12.7 C
Athens
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου, 2024

Για την επέτειο της λήξης του Εμφυλίου | Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου

«Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες στα 1940-1990», που θα εκδοθεί το 2023

Πρόσφατα

Εμφύλιος πόλεμος και βίαιη παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα

Ο ασφυκτικός κρατικός έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων αποτέλεσε έναν από τους πρωταρχικούς στόχους των δεξιών κυβερνήσεων που προήλθαν από τις εκλογές βίας και νοθείας της 31ης Μαρτίου 1946, ακριβώς γιατί το κίνημα αυτό συνιστούσε μια σοβαρή απειλή για το καθεστώς, λόγω της τεράστιας επιρροής της Αριστεράς και κυρίως του ΚΚΕ, στον κόσμο της μισθωτής εργασίας και ιδιαίτερα στα αγωνιζόμενα τμήματά του. Την πολιτική αυτή θα ακολουθήσουν και οι κυβερνήσεις συνεργασίας της Δεξιάς και του Κέντρου, από το 1947 έως και μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1949.

Παράλληλα, ήδη από τον Απρίλιο του 1946 εντάθηκε η κρατική και παρακρατική τρομοκρατία και ένα από τα πρώτα θύματά της ήταν ο κομμουνιστής Γιώργος Βουτυράς, γραμματέας του Ε.Κ. Νάουσας, που δολοφονήθηκε από παρακρατικό μπράβο του μεγαλοβιομήχανου Λαναρά.

Ενώ την Πρωτομαγιά του 1946 πραγματοποιήθηκε από τη ΓΣΕΕ μεγάλη συγκέντρωση χιλιάδων εργαζομένων στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, ακολούθησε, στις 18 Ιουνίου, η ψήφιση του διαβόητου Γ΄ Ψηφίσματος, «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους», μία από τις μέριμνες του οποίου ήταν και η καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος.

Στην πρώτη Ζαχαριάδης, Θέος, Παπαρήγας στη μεγάλη συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς του 1946

Το Γ΄ Ψήφισμα θεσμοθετούσε τη λογοκρισία, την κατάργηση του οικογενειακού ασύλου, τη σύσταση έκτακτων στρατοδικείων, οι αποφάσεις των οποίων θα ήταν μη εφέσιμες και εκτελέσιμες σε τρία 24ωρα, κ.ά., και όσον αφορά στο συνδικαλιστικό κίνημα, ουσιαστικά απαγόρευε τις απεργίες και αναγνώριζε και νομότυπα, πλέον, στην κυβέρνηση το δικαίωμα να καθαιρεί διοικήσεις μαζικών φορέων,

Μεταξύ των έκτακτων μέτρων ήταν και η απαγόρευση συναθροίσεων σε κλειστό χώρο χωρίς αστυνομική άδεια, άρα η «υπαγωγή στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων, των συνεδριάσεων των διοικήσεων των σωματείων, των γενικών συνελεύσεών τους και εν γένει όλων των αναγκαίων δραστηριοτήτων για την επίτευξη των στόχων τους» (1).

Την ίδια μέρα, στις 18 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε από τη ΓΣΕΕ πανελλαδική πανεργατική απεργία, με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και τη συγκρότηση μεγάλων διαδηλώσεων σε πολλές πόλεις. Τη μεγάλη αυτή κινητοποίηση θα ακολουθήσει κύμα συλλήψεων και  απολύσεις χιλιάδων απεργών.

Στις 15 Ιουλίου 1946 πραγματοποιούνται οι πρώτες συλλήψεις συνδικαλιστών και συγκεκριμένα των μελών της Διοίκησης του Σωματείου Αρτεργατών Θεσσαλονίκης, που παραπέμφθηκαν για δίκη σε στρατοδικείο. Τις αμέσως επόμενες μέρες καθαιρέθηκαν οι διοικήσεις σε όλα τα Εργατικά Κέντρα, σε 10 πανελλαδικές κλαδικές οργανώσεις (2) και σε 240 σωματεία.

