Θεωρητικά οι ΗΠΑ μπορεί να θεωρούν εαυτές την ενεργειακά πιο ασφαλή χώρα του πλανήτη. Ισως αυτό μάλιστα αφορά όλη τη Βόρεια Αμερική, συμπεριλαμβάνοντας τουλάχιστον τον Καναδά και το Μεξικό. Επομένως, μπορεί εύκολα να κατηγορήσει κανείς την αμερικανική πολιτική ηγεσία ότι εκ του ασφαλούς εξωθεί πρωτίστως την Ευρώπη σε μια τεράστια ενεργειακή περιπέτεια που μπορεί να της κοστίσει από μια βαθιά και μακρόχρονη ύφεση μέχρι τη γεωπολιτική αποσύνθεσή της.
Και πράγματι, οι αριθμοί και οι στατιστικές συνηγορούν στη διαπίστωση ότι εδώ και μερικά χρόνια οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε νησίδα «ενεργειακής ανεξαρτησίας», που άλλωστε είναι το σύνθημα που δονεί το πολιτικό σύστημα της καπιταλιστικής μητρόπολης, Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, εδώ και μια εικοσαετία: Το 2021 το 23% του φυσικού αερίου στον κόσμο παρήχθη από τις ΗΠΑ, που ήταν στην κορυφή, πάνω από τη Ρωσία που παρήγε το 17,4%. Το ίδιο συνέβη με το πετρέλαιο την ίδια χρονιά. Οι ΗΠΑ έδωσαν το 18,5% της παγκόσμιας παραγωγής, έναντι 12,2% που παρήγαν έκαστος εκ των δυο κορυφαίων του πετρελαϊκού καρτέλ OPEC+, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία.
Φυσικά, αυτή η εξέλιξη δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην παγκόσμια ενεργειακή τάξη πραγμάτων με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την απόφαση της Ευρώπης να απεξαρτηθεί πλήρως από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Αντιθέτως, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι είναι οι ΗΠΑ που πολύ πριν από την ουκρανική κρίση επιχείρησαν να καταστούν ενεργειακή υπερδύναμη, παρά τους περιορισμούς της γεωγραφίας, και να αποδυναμώσουν την ενεργειακή επιρροή της Ρωσίας.
Ως γνωστόν, ο αμερικανικός «πόλεμος» στον αγωγό Nord Stream 2 που επρόκειτο να διπλασιάσει τις ροές ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη εκτυλισσόταν σιωπηρά αλλά ανελέητα πολύ πριν από τον ρωσικό πόλεμο στην Ουκρανία. Κι ήταν μέρος μιας στρατηγικής που η εσωτερική διάστασή της αφορούσε τον μύθο της «ενεργειακής ανεξαρτησίας» και την πραγματικότητα της πίεσης του αμερικανικού καρτέλ των ορυκτών καυσίμων και η διεθνής διάστασή της αφορούσε την αναβίωση του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, μετά το φιάσκο της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ, για σχεδόν έναν αιώνα -από το δεύτερο μισό του 19ου- ήταν η μεγαλύτερη παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο. Η μαζική παραγωγή του μοντέλου Τ στην αυτοκινητοβιομηχανία Φορντ και η επικράτηση του φορντισμού στην παραγωγική αλυσίδα κατέστησαν το πετρέλαιο πιο αναγκαίο κι απ’ το νερό, αλλά όταν η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία απογειώθηκε, η μεταπολεμική «αυτοκρατορία» έκανε κατά κάποιον τρόπο outsourcing την πετρελαϊκή παραγωγή. Οι διαβόητες άλλοτε «7 αδελφές», κυρίως αμερικανικές, μετέφεραν στο Ιράν και στις χώρες του Κόλπου το κέντρο της δράσης τους. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά οι ΗΠΑ έγιναν καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου, μέχρι που η πετρελαϊκή κρίση του 1973 (εμπάργκο OPEC) και η ιρανική επανάσταση του 1979 έθεσαν τέλος στην αμερικανική και ευρύτερα δυτική επικυριαρχία στην πετρελαϊκή παραγωγή. Η ενεργειακή εξάρτηση των ΗΠΑ κάθε άλλο παρά αντισταθμίστηκε από τους αλλεπάλληλους στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς στον Περσικό και στην ευρύτερη Μ. Ανατολή.
