Το κλείσιμο της υψηλής γέφυρας Σερβίων για οχήματα και πεζούς.
Οι σημειακές εργασίες επισκευής και η μεγάλη συνολική συντήρησή της.
Το πρόβλημα στατικότητας της Γέφυρας Ρυμνίου, ως εναλλακτικής διαδρομής.
Με αγωνία, προσοχή και ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούμε τις εξελίξεις σχετικά με την απαγόρευση κυκλοφορίας όλων των οχημάτων στην υψηλή Γέφυρα Σερβίων της Π.Ε. Κοζάνης, την κήρυξη σε Κατάσταση Ειδικής Κινητοποίησης Πολιτικής Προστασίας τριών Δήμων (Κοζάνης, Σερβίων και Βελβεντού) της Περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας και τα πολλαπλά προβλήματα, που απειλούν τις τοπικές κοινωνίες. Έχουμε να κάνουμε με μία από τις μεγαλύτερες γέφυρες στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια (1.372 m), που αποτελεί τμήμα της Ε.Ο. Κοζάνης-Λάρισας, το οποίο συνδέει τη Δυτ. Μακεδονία με τη Θεσσαλία αλλά και την Ν. Ελλάδα.
Πρόκειται για τη μία από τις δύο γέφυρες της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου, στον ποταμό Αλιάκμονα, που, εγκαινιάστηκε το 1975. Η άλλη (Γέφυρα Ρυμνίου), της ίδιας περιόδου, βρίσκεται νοτιοδυτικά, κοντά στην Αιανή και είναι μικρότερη (615 m).
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά) πανελλήνιας (ΕΡΤ) και τοπικής (Δυτ. Μακεδονίας) εμβέλειας, ότι δεν υπήρχαν πουθενά τα σχέδια του έργου και βρέθηκαν κάπου στην Ιταλία. Από αρμόδια χείλη ακούσαμε ότι από την κατασκευή της γέφυρας και επί 50 χρόνια λειτουργίας της δεν έγινε καμμιά συντήρηση. Ενώ σε άλλη έγκυρη πηγή αναφέρεται ότι η μοναδική επιθεώρηση της γέφυρας, έγινε μετά τον σεισμό του Μαΐου το 1995, άγνωστο πως, αφού δεν υπήρχαν σχέδια.
Η Γέφυρα αφέθηκε στην τύχη της, δίχως να ληφθεί σχετική μέριμνα από την πολιτεία, παρόλο που τα προβλήματά της πλήθαιναν στην πορεία του χρόνου και πλέον φαίνονταν δια γυμνού οφθαλμού (παραμόρφωση στο κατάστρωμα, καμπυλώσεις στα κάγκελα κλπ.). Μετά από πρόσφατη διαπίστωση σοβαρών ρωγμών στους τένοντες της Γέφυρας ξεκίνησαν να εκτελούνται εργασίες επισκευής. Υπηρεσιακό στέλεχος, δηλώνει για την κατάσταση της γέφυρας ότι: «Σε ακραίο σενάριο θα μπορούσε να πέσει». Στο εύλογο ερώτημα τις πταίει η απάντηση ήταν «αλληλοκάλυψη αρμοδιοτήτων τοπικής και κεντρικής εξουσίας».
Από την άλλη, η επαρχιακή οδός προς την οποία εκτρέπεται η κυκλοφορία παρουσιάζει προβλήματα καθίζησης και ο όγκος των διερχομένων οχημάτων θα την επιβαρύνει περαιτέρω. Και το βασικότερο είναι ότι η γέφυρα του Ρυμνίου, που θα υποστεί το βάρος, πλέον, της κυκλοφορίας βαρέων και μη οχημάτων, μετά το κλείσιμο της γέφυρας Σερβίων, χωρίς επίσημη μελέτη στατικής επάρκειας και σχέδια, μέχρι και σήμερα, κατά δήλωση του αρμόδιου υπηρεσιακού παράγοντα. Αγνοούνται, δηλαδή τα σχέδια και αυτής της γέφυρας. Ήδη, ο αρμόδιος Εισαγγελέας παρήγγειλε τη διενέργεια σχετικής κατεπείγουσας προκαταρκτικής, για το υπόψη θέμα, συνολικά.
Όλα τα παραπάνω είναι ένα ακόμα αποτέλεσμα της εγκατάλειψης στην οποία έχουν αφεθεί όλες οι κρίσιμες Υποδομές της χώρας, ειδικά την μνημονιακή περίοδο. Είναι ένα αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης για την εκτέλεση αναγκαίων έργων, αλλά και της διάλυσης που επέφεραν οι πολιτικές αυτές στις Δημόσιες Υπηρεσίες, δια της υποστελέχωσης και της μη πρόσληψης ικανού αριθμού εξειδικευμένων μηχανικών.
