O Δημήτρης Ιωάννου, δρ αρχιτέκτονας – πολεοδόμος ΕΜΠ, γράφει στο Docville για τα Εξάρχεια και το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ανάπλασης
Η περίφραξη της πλατείας Εξαρχείων µες στις διακοπές του Αυγούστου µε τη συνοδεία και υπό την προστασία δεκάδων διµοιριών ΜΑΤ για την κατασκευή του νέου, αµφιλεγόµενου ως προς τη χωροθέτησή του σταθµού µετρό ήρθε σε συνέχεια της σιωπηρής άρνησης της κυβέρνησης να λάβει υπόψη οποιαδήποτε εναλλακτική λύση από όσες είχαν προταθεί και εξετάζονταν πριν από το 2019 (και ακόµη υποστηρίζονται από συλλογικότητες κατοίκων και δηµοτικές παρατάξεις).
Πέρα από τους όποιους τεχνικούς λόγους που σταθερά επικαλείται η Αττικό Μετρό, µέρος αυτής της άρνησης ασφαλώς σχετίζεται µε το γεγονός ότι στον συγκεκριµένο σταθµό η κυβέρνηση είδε την ευκαιρία να «τελειώνει µε τα Εξάρχεια», ικανοποιώντας το εκλογικό της ακροατήριο.
Το αίτηµα για ένα διαφορετικό σχεδιασµό στα Εξάρχεια δεν είναι σύµπτωµα κάποιου φετιχιτιστικού εξαιρετισµού, αλλά έχει πολεοδοµική και χωροκοινωνική βάση καθώς και ιστορικό βάθος. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, ίσως το πιο κοµβικό επεισόδιο να είναι η ανάπλαση των Εξαρχείων που δροµολογήθηκε αλλά τελικά αναστάλθηκε το 1986, σηµατοδοτώντας το τέλος µιας περιόδου περίπου δύο ετών η οποία όχι µόνο υπήρξε ίσως η πιο ταραχώδης στη µεταπολιτευτική ιστορία της συνοικίας, αλλά και εκείνη που παγίωσε τα χωροκοινωνικά χαρακτηριστικά και τα λογοθετικά στοιχεία που έκτοτε τη συνοδεύουν.
Η εν λόγω ανάπλαση εκπονήθηκε από το τότε υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Εργων (ΥΠΕΧΩ∆Ε) της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία µε τον ∆ήµο Αθηναίων. Είχαν προηγηθεί οι αστυνοµικές επιχειρήσεις «Αρετή» που έβαλαν τέλος στο άτυπο µορατόριουµ µεταξύ του αντιεξουσιαστικού/αναρχικού χώρου και της (πρώτης) κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το φθινόπωρο του ’84, οι συγκρούσεις για την επίσκεψη του Ζαν-Μαρί Λεπέν στην Αθήνα (12/1984) που εγκαινίασαν τη δράση ακροδεξιών «αγανακτισµένων πολιτών» στο πλευρό της αστυνοµίας (παράλληλα µε τις πρακτικά «δίδυµες» κρατικές ΜΕΑ), τα φοβερά επεισόδια του Χηµείου (5/1985), η δολοφονία του 15άχρονου Μιχάλη Καλτεζά µετά την πορεία του Πολυτεχνείου του ίδιου έτους και οι επακόλουθες ταραχές και η κανονικοποίηση της προληπτικής καταστολής στα Εξάρχεια µε την παραµικρή (ή και χωρίς) αφορµή.
Σε αυτό το πλαίσιο και µε δεδοµένη τη στροφή της νέας κυβέρνησης προς νεοφιλελεύθερης κοπής περιοριστικές πολιτικές από τον Νοέµβριο του 1985, η προωθούµενη ανάπλαση ερµηνεύτηκε αµέσως από τον χώρο των Εξαρχείων (αλλά όχι µόνο) ως συνέχιση ή εµπέδωση της καταστολής µε πολεοδοµικά µέσα. Το σχέδιο του ΥΠΕΧΩ∆Ε συζητήθηκε ελάχιστα στον Τύπο της εποχής – αν και η κοινή γνώµη προετοιµάστηκε σε µεγάλο βαθµό από αυτόν για την υποδοχή του, όχι µόνο µε τους πηχυαίους τίτλους για τα συχνά «επεισόδια», αλλά και µέσω δηµοσιευµάτων για το πρόβληµα των ναρκωτικών, το οποίο επίσης εντοπίστηκε προνοµιακά στην πλατεία και στα εγκαταλειµµένα νεοκλασικά των Εξαρχείων.