Στις 25 Ιουλίου, με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, ακυρώθηκε το 8ο Συνέδριο και κατά συνέπεια κρίθηκε παράνομη η εκλεγμένη αριστερή Διοίκηση της ΓΣΕΕ.  Θα ακολουθήσει εισβολή της αστυνομίας στα γραφεία της και θα πραγματοποιηθούν συλλήψεις συνδικαλιστικών στελεχών και παραπομπή τους σε δίκες με το Γ΄ Ψήφισμα.

Από τα 4 μέλη της εκλεγμένης νόμιμης Ε.Ε. της ΓΣΕΕ, που εντάσσονταν στο ΚΚΕ, ο Μήτσος Παπαρήγας, γραμματέας της συνομοσπονδίας, δολοφονήθηκε στην Ασφάλεια, οι Νίκος Αραμπατζής και Γιώργος Δημητρίου εκτελέστηκαν, και επέζησε μόνο ο Κώστας Θέος, που πέρασε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και κατόπιν στο εξωτερικό, ως εκπρόσωπος του αγωνιστικού ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στη θέση της καθηρημένης νόμιμης Διοίκησης της ΓΣΕΕ διορίστηκε, από τον υπουργό Εργασίας Ανδρέα Στράτο (3), νέα Διοίκηση, από τα 21 μέλη της οποίας μόνο 5 ανήκαν στον αριστερό Εργατικό Αντιφασιστικό Συνασπισμό (ΕΡΓΑΣ), που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, χαρακτηρίζοντάς την παράνομη. Γραμματέας αυτής της νέας Διοίκησης διορίστηκε ο Γιάννης Πατσαντζής, γνωστός από παλιά για οικονομικές ατασθαλίες και συνεργάτης της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και των κατακτητών, που θα αντικατασταθεί το 1948 από τον Φώτη Μακρή. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωσίλογοι συνδικαλιστές Φώτης Μακρής και Δημήτρης Θεοχαρίδης είχαν εκλεγεί βουλευτές του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, στις εκλογές του 1946.

Αντιδρώντας, το αγωνιστικό συνδικαλιστικό κίνημα πραγματοποίησε πανεργατική απεργία στις 2 Αυγούστου στη Θεσσαλονίκη και στάσεις εργασίας στις 14 Αυγούστου στην Αθήνα. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν και μεγάλες παλλαϊκές συγκεντρώσεις, στις 11 Αυγούστου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και στις 28 στο γήπεδο του Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη, και διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα.

Επρόκειτο για τις τελευταίες μαζικές κινητοποιήσεις που καθοδηγούσε το ΚΚΕ και  μ’ αυτές έκλεισε ο κύκλος των μεγάλων εργατικών και συνδικαλιστικών αγώνων που είχε ανοίξει από το 1942. Των μεγαλύτερων αγώνων που διεξήγαγε ο εργαζόμενος κόσμος  στην Ελλάδα του 20ού αιώνα.

Τα αντιδημοκρατικά μέτρα του καλοκαιριού του 1946 συνοδεύτηκαν από βαριά επιδείνωση των ήδη άθλιων συνθηκών ζωής και εργασίας της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων. Ενώ περιορίστηκε η διανομή ψωμιού (βασικής τροφής για τη μεγάλη λαϊκή πλειονότητα) και διακόπηκε η παροχή ένδυσης, καταργήθηκαν οι όποιοι περιορισμοί στις απολύσεις εργαζομένων. Επιπλέον, τον Νοέμβριο 1946 – Φεβρουάριο 1947, όταν υπουργός Εργασίας ήταν ο σχετικά νέος, δεξιός πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής, καθηλώθηκαν οι μισθοί, παρά το ότι, ήδη, δεν κάλυπταν ούτε καν τις στοιχειώδεις καθημερινές ανάγκες, μειώθηκε η εργοδοτική εισφορά  για  το Ταμείο Ανεργίας και έγινε προσπάθεια διάλυσης πολλών ασφαλιστικών ταμείων, με στόχο την κατάργηση ασφαλιστικών κατακτήσεων μιας σειράς κλάδων.

