Συνεχίζεται με αμείωτη ένταση η φοροληστεία σε βάρος των λαϊκών νοικοκυριών, που το πρώτο 8μηνο του 2022 ξεπέρασε τα 35 δισ. ευρώ από τους άμεσους και έμμεσους φόρους! Το μέγεθος της οικονομικής αιμορραγίας φαίνεται από το γεγονός ότι οι έμμεσοι φόροι είναι αυξημένοι κατά 1,45 δισ. ευρώ έναντι του στόχου που είχε τεθεί στον προϋπολογισμού του 2022, λόγω της ακρίβειας και του υψηλού πληθωρισμού, και οι άμεσοι φόροι είναι αυξημένοι κατά 3 δισ. ευρώ (αφορούν τον φόρο εισοδήματος και τον ΕΝΦΙΑ).
Συνολικά, τα φορολογικά έσοδα στο 8μηνο Γενάρη – Αυγούστου καταγράφονται αυξημένα κατά 5,5 δισ. ευρώ έναντι των στόχων του προϋπολογισμού. Μαζί με όλα αυτά, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη και στη χώρα μας σημειώνει ιστορικά ρεκόρ, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα για τα λαϊκά νοικοκυριά, σε μια ιδιαίτερη συγκυρία και με τον χειμώνα να αναμένεται δύσκολος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η φοροαφαίμαξη των νοικοκυριών οφείλεται:
α) Στην καλύτερη απόδοση των φόρων του προηγούμενου έτους, που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φλεβάρη 2022. Αυτή η «καλύτερη απόδοση» βέβαια σχετίζεται με τους εκβιασμούς της κυβέρνησης για πληρωμή των φόρων εφάπαξ προκειμένου να υπάρξει μια έκπτωση στο σύνολο της οφειλής.
β) Στην παράταση της προθεσμίας πληρωμής των τελών κυκλοφορίας μέχρι το τέλος Φλεβάρη 2022. Το χαράτσι αυτό έρχεται αυτήν τη χρονιά να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα λαϊκά νοικοκυριά, μιας και ήδη το κόστος της μετακίνησης έχει εκτοξευθεί εξαιτίας των αυξήσεων στην τιμή των καυσίμων.
γ) Στην καλύτερη απόδοση στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους.
δ) Στην είσπραξη μέχρι το τέλος Αυγούστου 2022 των τεσσάρων από τις οκτώ δόσεις του ΕΝΦΙΑ, οι οποίες είχε προβλεφθεί ότι θα εισπραχθούν από τον Σεπτέμβρη έως τον Δεκέμβρη του τρέχοντος έτους. Πρόκειται για τον φόρο που επρόκειτο να καταργηθεί, όμως όχι μόνο δεν έγινε κάτι τέτοιο αλλά συνεχίζει να επιβαρύνει τα λαϊκά νοικοκυριά.
Ειδικότερα για τους κυριότερους φόρους της κατηγορίας αυτής παρατηρούνται τα εξής:
– Τα έσοδα από τον ΦΠΑ ανήλθαν σε 13,9 δισ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 1,4 δισ. ευρώ λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
– Τα έσοδα των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης ανήλθαν σε 4,5 δισ. ευρώ και είναι μειωμένα έναντι του στόχου κατά 150 εκατ. ευρώ.
Στα έσοδα από άμεσους φόρους καταγράφεται αύξηση έναντι του στόχου κατά 3,14 δισ. ευρώ, στα οποία περιλαμβάνεται «προείσπραξη» περίπου 600 εκατ. ευρώ στον φόρο εισοδήματος και 700 εκατ. ευρώ στον ΕΝΦΙΑ.
