα βορειοανατολικά του κεντρικού στρατηγείου στη γειτονιά Μπούρι, όπου διεξήχθησαν μαζικές διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της Δεκεμβριανής Επανάστασης». Αναφερόταν στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2018 και ανέτρεψαν τον πρώην δικτάτορα Ομάρ αλ Μπασίρ στις 11 Απριλίου 2019.
Με φόντο την Επανάσταση και την Αντεπανάσταση
Οι δυνάμεις της Δεκεμβριανής Επανάστασης βρίσκονται από τότε σε έναν αγώνα για να αποσπάσουν την εξουσία από τον αρχηγό του στρατού Burhan και τον αρχηγό των RSF Hemeti, δύο στενούς έμπιστους του Μπασίρ που προχώρησαν στην δημιουργία στρατιωτικής χούντας την επαύριο της Επανάστασης, με τον πρώτο ως πρόεδρό της και τον δεύτερο ως αναπληρωτή του. Όταν η μαζική καθιστική διαδήλωση κατάληψης της πλατείας έξω από τα κεντρικά γραφεία Ενόπλων Δυνάμεων συνέχισε να απευθύνει έκκληση στην στρατιωτική χούντα να παραδώσει την εξουσία σε πολιτική αρχή, οι RSF προχώρησε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και διέπραξε σφαγή στις 3 Ιουνίου 2019. Πάνω από 100 διαδηλωτές σκοτώθηκαν.
Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης μεσοβασιλείας από τον Αύγουστο του 2019 έως τον Οκτώβριο του 2021, η χούντα, με επικεφαλής το δίδυμο, είχε μοιραστεί την εξουσία με ορισμένα δεξιά κόμματα του συνασπισμού που ονομάζεται Δυνάμεις Ελευθερίας και Αλλαγής (FFC), μέχρι την ολική κατάληψης της εξουσίας με πραξικόπημα για άλλη μια φορά από τον στρατό.
Ωστόσο, από τότε η χούντα δεν μπόρεσε να κυβερνήσει τη χώρα που συγκλονίζεται από αέναες διαδηλώσεις. Καθώς οι εκκλήσεις από το μαχητικό κίνημα υπέρ της δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του Σουδανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (SCP), για πλήρη ανατροπή της χούντας δυνάμωναν, η χούντα αντιμετώπισε επίσης αυξανόμενη διεθνή πίεση. Έτσι ο Burhan και ο Hemeti οδηγήθηκαν στην εκ νέου έναρξη συνομιλιών με τα δεξιά κόμματα, με αποτέλεσμα τη Συμφωνία-Πλαίσιο της 5ης Δεκεμβρίου 2022.
Η οριστικοποίηση της Πολιτικής Συμφωνίας για διακυβέρνηση με το FFC αναβλήθηκε από την 1η Απριλίου για τις 6 Απριλίου, προτού ουσιαστικά καταρρεύσει στην πορεία προς το ξέσπασμα των συγκρούσεων στις 15 Απριλίου. Ένα από τα βασικά θέματα που εκκρεμούσαν για την ολοκλήρωση της Πολιτικής Συμφωνίας ήταν το ζήτημα της ένταξης των RSF στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ενώ ο Hemeti των RSF απαιτεί μια μεταβατική περίοδο δέκα ετών για την ενσωμάτωση, η πλευρά των Ενόπλων Δυνάμεων επιμένει στην ολοκλήρωσή της εντός δύο ετών. Το FFC υπό τον φόβο ότι ο Burhan προτίθεται να το υπονομεύσει δια της ενσωμάτωσης στην πολιτική διαδικασία του συμμαχίας «Δημοκρατικό Μπλοκ», που περιλαμβάνει κόμματα που είχαν συμμαχήσει με το ισλαμιστικό κόμμα του ανατραπέντος δικτάτορα Μπασίρ, το FFC φαινόταν να συντάσσεται με τις RSF, πρόθυμο να του παραχωρήσει άλλη μια δεκαετία αυτονομίας.
Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ενόπλων Δυνάμεων και RSF έχει ξεσπάσει εντός του παραπάνω πλαισίου, το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αντιφάσεις ενός του, αποκαλούμενου από το Σουδανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΣΚΚ), «αντεπαναστατικού στρατοπέδου», δηλαδή τα διαφορετικά τμήματα των διχασμένων δυνάμεων ασφαλείας καθώς και των διαφορετικών συνασπισμών των δεξιών κομμάτων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την νομή της εξουσίας. Το ΣΚΚ παρατήρησε ότι οι επαναστάτες, που νωρίτερα δέχονταν τα κοινά πυρά των Ενόπλων Δυνάμεων και των RSF κατά τις επιθέσεις στις διαδηλώσεις ενάντια στην στρατιωτική χούντα και ενάντια στις προσπάθειες των δεξιών κομμάτων να τη νομιμοποιήσουν με μια πολιτική σύμπραξη, βρίσκονται πλέον ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Νοσοκομεία υπό επίθεση
Οι RSF εξαπολύουν επιθέσεις στο αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων από θέσεις που έχουν λάβει στη γειτονιά Μπούρι, τόπο προέλευσης πολλών μαχητών της δημοκρατίας καθώς και θέατρο σκληρών κατασταλτικών επιθέσεων. «Και οι Ένοπλες Δυνάμεις με τη σειρά τους βομβαρδίζουν αυτήν την πυκνοκατοικημένη περιοχή με άρματα μάχης και πυρά πυροβολικού», ανέφερε ο Αμπντούλ.
Οι εργαζόμενοι στην υγεία κατήγγειλαν ότι δεν γλυτώνουν ούτε τα νοσοκομεία και οι ιατρικές εγκαταστάσεις. «Έχουμε επανειλημμένα απευθύνει έκκληση στις δύο πλευρές που εμπλέκονται στη σύγκρουση να μην επιτίθενται σε υγειονομικές υποδομές… αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Νοσοκομεία και δομές υγείας στο Χαρτούμ και σε πόλεις σε όλο το Σουδάν χτυπιούνται με βαρύ πυροβολικό και πυροβόλα όπλα», ανέφερε σε ανακοίνωσή της τη Δευτέρα η Ένωση Ιατρών του Σουδάν (SDU).
Ο βομβαρδισμός του Νοσοκομείου Al-Shaab στο Χαρτούμ το έθεσε «πλήρως εκτός λειτουργίας, αφήνοντας το ιατρικό προσωπικό, τους ασθενείς, τα παιδιά και τους συνοδούς τους σε ένα μη ασφαλές περιβάλλον και σε κατάσταση σύγχυσης και φόβου». Το Ειδικό Νοσοκομείο Ibn Sina στην πόλη έχει επίσης υποστεί «σοβαρές ζημιές», ανέφερε η Ένωση Ιατρών, προσθέτοντας ότι «το αστυνομικό νοσοκομείο εκκενώθηκε λόγω επιθέσεων και είναι πλέον πλήρως εκτός λειτουργίας».
Στα βόρεια της πρωτεύουσας Χαρτούμ, στην πόλη Χαρτούμ Μπαχρί (Khartoum Bahri), όπου σημειώθηκαν πολλοί θάνατοι αμάχων, το νοσοκομείο Bashayer βομβαρδίστηκε κατά την ανταλλαγή πυρών μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων και των RSF. Μετά από διακοπή ρεύματος σε ένα άλλο από τα νοσοκομεία της πόλης, το Al-Dowali, τα αποθέματα καυσίμων του για τις γεννήτριες ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται σε «επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή των ασθενών στην εντατική και τα επείγοντα χειρουργεία», προειδοποιεί η Ένωση Ιατρών.
Θάνατοι έχουν αναφερθεί επίσης στη δίδυμη πόλη του Χαρτούμ, το Όμντουρμαν. Ο Αμπντούλ, ο οποίος κατοικεί σε γειτονιά της ανώτερης μεσαίας τάξης αυτής της πόλης, ανέφερε με αίσθηση ανακούφισης: «Σήμερα (στις 16 Απριλίου) ακούω μόνο διακεκομμένα πυρά».