Με το συνδικαλιστικό κίνημα στον ιδιωτικό τομέα να έχει αποδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό, ως συνέπεια και των μαζικών απολύσεων αριστερών συνδικαλιστών, αλλά και χιλιάδων άλλων, απλών εργαζομένων, που είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ και στήριζαν τον ΕΡΓΑΣ, οι αντιδράσεις στα αντεργατικά μέτρα προέρχονταν από τον χώρο των εργαζομένων στο Δημόσιο. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στις 6 Νοεμβρίου 1946, και ακολούθησε και άλλη, 8ήμερη, τον Ιανουάριο του 1947 και 48ωρη τον Απρίλιο, ενώ στις 29 Ιανουαρίου απήργησαν και οι υπάλληλοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

ΕΑΜική εργατική κινητοποίηση μετά την Απελευθέρωση

Ακολούθησε κύμα διώξεων στις δημόσιες υπηρεσίες, με συλλήψεις συνδικαλιστών που εξορίστηκαν, ενώ μέσα στο 1947 απολύθηκαν για πολιτικούς και συνδικαλιστικούς λόγους 7.147 δημόσιοι υπάλληλοι (4). Ως συνέπεια της κρατικής καταστολής ατόνησε η λειτουργία της υπό αριστερό έλεγχο Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδας (ΣΔΥΕ) και οι συνδικαλιστές που απέμειναν ελεύθεροι εντάχθηκαν το καλοκαίρι στην ΑΔΕΔΥ.

Διατηρώντας μια σχετική ανεξαρτησία, σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ πραγματοποίησε τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1947 απεργία διαρκείας, και τον Δεκέμβριο έγινε η επίσημη ίδρυσή της, για να ακολουθήσει το Συνέδριο του Μαρτίου 1948,  που αριθμήθηκε ως 5ο, όπως αυτό που εκκρεμούσε από το 1931. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο 1949, θα πραγματοποιηθεί και το 6ο Συνέδριο. Σε κανένα απ’ αυτά τα συνέδρια δεν θα συμμετάσχουν κομμουνιστές, καθώς χιλιάδες απ’ αυτούς είχαν απολυθεί από τις υπηρεσίες του Δημοσίου και σε μεγάλο ποσοστό ήταν φυλακισμένοι και εξόριστοι.

Ιδιαίτερη έκταση και δυναμισμό είχε το απεργιακό ξέσπασμα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1947 στην Κρήτη, με τη συμμετοχή εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, και την παράλληλη κινητοποίηση αγροτών και επαγγελματιών. Αν και η κυβέρνηση υποχώρησε και υποσχέθηκε την ικανοποίηση κάποιων από τα αιτήματα των απεργών, μετά από λίγες μέρες απάντησε με άγρια καταστολή και συλλήψεις.

Χαρακτηριστική της περιόδου ήταν η απεργία των εργατών Τύπου της Αθήνας, στις 9 Απριλίου, που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία των τυπογράφων της εφημερίδας «Αγωνιστής» στη Θεσσαλονίκη (5). Θα ακολουθήσουν οι πρωτομαγιάτικες κινητοποιήσεις, οι τελευταίες που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και αντιμετωπίστηκαν με άγρια καταστολή, αστυνομικές βιαιότητες και συλλήψεις, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη.

Τον Ιούλιο 1947 θα πραγματοποιηθεί η διαβόητη «επιχείρηση σκούπα» του υπουργού Δημόσιας Τάξης, Ναπολέοντα Ζέρβα, με 15.000 συλλήψεις κομμουνιστών και τη διάλυση κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, διαλύθηκαν περίπου 600 συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνήθως οι πιο μαζικές από τις 2.200 που υπήρχαν τότε, που περιορίστηκαν σε 1.600. Όσες απέμειναν, υποχρεώθηκαν να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και αποκήρυξης του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, διαγράφονταν από τα Εργατικά Κέντρα και ακολουθούσε η διάλυσή τους. Είναι χαρακτηριστικό το ότι μεταξύ Ιουλίου 1947 και Μαρτίου 1948, αποβλήθηκαν από το Εργατικό Κέντρο Πειραιά 32 σωματεία με 28.000 μέλη, που αντιπροσώπευαν  το 37% των συνδικαλισμένων εργαζομένων της πόλης (6). Αντιστοίχως, 63 σωματεία διαγράφηκαν από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας.