Οι Διπλωματούχοι Μηχανικοί, ως εργαζόμενοι Επιστήμονες έχουμε ευθύνη να μιλήσουμε. Με στοιχεία, τεκμηρίωση και τις επιστημονικές μας γνώσεις, πρέπει να αναδεικνύουμε τις ελλείψεις, τα προβλήματα, τις αστοχίες και να προτείνουμε λύσεις προς όφελος της κοινωνίας και όχι των κερδών. Τα έργα σαν την Υψηλή Γέφυρα Σερβίων είναι κομβικής σημασίας και ανήκουν στην κατηγορία των έργων εθνικής εμβέλειας. Πληροφορίες, από έγκυρες πηγές, που είδαν το φως της δημοσιότητας, εμφανίζουν και την γέφυρα Ρυμνίου να είναι σε οριακή κατάσταση αντοχής, σε βαθμό που εγκυμονεί υπαρκτούς κινδύνους για τους χρήστες της γέφυρας ή και τους διερχόμενους κάτω από τη γέφυρα.
Το ιστορικό των γεφυρών, σε συνδυασμό με το τεράστιο διακύβευμα, συνηγορούν υπέρ της διάθεσης ενός γενναίου ποσού για τις αναγκαίες εργασίες επισκευής και συντήρησης αλλά και την εκπόνηση απαιτούμενων μελετών για την εξακρίβωση της στατικής επάρκειας σε συγκεκριμένα τεχνικά, την διερεύνηση για την τυχόν ανακατασκευή ή επισκευή μέρους των γεφυρών, τον έλεγχο του δικτύου ηλεκτροφωτισμού τους, την ενόργανη παρακολούθησή τους και την αναβάθμιση του επιπέδου ασφάλειάς τους, βάσει του πρόσφατου Κανονισμού Επιθεώρησης και Συντήρησης Γεφυρών, (Κ.Ε.ΣΥ.ΓΕ.) του Υπουργείου Υποδομών, που έχει ως στόχο την θεσμοθέτηση κανόνων και διαδικασιών για την Επιθεώρηση, Αξιολόγηση και Συντήρηση των Γεφυρών.
Όσον αφορά στα έργα υποδομής, το ένα σκέλος είναι η κατασκευής τους και το άλλο είναι, με την πέρασμα του χρόνου, η συντήρησή τους, που συμπεριλαμβάνει και τον έλεγχο για πιθανές αλλοιώσεις, βλάβες και φθορές, επισήμανση των στοιχείων που κρίνονται επικίνδυνα για την ασφάλεια των πολιτών.
Ο σαφής και συγκεκριμένος Δημόσιος Έλεγχος σε όλα τα στάδια, προστατεύει το Δημόσιο Συμφέρον, υπό την ευρεία έννοια. Η ευθύνη ωστόσο για τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την υλοποίηση αυτού του μέγιστης σπουδαιότητας και εξειδικευμένου έργου (της Υψηλής Γέφυρας Σερβίων), νομοτελειακά, ανήκει στο κεντρικό Κράτος (Υπουργεία Μεταφορών και Υποδομών, Οικονομικών κλπ.) που διαθέτουν τους πόρους και την τεχνογνωσία.
Όπως έχουμε τονίσει σε καμία περίπτωση δεν είναι λύση οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες μειώνουν την ασφάλεια, και εκτινάσσουν το κόστος για τους πολίτες. Το ζούμε με τις Υποδομές και τις ΣΔΙΤ (οδικό δίκτυο, αεροδρόμια κλπ.), με την ενέργεια και την υπερδιόγκωση του κόστους της, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με το σιδηρόδρομο.
Η στελέχωση των Υπηρεσιών (Δόμησης, Τεχνικών και άλλων) με Διπλωματούχους Μηχανικούς με μόνιμες και σταθερές σχέσεις εργασίας, μέσω ΑΣΕΠ, ενάντια στη συνεχιζόμενη υποστελέχωση, αφορά την σωστή και αποτελεσματική λειτουργία των Τεχνικών Υπηρεσιών επ’ ωφελεία της ποιότητας των Υπηρεσιών που παρέχουν στους πολίτες, στο Περιβάλλον και στο Δημόσιο συμφέρον. Ταυτόχρονα επείγει ο εξοπλισμός των Δημοσίων Υπηρεσιών με σύγχρονα μέσα και εργαλεία για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία τους.
Η ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του τεχνικού κόσμου αλλά και του πολιτικού προσωπικού κρίνονται ως απολύτως απαραίτητες, ώστε να αλλάξουν οι νοοτροπίες, οι προτεραιότητες, οι σχεδιασμοί και οι πολιτικές οι οποίες να προστατεύουν, ουσιαστικά και αποτελεσματικά, τις κοινωνίες.