Η επανάσταση με το σχιστολιθικό…
Μέχρι που το 2005, το διπλό ρεκόρ κατανάλωσης πετρελαίου (20,8 εκατ. βαρέλια τη μέρα) και εξάρτησης από τις εισαγωγές (12,8 εκατ. βαρέλια τη μέρα) αποτέλεσε το εφαλτήριο στροφής στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και αερίου. Με κάθε τρόπο και με κάθε τίμημα. Το σχιστολιθικό πετρέλαιο και αέριο, παρά τις αντιδράσεις για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, έγινε το επίκεντρο μιας «ενεργειακής επανάστασης» στις ΗΠΑ, απογειώνοντάς τες στην κορυφή της παγκόσμιας παραγωγής. Ακόμη και το αμερικανικό πολιτικό σύστημα αναδιατάχθηκε στη βάση της νέας «εθνικής προτεραιότητας».
Ο Τραμπ ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν της πολιτικής στήριξης της βιομηχανίας εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, με αθρόες αδειοδοτήσεις ακόμη και στις πιο παρθένες και περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές της χώρας. Και, αντιθέτως, ο Μπάιντεν οφείλει την εκλογή του στην υπόσχεση να περιορίσει δραστικά τις άδειες εξόρυξης στο όνομα της κλιματικής αλλαγής. Ενάμιση χρόνο μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, με μια θεαματική κωλοτούμπα, ο Δημοκρατικός Αμερικανός πρόεδρος επιτίθεται στις πετρελαϊκές ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: γιατί, παρά την υψηλή κερδοφορία τους, δεν αυξάνουν τις εξορύξεις και την παραγωγή. Η «ενεργειακή ανεξαρτησία» των ΗΠΑ, όπως και η «ενεργειακή απεξάρτηση» της Ε.Ε. έχουν επιφέρει μια θεαματική «ομογενοποίηση» στην αμερικανική πολιτική τάξη.
…και οι «γκρίζες ζώνες»
Αυτό το «επίτευγμα» έχει ωστόσο τις γκρίζες ζώνες του:
Πρώτον, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν γίνει καθαρός εξαγωγέας ορυκτών καυσίμων, παραμένουν εξαρτημένες από εισαγωγές κατά 25% στο πετρέλαιο και κατά 10% στο αέριο. Μάλιστα, το 7% των ενεργειακών εισαγωγών ήταν ρωσικές πριν από την απαγόρευση κι είναι βέβαιο ότι και μετά από αυτήν ένα ποσοστό ρωσικών ορυκτών καυσίμων μπαίνει σε αμερικανικό έδαφος, γιατί το διεθνές εμπόριο βρίσκει πάντα διεξόδους.
Δεύτερον, ο μύθος της «ενεργειακής ανεξαρτησίας» αγνοεί τα θεμελιώδη της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής. Διότι, εκτός από τις άμεσες ενεργειακές ροές -δηλαδή τις απευθείας εισαγωγές αερίου, πετρελαίου, πετρελαιοειδών-, πολύ σημαντικότερες είναι οι έμμεσες. Δηλαδή, το ενεργειακό κόστος που ενσωματώνει κάθε τελικό προϊόν σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Πριν από τη ρωσική εισβολή, αν οι άμεσες ενεργειακές ροές από τη Ρωσία στις ΗΠΑ υπολογίζονταν σε 4% του συνόλου των εισαγωγών, οι έμμεσες ήταν 8%. Τρίτον, και μάλλον κυριότερο για τα μεσαία και φτωχά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας: ποιο ακριβώς είναι το όφελος της «ενεργειακής ανεξαρτησίας» όταν η τιμή της βενζίνης χτυπά ιστορικό υψηλό, στα 4,89 δολάρια το γαλόνι τον Ιούνιο, αδειάζοντας τις τσέπες των νοικοκυριών και απογειώνοντας την κερδοφορία των πετρελαϊκών;
Πηγή: efsyn.gr, Πάνοw Κοσμας, Γιάννης Κιμπουρόπουλος