«Σε συνεργασία με την αστυνομία και την εργοδοσία, πετύχαιναν οι “εθνικόφρονες” συνδικαλιστές να συλληφθούν, να εξοριστούν ή να απολυθούν οι διοικήσεις των δημοκρατικών σωματείων και στη συνέχεια ζητούσαν από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών το διορισμό προσωρινής διοίκησης» (7). Με την κατάληψη ενός σωματείου, οι διορισμένοι εργατοπατέρες προχωρούσαν στη διαγραφή όσων μελών σχετίζονταν με τον ΕΡΓΑΣ και στη διεξαγωγή αρχαιρεσιών χωρίς καμιά σοβαρή αντιπολίτευση.

Παράλληλα, όπως γινόταν και κατά τον Μεσοπόλεμο (8), ιδρύθηκαν πολυάριθμα σωματεία-σφραγίδες, μεταξύ των οποίων και σωματεία Πτηνοσφαγέων, Ακροκαθαριστών, Εντεράδων, Φυλάκων Λαχαναγοράς, Φορτοεκφορτωτών Σφαγομένων Ζώων, Εκδοροτεμαχιστών Βοοειδών, Κατεργασίας Εντέρων, Εκκενώσεως Εντέρων, Φορτοεκφορτωτών Κενών Κυτίων Ιχθύων, Εθνικιστών Αρβυλοτεχνιτών, Συνεταιρισθέντων τέως Ηνιόχων, Τοιχοκολλητών, Νεκροπομπών, Φρακοφόρων Νεκροπομπών, Νεκροφορέων η Έγερση του Λαζάρου,  Αδικηθέντων ΟΛΠ κ.ά. (9).

Το ιδεολογικό κλίμα των άγριων διώξεων του καλοκαιριού του 1947 κατά των αριστερών συνδικαλιστών είχε προετοιμάσει κοινή ανακοίνωση των αντικομμουνιστικών συνδικαλιστικών παρατάξεων (Μακρή, Θεοχαρίδη, Καλομοίρη, Λάσκαρη και αρχειομαρξιστών), στις 6 Ιουνίου 1947. Στην ανακοίνωση αυτή τάσσονταν υπέρ της εποπτείας του συνδικαλιστικού κινήματος από εκπροσώπους των  αμερικανικών και των βρετανικών συνδικάτων, για την αντιμετώπιση «του μεγαλύτερου εχθρού του ελεύθερου συνδικαλισμού στην Ελλάδα, του ΕΡΓΑΣ, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συνδικαλιστικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (10).

Ενώ από τον Μάρτιο 1947, με τη διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν, οι ΗΠΑ αντικαθιστούν τη Βρετανία ως χώρα προστάτιδα του ελληνικού καπιταλιστικού καθεστώτος, τον Σεπτέμβριο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η Αμερικανική Αποστολή για Βοήθεια στην Ελλάδα, η AMAG (American Mission for Aid to Greece), που θα λειτουργήσει ως Υπερκυβέρνηση (11). Στο πλαίσιο της AMAG, ιδιαίτερη εξουσία αποκτούν οι υπεύθυνοι για εργατικά και συνδικαλιστικά ζητήματα, που δρουν σε στενή συνεργασία με τους εκάστοτε εργατικούς και συνδικαλιστικούς υπεύθυνους της Αμερικάνικης Πρεσβείας, ενώ ακόμη και στο ΙΚΑ ορίζεται Αμερικανός διοικητής.

Υπεύθυνος του συνδικαλιστικού τμήματος της AMAG ανέλαβε ο Αμερικανός συνδικαλιστής Ίρβινγκ Μπράουν, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις με αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες (12) και έθεσε ως στόχο την απαλλαγή του συνδικαλιστικού κινήματος «από την πολιτική κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος» (13). Τον ίδιο στόχο έθετε και  ο  υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Μάρσαλ, σε άκρως απόρρητο υπόμνημά του προς τον επικεφαλής της AMAG Ντουάιτ Γκρίσγουολτ (14). Έτσι, από το 1947 η διορισμένη Διοίκηση της ΓΣΕΕ «λειτουργούσε, ουσιαστικά, σαν ομάδα πίεσης στην AMAG συχνά ισχυριζόμενη ότι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους εργάτες ή να τους κρατήσει υπό τον έλεγχό της, αν δεν γίνονταν ορισμένες παραχωρήσεις» (15).