Η μείωση των προμηθειών αυξάνει την πίεση στον άμαχο πληθυσμό
Η γειτονιά του Αμπντούλ, όπως και πολλές άλλες στις τρεις κύριες πόλεις της πολιτείας του Χαρτούμ και αλλού, έχει ξεμείνει από νερό και ηλεκτρισμό, καθιστώντας, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο δύσκολη την επιβίωση των κατοίκων. «Δεν είχαμε ρεύμα από το Σάββατο που χτυπήθηκε το δίκτυο. Είναι θέμα χρόνου να αρχίσουν να σαπίζουν τα αποθηκευμένα τρόφιμα στα σούπερ μάρκετ», ανέφερε ο Αμπντούλ. Πολλοί φοβούνται μια διαφαινόμενη έλλειψη τροφίμων, καθώς φρέσκα προϊόντα από τις αγροτικές περιοχές είναι αδύνατον να φτάσουν στην υπό βομβαρδισμό πόλη.
Ο Αμπντούλ συνέχισε: «Το νερό στις βρύσες σταμάτησε αμέσως μετά το ξέσπασμα των μαχών στις 15 Απριλίου. Τα καταφέραμε με τα αποθέματα που είχαμε αποθηκεύσει για τρεις ημέρες, αλλά τώρα, έχουμε μείνει μόνο με τρία λίτρα», για μια οικογένεια που περιλαμβάνει τη σύζυγό του, δύο παιδιά κάτω των πέντε ετών και ηλικιωμένους γονείς, και πρόσθεσε: «Στο πλησιέστερο κατάστημα έχει τελειώσει το νερό. Πρέπει να διασχίσω τρεις δρόμους για να φτάσω στο επόμενο κατάστημα, αλλά θα κινδυνεύσω να εκτεθώ στα πυρά στο δρόμο».
«Σκοπεύω να πάρω την οικογένειά μου και να φύγω από εδώ για μια άλλη, πιο ασφαλή γειτονιά της πόλης. Όχι λόγω των διακοπών ρεύματος και νερού, αλλά γιατί η γειτονιά μου γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη. Οι RSF παρατάσσονται από τη μια πλευρά και οι Ένοπλες Δυνάμεις από την άλλη. Τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα. Θέλω να βγάλω την οικογένειά μου από εδώ πριν φτάσουμε εκεί», πρόσθεσε.
Η προειδοποίηση για παραμονή εντός των οικιών που έχουν εκδώσει οι Ένοπλες Δυνάμεις παρέμεινε σε ισχύ, καθώς τα μαχητικά αεροπλάνα τους κάνουν εφορμήσεις για να χτυπήσουν στόχους και περιστασιακά βάλλονται στον ουρανό της πόλης από τα αντιαεροπορικά πυροβόλα των RSF που ισχυρίζονται ότι ελέγχουν όλες τις εισόδους και εξόδους της πολιτείας του Χαρτούμ.
Αρκετοί θάνατοι και τραυματισμοί έχουν αναφερθεί επίσης έξω από το Χαρτούμ στο Ελ-Ομπέιντ, πρωτεύουσα της πολιτείας του Βόρειου Κορδοφάν, 400 χλμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του Σουδάν, όπου «το νοσοκομείο Al-Dhaman έκλεισε μετά την εισβολή ενόπλων», σύμφωνα με το Σουδανικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Πάνω από 200 χιλιόμετρα βόρεια του Χαρτούμ, στην βόρεια πολιτεία που συνορεύει με την Αίγυπτο, συνεχίζονται οι μάχες για τον έλεγχο της στρατιωτικής αεροπορικής βάσης Merowe. Η ανάπτυξη δυνάμεων των RSF, εν μέσω εντάσεων με τον στρατό, για να περικυκλώσουν αυτήν την αεροπορική βάση στις 12 Απριλίου ήταν που τελικά πυροδότησε την ένοπλη σύγκρουση στις 15 Απριλίου.
