Την πρότασή του για νέο κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, με αύξησή του στα 826 ευρώ από 713, παρουσίασε χθες το ΙΝΕ ΓΣΕΕ από το Ηράκλειο της Κρήτης, με βάση σχετική του μελέτη, και με τον επιστημονικό διευθυντή του, Γιώργο Αργείτη, να επισημαίνει πως ο υπάρχων παραμένει κάτω από το κατώφλι στης φτώχειας. Κι αυτό, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών. Η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα -και με επιπλέον στοιχεία- αυτό ότι αναφέρουμε σε όλους τους τόνους αυτό το διάστημα: εμπαιγμός και «ψίχουλα», που εντέλει ενισχύουν την ολιγαρχία με τα «passαλείμματα», τα επαίσχυντα «τροφεία» αντί για αύξηση μισθών κ.λπ., μειώνοντας ακόμα περισσότερο το ονομαστικό και οικογενειακό εισόδημα των εργαζομένων | Από το Γιώργη Χρήστου, μέλος Πρωτοβουλίας για την Ανατροπή, και Μεικτού Συμβουλίου ΕΣΕΗΑ (Ραδιομέρα).
Η υπενθύμιση από την Πρωτοβουλία για την Ανατροπή αφορά σε παλαιότερη πρότασή της για τις ΣΣΕ στα ΜΜΕ, πολλώ δε μάλλον όταν αναμένεται, όπως ειπώθηκε στο… πρόσφατο «foodpass» βασιλόπιτας της ΕΣΗΕΑ, πως την επόμενη Πέμπτη θα πραγματοποιηθεί Μεικτό Συμβούλιο της Ένωσης, με θέμα τις ΣΣΕ στις εφημερίδες και το ηλεκτρονικά ΜΜΕ, όπου θα οι εκπρόσωποί της θα πάνε με επικαιροποιημένες προτάσεις. Κι ευελπιστούμε από την πλειοψηφία της ΕΣΗΕΑ που διατείνει πως «λύθηκαν τα θεσμικά αιτήματα» (μήπως να μάθουμε αναλυτικά και ημείς οι λοιποί ποια ακριβώς), όταν ακούσουμε τις προτάσεις της να μη βρεθούμε βρεθούμε ενώπιον μιας πρόταση για ΣΣΕ, τύπου Δημοσίων ΜΜΕ, και να μην απαιτούμε αδιαπραγμάτευτα και ανυποχώρητα: αυξήσεις άνω του 20%, υπερκάλυψη του πληθωρισμού με παράλληλη αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή, επανάκτηση όλων των απωλειών μας, μόνιμη και σταθερή δουλειά, πληρωμή υπερωριών, νυχτερινών, αργιών κ.λπ.
Η ουσιαστική ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογική σύμβαση εργασίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των κλαδικών μισθών ομαλοποιώντας τη στατιστική κατανομή των μισθών σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού». Ωστόσο, «η τρέχουσα θεσμική κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας δεν επιτρέπει μια τέτοια εξέλιξη και συνεπώς έχει παραμορφωθεί η στατιστική σημασία του διάμεσου (και του μέσου) μισθού στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού | Από την πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Αναλυτικότερα:
Η θεσμική διαφωνία των συνδικάτων και η απόρριψη των μνημονιακών διατάξεων και διαδικασιών ως προς τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού «περιορίζουν κάθε ουσιαστική διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τη θεσμική ισχυροποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας», σημειώνει και τονίζει πως: η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Έτσι, στη σχετική πρότασή του παρουσιάζει «ποσοτικές εκτιμήσεις σχετικά με τις πιθανές μακροοικονομικές και κοινωνικές συνέπειες βάσει της υπόθεσης ότι το ύψος του ονομαστικού κατώτατου μισθού είναι 826 ευρώ. Έμφαση δίνεται στην εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας της εργασίας, του αποπληθωριστή ΑΕΠ και του ποσοστού των μισθωτών που διαβιούν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης».
Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις-δείκτες για τον υπολογισμό του κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (Eurofound, 2018), οι οποίες αποτελούν εναλλακτικές ποσοτικές εκτιμήσεις για το κατώφλι της φτώχειας: Η πρώτη «βασίζεται στο καθαρό εισόδημα που χρειάζεται να διατεθεί για την απόκτηση ενός καλαθιού βασικών αγαθών και υπηρεσιών τα οποία θεωρούνται το κοινωνικά αποδεκτό ελάχιστο που απαιτείται για μια αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου και της οικογένειάς του». Η δεύτερη «αξιολογεί τον κατώτατο μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης βάσει δεικτών που αποτυπώνουν ένα ορισμένο ποσοστό και συγκεκριμένα το 60% του διάμεσου και το 50% του μέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης της οικονομίας».