Τον ίδιο χρόνο και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, διασπάστηκε η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ), που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του 1945. Ενώ μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η ιταλική Cisl, η γαλλική CGT κ.ά., που ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, παρέμειναν στην ΠΣΟ, όπου παρέμεναν, βέβαια, και οι πανίσχυρες συνδικαλιστικές οργανώσεις των σοσιαλιστικών χωρών, οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των δυτικών χωρών συγκρότησαν, το 1949, τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων (ΔΣΕΣ) (16), στην οποία εντάχθηκε και η ΓΣΕΕ.

Σε συνθήκη εμφυλίου πολέμου και άγριων διώξεων κατά των ταξικών αγωνιστών του συνδικαλιστικού κινήματος, η ΓΣΕΕ και το σύνολο, σχεδόν, των συνδικαλιστικών οργανώσεων είχαν παραδοθεί πλήρως στον «εργατοπατερισμό», που χρησιμοποιούσε τον συνδικαλισμό ως μέσο βιοπορισμού και ενίοτε πλουτισμού. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το καλοκαίρι του 1947, ο μισθός του γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ αυξήθηκε από 900.000 σε 2.500.000 δραχμές, ενώ οι μισθοί των άλλων κορυφαίων συνδικαλιστικών στελεχών αυξήθηκαν από 750.000 σε 1.550.000. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, με τις συμβάσεις του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, το αντρικό μεροκάματο οριζόταν στις 11.000-20.000 δραχμές, το γυναικείο στις 7.000-9.000, και οι μισθοί των υπαλλήλων στις 125.000-680.000 (17).

Ήδη από το 1946, ένα από τα πρώτα μέτρα, μετά την καθαίρεση της εκλεγμένης Διοίκησης της ΓΣΕΕ, ήταν η επαναφορά της υποχρεωτικής εισφοράς των εργαζομένων για τα συνδικάτα. «Ξαναστήθηκε έτσι ο μηχανισμός εξαγοράς συνδικαλιστών και εξάρτησης του συνδικαλισμού από την κρατική εξουσία» (18).

Χαρακτηριστική της άποψης των ίδιων των Βρετανών και Αμερικανών υπεύθυνων για το ελληνικό καθεστωτικό συνδικαλιστικό κίνημα, ήταν η δήλωση του Βρετανού εργατικού ακόλουθου Hampton, το 1947: «Οι περισσότεροι “σωματειακοί” ηγέτες δεν είναι με κανένα τρόπο ευυπόληπτοι συνδικαλιστές. Είναι πολιτικοί κατσικοκλέφτες, που εκμεταλλεύονται τις εργαζόμενες τάξεις της Ελλάδας για προσωπικά, πολιτικά και οικονομικά οφέλη» (19).

Αναφερόμενος στον διαβόητο Δημήτριο Θεοχαρίδη, ο αρχηγός Βρετανικής Οικονομικής Αποστολής, Α. Σέππαρντ αποκάλυψε ότι ως βουλευτής προμηθεύτηκε από την UNNRA, με μεσολάβηση του υπουργού Εφοδιασμού Στέφανου Στεφανόπουλου, 20.000 ζεύγη άρβυλα και 12.000 εργατικές φόρμες. Αγόραζε τα άρβυλα 12.000 και τα πουλούσε 15.000 σε όσους προσχωρούσαν στην οργάνωσή του (20).

Φυσικά, δεν έλειπαν και οι παροχές από το ίδιο το υπουργείο Εργασίας. Έτσι, μόνο το 1946 και συγκεκριμένα από  τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο, δόθηκαν 105 εκατομμύρια σε κορυφαίους εργατοπατέρες. Στους Πατσαντζή και Γονή 48 εκατομμύρια, στον Θεοχαρίδη 34 και στον Καλομοίρη 11, με τη χρυσή λίρα να ισούται με 132.000 δραχμές (21). Άρα, δόθηκαν ποσά αντίστοιχα με 363 χρυσές λίρες στους πρώτους, και 257 και 83, αντίστοιχα, στους άλλους δύο.