Αιγύπτιοι στρατιώτες στην αεροπορική βάση Merowe
Αργότερα εκείνη την ημέρα, οι RSF ανέλαβαν τον έλεγχο αυτής της αεροπορικής βάσης και δημοσίευσαν βίντεο που δείχνει μερικούς Αιγύπτιους στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτίσει σε αυτήν τη βάση. Ένα MiG-29 Fulcrum της αιγυπτιακής αεροπορίας καταστράφηκε στη βάση, ενώ άλλα δύο φαίνεται να έχουν υποστεί ζημιές, σύμφωνα με την ανάλυση δορυφορικών εικόνων από το The War Zone.
Οι RSF, οι οποίες υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), δήλωσαν ότι έπρεπε να καταλάβουν το αεροδρόμιο για να αποτρέψουν να χρησιμοποιηθεί για επιθέσεις εναντίον τους από την Αίγυπτο, που υποστηρίζει τον Burhan και τον στρατό του. Οι αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις δήλωσαν ότι «βρίσκονται σε στενό συντονισμό με τις σουδανικές αρχές για να διασφαλίσουν την ασφάλεια των στρατευμάτων μας κατά τη διάρκεια των κοινών εκπαιδευτικών ασκήσεων».
Την Κυριακή, οι Ένοπλες Δυνάμεις ισχυρίστηκαν ότι ανέκτησαν τον έλεγχο, προσθέτοντας ότι πάνω από εκατό οχήματα των RSF είχαν εγκαταλείψει τη βάση, με τους Αιγύπτιους πιλότους να βρίσκονται αιχμάλωτοι τους. Τη Δευτέρα, οι RSF με τη σειρά τους διεκδίκησαν τον έλεγχο της αεροπορικής βάσης Merowe, με βίντεο που δείχνει τα στρατεύματά τους μπροστά από μαχητικό αεροπλάνο. Μάχες, επίσης, διεξάγονται για τον έλεγχο του κύριου θαλάσσιου λιμένα του Σουδάν, το Πορτ Σουδάν, στην Ερυθρά Θάλασσα απέναντι από τη Σαουδική Αραβία. Οι Ένοπλες Δυνάμεις διατύπωσαν τον ισχυρισμό ότι κατέλαβαν βάσεις των RSF στο Πορτ Σουδάν, μαζί βάσεις στην Kassala στο ανατολικό Σουδάν, στο Gedaref και στο Damazin στα νοτιοανατολικά κοντά στα σύνορα με την Αιθιοπία και στο Kosti και Kadugli στα νότια, κοντά στα σύνορα με το Νότιο Σουδάν.
Περισσότερη αιματοχυσία στο Νταρφούρ
Έντονες μάχες διεξάγονται επίσης στη δυτική περιοχή του Νταρφούρ του Σουδάν, η οποία είναι η παλιά βάση των RSF. Οι πολιτοφυλακές που χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος υπό τη δικτατορία του Μπασίρ, για να διαπράξουν φερόμενα εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία στο Νταρφούρ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε το 2003, συγχωνεύτηκαν στις RSF υπό τη διοίκηση του Hemeti το 2013.
Ενώ ο Μπασίρ δικάζεται για αυτά τα εγκλήματα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC), οι RSF έχουν γίνει ένας ισχυρός οργανισμός με τεράστιο δίκτυο χρηματοδότησης, βασισμένο στην εξόρυξη χρυσού από τα εδάφη του Νταρφούρ, όπου φέρεται να συνέχισε εκστρατεία εκτοπισμού του πληθυσμού σε συντονισμό με τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Το Δυτικό Νταρφούρ είναι μεταξύ των πολιτειών που έχουν πληγεί περισσότερο στην περιοχή του Νταρφούρ, όπου 100.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν μόλις πριν από έναν χρόνο, τον Απρίλιο του 2022, μετά από σφαγές υπό την ηγεσία των RSF που σκότωσαν τουλάχιστον 200 ανθρώπους στην πρωτεύουσα της πολιτείας Ελ Τζενέινα. Οι RSF ισχυρίστηκαν ότι είχαν αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της πολιτείας και της πρωτεύουσάς της τη Δευτέρα 17 Απριλίου.