Αλλά και πέρα από αυτά, η ανάπλαση –η οποία προαναγγέλθηκε ως ένα εγχείρηµα που από κοινού µε τις αστυνοµικές επιχειρήσεις θα «καθαρίσει» τα Εξάρχεια κάνοντάς τα «µια συνοικία όπως όλες οι άλλες»– υποτίθεται ότι απαντούσε σε δύο ευρύτερα «προβλήµατα» της Αθήνας τα οποία είχαν αναδειχτεί εκείνη την εποχή και η συνοικία τα συµπύκνωνε συµβολικά ως εστία των συναφών ηθικών πανικών: ένα χωρικό (νέφος, κυκλοφοριακό, ηχορύπανση, έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων) και ένα κοινωνικό (νεανική παραβατικότητα ή ελευθεριότητα).
Το χωρικό ζήτηµα θεωρούνταν πρωταρχικό από τη µελετητική οµάδα και γι’ αυτό προκρίθηκαν πολεοδοµικά εργαλεία: έλεγχος των χρήσεων γης µε πριµοδότηση της κατοικίας και απαγόρευση των «οχλουσών» νυχτερινών χρήσεων, «αναπαλαίωση και αξιοποίηση» των νεοκλασικών και µεσοπολεµικών κτιρίων, χωροθέτηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων, δηµιουργία δικτύου πεζοδρόµων και ανάπλαση της πλατείας. Κύριοι στόχοι του σχεδίου (συµβατοί, υποτίθεται, µε το Ρυθµιστικό Σχέδιο του 1985 που υπαγόρευε την «αναβάθµιση» του ιστορικού κέντρου) ήταν η προσέλκυση τουριστών και η υποδοχή κατοικίας υψηλών εισοδηµάτων.
Προτού καν γίνουν δηµόσια γνωστές οι λεπτοµέρειες του σχεδίου εκδηλώθηκαν ποικίλες αντιδράσεις εναντίον του: από συνεντεύξεις Τύπου και δηµόσιες εκδηλώσεις µε τη συµµετοχή βουλευτών, δηµοτικών συµβούλων, επιτροπών κατοίκων, αριστερών και φεµινιστικών οργανώσεων, αρχιτεκτόνων, φοιτητών κ.λπ. µέχρι εµπρηστικές και βοµβιστικές ενέργειες στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και του ΥΠΕΧΩ∆Ε. Λίγο αργότερα το σχέδιο αποσύρθηκε σιωπηρά και το µόνο που έµεινε να το θυµίζει είναι κάποιοι πεζόδροµοι που υλοποιήθηκαν αποσπασµατικά από τη δηµοτική αρχή.
Αρκετά χρόνια µετά ο επικεφαλής µελετητής Σπύρος Τσαγκαράτος απέδιδε την απόσυρση του σχεδίου ανάπλασης στην υπονόµευσή του από την ίδια την αστυνοµία, που «χτυπώντας, συλλαµβάνοντας […], απαγορεύοντας κάθε εκδήλωση [και] ποδοπατώντας κάθε προσπάθεια [διαλόγου], [δικαίωνε] όσους πίστευαν ότι όλα όσα προτείνονταν ήταν η επίφαση για να επικρατήσει βίαια η κρατική εξουσία» (Σπ. Τσαγκαράτος, «Πολεοδοµικά τετράδια», εκδόσεις Νεφέλη, 2001, σελ. 55). Στόχος της ΕΛΑΣ, σύµφωνα µε τον Τσαγκαράτο, ήταν να µη χάσει αφενός τον έλεγχο της διακίνησης ναρκωτικών που µε σχέδιο είχε περιορίσει στο κέντρο της γειτονιάς, αφετέρου το άλλοθι που της έδιναν οι «οµάδες των αναρχικών [και] των µη οργανωµένων (ή και συνειδητοποιηµένων) φοιτητών και νέων» για την ανεξέλεγκτη δράση της στο κέντρο της πόλης.
Φυσικά η ανάπλαση του 1986 δεν ήταν αθώα πανάκεια και οπωσδήποτε θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στον χωροκοινωνικό ιστό της περιοχής. Ωστόσο µοιάζει πολύ πιο ήπια από τη σηµερινή καταστροφή, που όσο κι αν ενδύεται τα υπαρκτά οφέλη της βιώσιµης κινητικότητας, ακυρώνει µόνιµα τον βασικό δηµόσιο χώρο της γειτονιάς και συνδέεται µε την προϊούσα τουριστικοποίηση και χρηµατιστικοποίηση της αστικής γης. Και αν το βασικό δίδαγµα της παλιάς εκείνης ιστορίας είναι πως το κράτος δεν είναι ενιαία και αδιαίρετη ουσία αλλά συναρµολόγηµα που διατρέχεται από δυνάµεις ενίοτε αντιφατικές, στη σηµερινή συγκυρία που η στρατηγική της κυβέρνησης φαίνεται πολύ πιο επεξεργασµένη και αρραγής χρειάζεται µια εξίσου επίµονη, συµπαγής και πολυσχιδής αντίσταση.
Το αµέσως επόµενο διάστηµα θα δείξει αν είναι πια αργά.