Με τους όρους ζωής των εργαζομένων να επιδεινώνονται και παρά τον έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τους εργατοπατέρες, υπήρξε, στα τέλη του 1947, μεγάλη ανησυχία για ενδεχόμενο απεργιακό κύμα. Για την πρόληψή του ψηφίστηκε, στις  7 Δεκεμβρίου, το ΛΘ΄ Ψήφισμα «περί προσωρινής απαγορεύσεως της διακοπής παραγωγής και αναστολής του δικαιώματος απεργίας», που πρόβλεπε ακόμη και την ποινή του θανάτου για απεργούς σε τράπεζες και επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας.

Το Ψήφισμα αυτό προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και από τους Αμερικανούς επιτηρητές, που δεν δίστασαν να δηλώσουν ότι «αυτή η νομοθεσία καταπατεί κάθε αρχή της δημοκρατίας και της ανθρώπινης ελευθερίας και δικαιώνει τις κατηγορίες των Κομμουνιστών ότι αυτή είναι μία μοναρχο-φασιστική κυβέρνηση» (22). Μετά από διεθνή κατακραυγή, στην οποία συμμετείχε ακόμη και ο κορυφαίος ηγέτης των αμερικανικών συνδικάτων Κλίντον Γκόλντεν (23), η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να το αποσύρει.

Εντούτοις, η θωράκιση του καθεστώτος συνεχίζεται με νέα έκτακτα μέτρα, που συμπληρώνουν και εξειδικεύουν τον ΑΝ 509 με τον οποίο, στις 27 Δεκεμβρίου 1947, τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Με τον ίδιο νόμο διαλύθηκε και ο ΕΡΓΑΣ.

Στις 7 Ιανουαρίου 1948 ψηφίζεται ο ΑΝ 512, «περί μέτρων ασφαλείας των Εταιρειών Κοινής Ωφέλειας», με τον οποίο συγκροτούνται Συμβούλια Νομιμοφροσύνης για τον έλεγχο των εργαζομένων στο Δημόσιο. Μεταξύ πολλών άλλων, προβλέπονται απολύσεις για ιδεολογικο-πολιτικούς λόγους, ενώ απαγορεύονται οι προσφυγές για την ακύρωσή τους. Παράλληλα, θεσμοθετείται η υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης του ΚΚΕ, ως απόδειξη νομιμοφροσύνης.

Στις 26 Μαρτίου, με τον ΑΝ 516, «περί ελέγχου της νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρετών», θεσμοθετούνται τα διαβόητα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Σύμφωνα με τον 516, για την πρόσληψη ή συνέχιση της εργασίας στο Δημόσιο απαιτούνταν πιστοποίηση από την Ασφάλεια των ιδεολογικο-πολιτικών πεποιθήσεων και της ενδεχόμενης πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης του εργαζόμενου. Ακόμη και η έκφραση συμπάθειας προς το ΕΑΜ, στα χρόνια της Κατοχής, συνιστούσε στοιχείο υποψίας για κομμουνιστικές πεποιθήσεις.

Τα έκτακτα μέτρα της περιόδου του Εμφυλίου βασίζονταν στην επίσημη κρατική ιδεολογία που χαρακτήριζε την ένταξη στην Αριστερά «αντεθνικό έγκλημα». Βούληση του νομοθέτη ήταν «να μεταθέσει στο πεδίο των προβλημάτων του έθνους και της εθνικής ευαισθησίας το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας» (24).

Αμέσως μετά την ψήφιση του 516 ήταν χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι που απολύθηκαν, ενώ μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς εξορίστηκε. Ταυτόχρονα, πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που έχοντας σχετιστεί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με το ΕΑΜ, υποχρεώθηκαν να υπογράψουν δηλώσεις αποκήρυξης του ΚΚΕ και να καταδικάσουν ως «ξενοκίνητο και αντεθνικό» τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.