Οι μάχες στην πρωτεύουσα της πολιτείας του Βόρειου Νταρφούρ, Ελ Φασέρ, είχαν ως αποτέλεσμα πάνω από 50 σοβαρούς τραυματισμούς και πολλούς θανάτους. Στην πρωτεύουσα της πολιτείας του Νοτίου Νταρφούρ, τη Nyala, όπου οι RSF φέρεται να ανέλαβαν τον έλεγχο της βάσης των Ενόπλων Δυνάμεων, ο στρατός κάλεσε τους κατοίκους στο κέντρο της πόλης να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν σε ασφαλέστερες τοποθεσίες.
Καλώντας τη διεθνή κοινότητα να διασφαλίσει την ασφάλεια των ανθρώπων στην περιοχή, ο Adam Rojal, εκπρόσωπος του Γενικού Συντονισμού των εκτοπισμένων και των στρατοπέδων προσφύγων ανέφερε: «Έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη στα αντιμαχόμενα μέρη. […] Ο στρατός και οι RSF είναι εκείνοι που διέπραξαν γενοκτονία, εθνοκάθαρση, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ και μας ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε τα χωριά μας… και τις γεωργικές εκτάσεις μας». Μιλώντας εκ μέρους των εκτοπισμένων, εξέφρασε επίσης την απουσία εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα που επιδιώκουν συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις RSF.
Η διεθνής κοινότητα αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τα αιτήματα του μαζικού κινήματος
Ωστόσο, η διεθνής κοινότητα επιμένει να καλεί αυτές τις δυνάμεις να καταλήξουν σε συμφωνία για να κυβερνήσουν από κοινού το Σουδάν. Μιλώντας σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου Τζέιμς Κλέβερλι τη Δευτέρα κατά την διάρκεια ταξιδιού στην Ιαπωνία για την Σύνοδο της G7, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν κάλεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις RSF να «επιστρέψουν στις συνομιλίες, που ήταν πολύ ελπιδοφόρες για το Σουδάν σε μια πορεία προς την πλήρη μετάβαση σε κυβέρνηση υπό την ηγεσία πολιτικών».
Ο Ζοζέπ Μπορέλ, Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, δήλωσε: «Τους τελευταίους μήνες, τα σουδανικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Ενόπλων Δυνάμεων και των RSF, κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να επαναφέρουν τη χώρα στον δρόμο της δημοκρατίας, συμφωνώντας στη Συμφωνία-Πλαίσιο, ανοίγοντας το δρόμο προς μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία πολιτικών».
Τα Ηνωμένα Έθνη χρησιμοποιούν επίσης τον όρο κυβέρνηση «υπό την ηγεσία πολιτικών» (civilian-led), αντί απλώς για «πολιτική» (civilian) κυβέρνηση, υποδεικνύοντας ότι οι δυνάμεις ασφαλείας, σύμφωνα με την μορφή της κυβέρνησης που προβλέπεται στην Συμφωνία-Πλαίσιο με το FFC, θα συνεχίσουν να έχουν μερίδιο στην κρατική εξουσία. Εάν συναφθεί μια τελική συμφωνία και σχηματιστεί κυβέρνηση βάσει αυτής της συμφωνίας, αναμένεται να είναι κάποια παραλλαγή της βραχύβιας κοινής πολιτικοστρατιωτικής κυβέρνησης που ανατράπηκε με πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 2021.
Η άμυνα, η αστυνομία, η εξωτερική πολιτική και μεγάλο μέρος της οικονομίας είχαν παραμείνει υπό τον έλεγχο του στρατού σε αυτήν την κυβέρνηση, παρόλο που ο πρωθυπουργός και οι περισσότεροι υπουργοί του υπουργικού συμβουλίου ήταν πολιτικοί που επιλέχθηκαν από το FFC. Μια τέτοια κυβέρνηση, υποστηρίζει το Σουδανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, θα χρησιμεύσει μόνο για τη νομιμοποίηση της δομής της στρατιωτικής εξουσίας, δίνοντάς της μια πολιτική πρόσοψη.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΚΚ, η διαμόρφωση της τρέχουσας αιματοβαμένης συγκυρίας είναι σε σημαντικό βαθμό προϊόν της προθυμίας των δεξιών κομμάτων να νομιμοποιήσουν τη στρατιωτική χούντα υπό τους Μπουρχάν και Χεμέτι με αντάλλαγμα ένα μερίδιο στην εξουσία.