Επιπλέον, τα έσοδα των φόρων ακίνητης περιουσίας ανήλθαν σε 2,07 δισ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 1,3 δισ. ευρώ. Τα έσοδα των φόρων εισοδήματος ανήλθαν σε 10,7 δισ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 1,7 δισ. ευρώ. Οι επιστροφές εσόδων για το οκτάμηνο ανήλθαν σε 3,5 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 704 εκατ. ευρώ από τον στόχο (2,8 δισ. ευρώ). Τα συνολικά έσοδα του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ανήλθαν σε 1,9 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 849 εκατ. ευρώ από τον στόχο (2,7 δισ. ευρώ).
Κάπως έτσι προκύπτει και το πρωτογενές πλεόνασμα που ανέρχεται στα 19 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 5,9 δισ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 6,3 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Το πόσο αρνητικές θα είναι οι εξελίξεις για τον λαό και το 2023 γίνεται σαφές από όσα είπε ο ίδιος ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, σε συνέδριο του «Economisτ», αναφερόμενος σε δύο σενάρια, το «δυσμενέστερο και το ευνοϊκότερο», για την οικονομία στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, είπε: «Για το 2023 ο συνδυασμός (α) της αύξησης των επιτοκίων, (β) των πολύ υψηλών τιμών φυσικού αερίου, (γ) της σταδιακής, περαιτέρω απόσυρσης της κρατικής βοήθειας για λόγους δημοσιονομικούς και (δ) της εξάντλησης της “καταπιεσμένης” ζήτησης, ενδεχομένως θα οδηγήσει τις οικονομικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ πιο κοντά στο χειρότερο σενάριο. Αυτό θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στην Ελλάδα».
Για το δεύτερο σενάριο ανέφερε: «Η αναλογικά μεγάλη εισροή κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και τα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημοσίου χρέους της, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση του χειρότερου σεναρίου για την ΕΕ να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία».
Ομως, συμπλήρωσε ποια είναι η προϋπόθεση, δηλαδή: «Προϋπόθεση είναι η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2022 και το 2023 (πρωτογενές έλλειμμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ για το 2023) και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο στόχος απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικός κάτω από αυτές τις δυσμενέστερες, διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες». Είναι σαφές ότι σε κάθε περίπτωση, είτε του «καλύτερου» είτε του «χειρότερου» σεναρίου, ο λαός θα κληθεί να «ματώσει» είτε από τις επιπτώσεις της ύφεσης είτε από τα αντεργατικά – αντιλαϊκά μέτρα που προϋποθέτουν τα πακέτα του Ταμείου Ανάκαμψης που θα κατευθυνθούν στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο συνέδριο του «Economist» με θέμα «Σύγχρονες προκλήσεις για τη βιωσιμότητα» δόθηκαν στοιχεία που δείχνουν ότι για το Ταμείο Ανάκαμψης «οι τομείς που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βάσει και του σχεδιασμού του προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι αυτοί της πράσινης μετάβασης (κατ’ ελάχιστο 38,5%), και της ψηφιακής μετάβασης (κατ’ ελάχιστο 20,8%). Επιπλέον, ο πυλώνας της εξωστρέφειας λόγω του πλήθους των εξαγωγικών επιχειρήσεων καθώς και του τουριστικού κλάδου».
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, εκείνες που έχουν να λαμβάνουν και έχουν …κινητοποιηθεί είναι: «Αλυσίδες σούπερ μάρκετ που στοχεύουν στην ψηφιακή τους αναβάθμιση και την εξοικονόμηση Ενέργειας, βιομηχανικές επιχειρήσεις που στοχεύουν σε νέες επενδύσεις ώστε να αυξήσουν και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους, επιχειρήσεις από τον χώρο των τηλεπικοινωνιών για την αναβάθμιση των ψηφιακών υποδομών, εταιρείες από τον χώρο του φαρμάκου που προχωρούν σε επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία καθώς και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που αυξάνουν τη δυναμικότητά τους σε κλίνες και βελτιώνουν την προσέγγισή τους σε θέματα βιωσιμότητας».
Πηγή: Ριζοσπάστης