Ακολούθησε η ψήφιση του νόμου 751/1948 «περί προστασίας των απολυομένων από τις τάξεις του στρατού κατά την διάρκειαν της κατά του Έθνους συμμοριακής δράσεως», που πρόβλεπε προσλήψεις «εθνικοφρόνων» πρώην στρατιωτών από το Δημόσιο, τις τράπεζες, του δήμους κλπ., αλλά και από ιδιώτες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρότρυνση για προσλήψεις και «ανανηψάντων» πρώην εξορίστων, που είχαν αποκηρύξει τον κομμουνισμό.

Ο Μήτσος Παπαρήγας

Ενώ, ήδη από το 1946, είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις κομμουνιστών, που όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν, πλέον, καθημερινότητα, επιστρατεύθηκαν ακόμη και μορφές καταστολής που ξυπνούσαν τις πρόσφατες οδυνηρές μνήμες από τη φασιστική Κατοχή. Δεν έλειψαν ούτε τα Μπλόκα, όπως αυτό που έγινε το μεσημέρι της 10ης Μαρτίου 1948 στην κεντρική λαϊκή πλατεία της Αθήνας, την Ομόνοια, από τη Γενική Ασφάλεια. Στο Μπλόκο εγκλωβίστηκαν 700 άτομα και πραγματοποιήθηκαν 135 συλλήψεις ατόμων που προέρχονταν, κυρίως, από την επαρχία (25). Ο αριθμός τους δείχνει και το μεγάλο ποσοστό που αντιπροσώπευαν οι επαρχιώτες που ’χαν καταφύγει στην πρωτεύουσα και πολλοί απ’ αυτούς περιφέρονταν άνεργοι και ίσως και ανέστιοι, στο κέντρο της πόλης.

Στα τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου 1948 πραγματοποιήθηκε το 9ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, για τη νομιμοποίηση της νέας κατάστασης που ’χε διαμορφωθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα μετά την αποπομπή των δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς και τη βίαιη επιβολή του καθεστωτικού εργατοπατερισμού. Το ότι πραγματοποιήθηκε περίπου δύο χρόνια μετά την καθαίρεση της νόμιμης εκλεγμένης Διοίκησης, φανερώνει και την ένταση των ανταγωνισμών και των αντιπαραθέσεων μεταξύ των εργατοπατέρων.

Στο Συνέδριο ήταν αναμφισβήτητη η κυριαρχία των πιο ακραίων αντικομμουνιστικών και φιλοφασιστικών τάσεων και είναι χαρακτηριστικό το ότι ως 8ο Συνέδριο δεν αναγνώρισαν αυτό του 1946, αλλά το Συνέδριο που ’χε διοργανώσει η δικτατορία Μεταξά. Ενδεικτικός του κλίματος που επικράτησε ήταν και ο ομαδικός άγριος ξυλοδαρμός του ναυτεργάτη, στελέχους της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Παράταξης, Κλεάνθη Μανώλη, όταν τόλμησε να μιλήσει από το βήμα του Συνεδρίου.

Το Συνέδριο εξέλεξε νέο γενικό γραμματέα της ΓΣΕΕ τον προπολεμικό εργατοπατέρα και μεταξικό υπουργό, Αριστείδη Δημητράτο, με 750 ψήφους, ενώ ο αντίπαλός του, Φώτης Μακρής, πήρε 579 και ο Α. Στρούζας, που εκπροσωπούσε την αντιπολίτευση στον καθεστωτικό συνδικαλισμό, μόλις 38. Η εκλογή του Δημητράτου ανησύχησε τόσο τους Αμερικανούς όσο και την ελληνική κυβέρνηση, καθώς δυσφήμιζε διεθνώς την Ελλάδα σε συνθήκη διεξαγωγής εμφυλίου πολέμου και έμοιαζε να δικαιώνει τους κομμουνιστές που χαρακτήριζαν το καθεστώς μοναρχοφασιστικό. Έτσι, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δεν αναγνωρίστηκε και πραγματοποιήθηκε άλλη, στις 2 Ιουνίου, κατά την οποία εκλέχτηκε ο Μακρής.