Σε επίπεδο γειτονιών, το δίκτυο πάνω από 5.000 Επιτροπών Αντίστασης (Resistance Committees), οι οποίες, από το πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 2021, ηγούνταν των μαζικών διαδηλώσεων με το σύνθημα «Όχι διαπραγματεύσεις, κανένας συμβιβασμός, καμιά συνεργασία» με τον στρατό, προειδοποίησε τον λαό να μην εξαπατηθεί και να μην υποστηρίξει οποιοδήποτε από τα αντιμαχόμενα μέρη. «Είμαστε κατά των στρατιωτικών λύσεων… και δεν στρατευόμαστε πίσω από κανένα όπλο», ανέφερε, τονίζοντας «την ανάγκη να τερματιστεί η… στρατιωτικοποίηση της πολιτικής και οικονομικής ζωής» αναγκάζοντας «το στρατιωτικό κατεστημένο να μείνει εκτός πολιτικής».
Επαναλαμβάνοντας την επείγουσα ανάγκη για άμεση κατάπαυση πυρός (την οποία έχουν ζητήσει η Αφρικανική Ένωση, η Ε.Ε., το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και οι πολιτικές δυνάμεις εντός της χώρας) το Σουδανικό Κομμουνιστικό Κόμμα επιμένει ότι οι RSF πρέπει να διαλυθούν και όχι να ενσωματωθούν στο στρατό. Και επανέλαβε την θέση του, ότι ο στρατός πρέπει να αναγκαστεί να επιστρέψει στους στρατώνες και να μην του εκχωρηθεί καμία πολιτική εξουσία
Οι περιφερειακές αριστερές δυνάμεις επεκτείνουν την αλληλεγγύη
«Η ένοπλη σύγκρουση είναι το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας ανοιχτών και σκοτεινών συγκρούσεων που υποστηρίζονται από τις τοπικές τάξεις και τους πιο αντιδραστικούς πολιτικούς κύκλους που συνδέονται με κομπραδόρικες και διεφθαρμένες περιφερειακές συμμαχίες», αναφέρεται σε κοινή δήλωση αριστερών και προοδευτικών κομμάτων και οργανώσεων από χώρες της περιοχής.
Σε αυτές περιλαμβάνονται η Τυνησία, το Μαρόκο, η Δυτική Σαχάρα, η Μαυριτανία και η Αίγυπτος στην Αφρική και η Παλαιστίνη, η Ιορδανία, ο Λίβανος, το Μπαχρέιν και το Κουβέιτ στη Δυτική Ασία.
Οι 16 οργανώσεις της περιοχής αναφέρουν στην δήλωση τους ότι επιβεβαιώνουν την «στήριξή τους προς τις επαναστατικές δυνάμεις στο Σουδάν, με επικεφαλής το Σουδανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο παρέμεινε αυθεντική έκφραση της συνεκτικής επαναστατικής θέσης και […] οι εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης σύγκρουσης, επιβεβαίωσαν την ορθότητα των θέσεων του».
Η ανακοίνωση καταλήγει καλώντας «όλες τις προοδευτικές δυνάμεις […] να ενισχύσουν την υποστήριξη στον σουδανικό λαό και την επανάστασή του και να σταθούν ενάντια σε κάθε μορφή περιφερειακής και διεθνούς παρέμβασης για να την διακοπή της επαναστατικής διαδικασίας […] όπως συνέβη με τις υπόλοιπες αραβικές επαναστάσεις, προκειμένου να διαιωνιστεί ο έλεγχος της περιοχής».