Η σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία, καθώς μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα θετικά αποτελέσματα σε όρους ανάκτησης της χαμένης αγοραστικής δύναμης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών, ενώ παράλληλα να ενισχύσει τη μακρο-δυναμική και την ανθεκτικότητα της οικονομίας και κυρίως τη βιωσιμότητα της κοινωνίας | Από την πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ
«Πρέπει με έμφαση να υπογραμμιστεί ότι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού βάσει ενός ποσοστού του διάμεσου και του μέσου μισθού ιχνογραφεί ενδεικτικά κατώτατα όρια εισοδήματος που προστατεύουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους από το να περάσει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ανώτατα όρια στον προσδιορισμό του ύψους του ονομαστικού κατώτατου μισθού», σημειώνει και προσθέτει, αναφέροντας πως:
Η επιλογή του καθενός από αυτούς τους δύο δείκτες έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία, τα οποία χρειάζεται κάθε φορά που συνεκτιμώνται στον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού «να αξιολογούνται βάσει της θεσμικής οργάνωσης της εθνικής αγοράς εργασίας, τις μισθολογικές ανισότητες, τον βαθμό συγκεντροποίησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, της θεσμοθέτησης μηχανισμών τιμαριθμικής προσαρμογής κ.ά.». Επιπροσθέτως, υπογραμμίζει πως «η ποσοτική εκτίμηση των δύο δεικτών είναι ευαίσθητη σε παράγοντες όπως η αδήλωτη εργασία και η ψευδώς δηλωμένη εργασία, που αλλοιώνουν την αντικειμενικότητα της κατανομής των αμοιβών στην οικονομία».
Στο πλαίσιο της θεσμικής διαφωνίας των συνδικάτων και της απόρριψης των μνημονιακών διατάξεων για τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού αλλά και με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης και βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του:
Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό για το 2023
▬ Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του.
▬ Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
▬ Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
▬ Άμεση επαναφορά των τριετιών.
▬ Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
▬ Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.
▬ Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.
Μια ενημέρωση προς όλους και όλες για τον κλάδο των δημοσιογράφων και την εργασιακή ειλωτεία που βιώνουν, προτού ακόμα επιβληθούν τα μνημόνια
Θεμελιακή θέση της Πρωτοβουλίας για την Ανατροπή παραμένει το «Ένας Κλάδος – Ένα Συνδικάτο – Ένα Ταμείο», με πλήρη εργασιακά, ασφαλιστικά και λοιπά θεσμικά δικαιώματα για όλους. Χρειαζόμαστε σύμβαση του κλάδου των ΜΜΕ και όχι απλώς των δημοσιογράφων. Σήμερα, μια ενότητα ανάμεσα σε δημοσιογράφους και άλλους εργαζομένους στα ΜΜΕ θα διαμόρφωνε μια πολύ ισχυρή εργασιακή συμμαχία, θα επέτρεπε κινητοποιήσεις με μεγαλύτερο αντίκτυπο (φύλλα που δε θα κυκλοφορούσαν, τηλεοπτικά προγράμματα που δε θα έβγαιναν, ιστοσελίδες που δε θα ανανεώνταν κ.λπ.), θα οδηγούσε σε μια ΣΣΕ που θα την αγκάλιαζαν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι του κλάδου.
Αναφορικά με τα ιδιωτικά ΜΜΕ, ο κλάδος δεν έχει σύμβαση εδώ και αρκετά χρόνια. Η τελευταία αφορούσε στην περίοδο 2008-2009 και η μετενέργεια της έληξε μαζί με τις άλλες συλλογικές συμβάσεις εδώ και χρόνια, στο πλαίσιο των μνημονιακών νόμων. Πέραν αυτού, η σύμβαση της ΕΣΗΕΑ είναι πια εκτός εποχής. Για παράδειγμα, αυτή στις εφημερίδες: η «υπάρχουσα» ήταν μια σύμβαση προσαρμοσμένη στις εφημερίδες, τους όρους εργασίας τους, τις ιεραρχίες των ειδικοτήτων που υπήρχαν σε αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν περιλάμβανε καν αναφορά σε ωράρια, παραπέμποντας για διάφορα ζητήματα σε διαιτητικές αποφάσεις.

Απέναντι σε αυτό χρειάζεται μια αντίπαλη δυναμική και ως προς τη διεκδίκηση της σύμβασης και ως προς το περιεχόμενο. η Πρωτοβουλία για την Ανατροπή, θεωρεί ότι οιαδήποτε ΣΣΕ θα πρέπει να διεκδικείται αγωνιστικά από τον κλάδο, ώστε να ασκηθεί πίεση στη «βαρονία» της ενημέρωσης. Καμία τύχη δεν έχει διεκδίκηση ΣΣΕ που δε στηρίζεται σε πραγματικές μαζικές κινητοποιήσεις, παρά σε… τουφεκιές και «αφωνία» και «χαρτοπόλεμο». Απόδειξη η… επιτυχία της Σύμβασης στα Δημόσια ΜΜΕ. Ένα… απόνερό της το περιγράφει γλαφυρά, με επιστολή της και ημερομηνία 26-01-2023, προς την ΕΣΕΗΑ, την ΕΣΠΗΤ και την ΠΟΕΣΥ, η Ένωση Δημοτικών Ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ Ελλάδας (ΕΔΗΡΤΜΜΕΕ).
