Οι διεθνείς δανειστές της Σρι Λάνκα πρέπει να προχωρήσουν σε ελάφρυνση του χρέους της, υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Αμνηστία, καθώς η φτώχεια και η πείνα βασανίζουν ολοένα και περισσότερο τον πληθυσμό της ασιατικής χώρας.
Η Σρι Λάνκα αντιμετωπίζει τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών και, πρόσφατα, προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας δανεισμού 2,9 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ.
Το εξωτερικό χρέος της χώρας ανέρχεται σε 51 δισ. δολάρια. Καθώς τα αποθέματα συναλλάγματος της χώρας ελαττώνονται, οι ελλείψεις σε βασικά προϊόντα, όπως τα καύσιμα και τα φάρμακα εντείνονται.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «εδώ και μήνες, οι άνθρωποι στη Σρι Λάνκα υποφέρουν από σοβαρές ελλείψεις φαγητού και δίνουν μάχη για να έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη, καθώς ο εκτοξευμένος πληθωρισμός έχει παροξύνει ήδη υπάρχοντα μοτίβα ανισότητας».
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τους διεθνείς δανειστές της χώρας να εξετάσουν «όλες τις επιλογές ελάφρυνσης χρέους, περιλαμβανομένης και της διαγραφής χρέους».
«Οι αρχές της Σρι Λάνκα και η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα, προκειμένου να περιορίσουν το εκτεταμένο κόστος που έχει για τα ανθρώπινα δικαιώματα η κρίση».
Η οικονομική κρίση έχει πυροδοτήσει διαμαρτυρίες και λαϊκή οργή στη Σρι Λάνκα. Η παραίτηση και η φυγή από τη χώρα του πρώην προέδρου της Σρι Λάνκα, Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα είναι ενδεικτική του κοινωνικού αναβρασμού που προκάλεσε η κρίση.
Η αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει πως, τον Ιούνιο, το 11% των νοικοκυριών της Σρι Λάνκα δήλωνε μηδενικό εισόδημα, ενώ το 62% δήλωνε μειωμένο εισόδημα.
Ο πληθωρισμός για του καταναλωτές έφτασε στο ρεκόρ του 70% το μήνα Σεπτέμβριο, ενώ οι τιμές των τροφίμων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της κυβέρνησης της χώρας.
Κατά τις δύο τελευταίες καλλιεργητικές περιόδους, η απόδοση της αγροτικής παραγωγής έχει πέσει κάτω από το μισό, εξαιτίας της αναστολής των εισαγωγών χημικών λιπασμάτων, η οποία δικαιολογείται ως τακτική προώθησης της βιολογικής καλλιέργειας.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης των Ηνωμένων Εθνών (WFP), πάνω από 6 εκατομμύρια άνθρωποι (το 30% περίπου του πληθυσμού της χώρας) αντιμετωπίζουν ανασφάλεια σε ό,τι αφορά τη σίτιση και χρήζουν ανθρωπιστικής βοήθειας.
(Πληροφορίες: Al-Jazeera)
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ξεπέρασε τα 31 τρισ. δολάρια
Όπως ανακοινώθηκε την Τρίτη, το συνολικό δημόσιο χρέος των ΗΠΑ υπολογίστηκε σε 31,1 τρισεκατομμύρια δολάρια τη Δευτέρα, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.
Το τρέχον ύψος του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ αποτελεί ρεκόρ για τη χώρα και συνδέεται με τον πολύ ψηλό πληθωρισμό, την άνοδο των επιτοκίων και την αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα που επικρατεί.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του covid-19, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέφυγαν στο δημόσιο δανεισμό, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη μερική αναστολή των οικονομικών δραστηριοτήτων που επέφεραν τα περιοριστικά μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι, από τις αρχές του 2020, το αμερικανικό δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σημαντικό είναι ότι ο εκτεταμένος δανεισμός συνέβη σε μια περίοδο, κατά την οποία τα επιτόκια ήταν συγκριτικά χαμηλά. Αυτή τη στιγμή, δεδομένης της επιδίωξης να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, τα επιτόκια έχουν ανέλθει, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού.
Η Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό (Committee for a Responsible Federal Budget), ένα ινστιτούτο μελετών με έδρα την Ουάσινγκτον, τον προηγούμενο μήνα ανακοίνωσε την εκτίμηση πως η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν θα μπορούσε να προσθέσει 4,8 τρισ. δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο χρέος.
«Ο εκτεταμένος δανεισμός θα οδηγήσει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις, θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος σε νέο ρεκόρ μέχρι το 2030 και θα τριπλασιάσει τις ομοσπονδιακές πληρωμές τόκων μέσα στην επόμενη δεκαετία ή και ακόμα νωρίτερα, εάν τα επιτόκια αυξηθούν ακόμα γρηγορότερα από ό,τι αναμένεται», επισήμανε σε κείμενό της η επιτροπή.
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια:
Ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Ιανουάριο του 2009, παραλαμβάνοντας ένα χρέος ύψους 10,6 τρισ. δολαρίων. Το αντίστοιχο ποσό, τον Ιανουάριο του 2017, κατά τον οποίο ανέλαβε την προεδρεία ο Ντόναλντ Τραμπ, ανερχόταν σε 19,9 τρισ. δολάρια. Ο Τζο Μπάιντεν, τον Ιανουάριο του 2021, παρέλαβε δημόσιο χρέος ύψους 27,8 τρισ. δολαρίων.
Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους οφείλεται σε ιδιώτες (24 τρισ. δολάρια), ενώ το χρέος σε ξένες κυβερνήσεις ανέρχεται σε περίπου 7 τρισ. δολάρια.
Πηγή: kosmodromio