Το κυριότερο είναι ότι αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Για τα, δε, ιντερνετικά ΜΜΕ; Το μόνο που μπορεί κανείς να αναφέρει είναι: «silver abert ΣΣΕ για το προλεταριάτο των διαδικτυακών ΜΜΕ». Πρόκειται για ακόμη ντροπή που έχει ως παρονομαστή -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- τις μνημονιακές ηγεσίες του κλάδου και το «χοντροκομμένο» τουμπεκί τους απέναντι στην ασυδοσία της Ένωσης Εκδοτών Διαδικτύου (ΕΝΕΔ) και στην ανυπαρξία κρατικών ελέγχων (ΣΕΠΕ, Φορολογικών Αρχών, Ασφαλιστικών Ταμείων κ.λπ.). Η νέα συνθήκη στους χώρους εργασίας, με το κυνήγι της ψηφιακής αναγνωσιμότητας, το διαρκή επίκληση των «κλικ» και των στοιχείων από τις μηχανές ανάλυσης επισκεψιμότητας, ήδη επιτείνει την ομοιομορφία, την αναπαραγωγή ασήμαντων ιδεών, υποβαθμίζει το δημοσιογραφικό λειτούργημα στην απλή εντυπωσιοθηρία και δεν επιτρέπει στις/στους συναδέλφους/ισσες, ειδικά τους.τις νεότερους/ες, να κάνουν πραγματική δημοσιογραφική δουλειά. Αυτό με τη σειρά του, υποβαθμίζει συνολικά την προσφερόμενη ενημέρωση, αναιρεί το χαρακτήρα της ως κοινωνικού αγαθού και επιτείνει τάσεις κοινωνικής χειραγώγησης και παραπληροφόρησης.
Μια ιδέα για τις προτάσεις μας για τις ΣΣΕ και την αντιμετώπιση της εργασιακή μας «ειλωτεία» στο: Να μιλήσουμε σοβαρά για τις εκλογές στην ΕΣΗΕΑ; Συλλογική Σύμβαση εργασίας στα ΜΜΕ τώρα!
Η παρούσα μίνι-ενημέρωση αποτελεί και μια απάντηση και προς εκείνους και εκείνες που βάλλουν κατά του κλάδου και που θεωρούν πως με τη… «λίστα Πέτσα» τα πήραν-κατά το κοινώς λεγόμενο- οι χιλιάδες συνάδελφοι∙ μιλάμε για εργαζομένους και εργαζόμενους που νιώθουν καθημερινά τις «κυβερνητική» και «βαρονική» μπότες να σπαριαλιάζουν την εργασιακή τους αξιοπρέπεια και το δημοσιογραφικό έργο τους, με τις πλειοψηφίες των Ενώσεών μας, από την πλευρά τους, να κουνούν το… χαρτί της «απεργιακής επαγρύπνησης». Πολίτικαλ κορέκτ; Το γεγονός πως θέλουν να κρύψουν ότι κινούνται στη γραμμή της ΓΣΕΕ, στη λεγόμενη «κοινωνικής συμμαχία», την ταξική συνεργασία και τον κοινωνικό εταιρισμό με τους εκδότες. Μια πραγματικότητα που ζούμε και επιβεβαιώθηκε με τη μαγική… εξαφάνιση της «λίστας Πέτσα» στα ΜΜΕ, δηλαδή με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου Οικονόμου για τη δήθεν διαφάνεια στον Τύπο, ήτοι του κλεισίματος και τυπικά της προεκλογικής συμφωνίας-πακέτο του καθεστώτος Μητσοτάκη με τους ολιγάρχες της ενημέρωσης: προβλέπει την ένταξη των έντυπων-διαδικτυακών ΜΜΕ στα μητρώα του Μαξίμου και την άνωθεν εποπτεία ειδήσεων, ρεπορτάζ και ερευνών με το «μακρύ χέρι» των ενσωματωμένων δημοσιογράφων. Ο νόμος πρακτικά, αποτελεί έναν ευρύ κατάλογο «δωροεπιταγών» στήριξης στους ολιγάρχες και τους μικρότερους ιδιοκτήτες των μίντια, υπό την προϋπόθεση ένταξής τους υπό την εποπτεία της υπηρεσίας επικοινωνίας του Μεγάρου Μαξίμου. Εκκρεμεί, αναμένεται να περάσει τώρα προεκλογικά για να… ενισχυθεί το κυβερνητικό αφήγημα και η κυβερνητική προπαγάνδα, ένα ακόμη πακέτο χαριστικών ρυθμίσεων στην αγορά της οπτικοακουστικής παραγωγής και το ουσιαστικό χάρισμα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ στην κοινή εταιρεία των καναλαρχών, Digea, για… επενδύσεις στο ψηφιακό της δίκτυο.
Αυτά τα ολίγα…