Καθώς η συνδεδεμένη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, των Αλέξανδρου Σβώλου και Ηλία Τσιριμώκου, Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Παράταξη, με επικεφαλής τον Δημήτρη Στρατή, ήταν η μοναδική συγκροτημένη νόμιμη αντιπολίτευση στον καθεστωτικό εργατοπατερισμό, είχε ιδιαίτερη σημασία η προσπάθεια διεύρυνσής της, τον Ιούλιο του 1948, με τη συγκρότηση του Κινήματος Ελεύθερου Συνδικαλισμού (ΚΕΣ).

Έχοντας παρουσία σε Αθήνα και Πειραιά, Πάτρα και βόρεια Ελλάδα, το ΚΕΣ συσπείρωσε αξιόλογα συνδικαλιστικά στελέχη, όπως τον παλαίμαχο Αβραάμ Μπεναρόγια, τον Νίκο Αποστολίδη, από τον χώρο των ιδιωτικών υπαλλήλων, τον Βασίλη Παπασταφίδα, από τους εργαζόμενους στα λεωφορεία, το παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ Μήτσο Παπαγιάννη, από τους σερβιτόρους, κ.ά. Στο ΚΕΣ θα ενταχθούν και οι συνδικαλιστές του ΚΔΚΕ και ανάμεσά τους ο Λάζαρος Τουρνόπουλος, ο Κλεάνθης Δεπαπής, ο νεαρός τότε Δημήτρης Λιβιεράτος κ.ά., μετά την απελευθέρωσή τους από την εξορία.

Στα 1948 και ’49 οι αγώνες των εργαζομένων ήταν εξαιρετικά περιορισμένοι και αποσπασματικοί, ως συνέπεια της άγριας εργοδοτικής και αστυνομικής τρομοκρατίας και της απόλυτης κυριαρχίας του καθεστωτικού συνδικαλισμού. Ακόμη κι όταν η οξύτητα των προβλημάτων σ’ έναν κλάδο ή σε έναν εργασιακό χώρο εξανάγκαζε τον εργατοπατερικό συνδικαλισμό να κηρύξει απεργία, η συμμετοχή ήταν περιορισμένη, ενώ κανένας δεν τολμούσε να προτείνει συγκεντρώσεις και πορείες.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, την περίοδο αυτή ξεχώρισαν ελάχιστες απεργιακές κινητοποιήσεις, όπως η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στις 17 Μαρτίου 1948, στην οποία δεν συμμετείχαν οι δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις της Πάτρας και του συνόλου, σχεδόν, των περιοχών της Ηπείρου και της βόρειας Ελλάδας, θεωρώντας πως η συμμετοχή στην απεργία ερχόταν σε αντίθεση με τον αγώνα του εθνικού στρατού κατά του κομμουνισμού. Στις περιοχές αυτές, στα 1947-1949, απέφευγε να διοργανώνει απεργίες και η ΓΣΕΕ.

Τον ίδιο μήνα απήργησαν οι αρτεργάτες, οι τυπογράφοι και οι τσαγκαράδες, στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου οι εργαζόμενοι της Εθνικής Τράπεζας, που αντιμετωπίστηκαν με συλλήψεις συνδικαλιστών, τον Ιούνιο οι εργαζόμενοι στον Τύπο και στην ΟΥΛΕΝ, τον Ιούλιο οι εργαζόμενοι του ΙΚΑ, και τον Αύγουστο ξανά οι δημόσιοι υπάλληλοι, κατά των απολύσεων που γίνονται με πολιτικά κριτήρια. Απόπειρα της ΓΣΕΕ για απεργία στις 30 Σεπτεμβρίου σε Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα και Βόλο, και σε περιορισμένους κλάδους λόγω πολέμου, σημείωσε αποτυχία.

Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντιμετωπίστηκε τον Απρίλιο του 1949 η νέα απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, που κράτησε δεκατρείς μέρες. Παρά το ότι με απόφαση της ΑΔΕΔΥ δεν συμμετείχαν οι εργαζόμενοι της βόρειας Ελλάδας και της Ηπείρου, που καλούνταν «όπως με φανατισμόν και με πάσαν θυσίαν εξυπηρετήσωσι τας ανάγκας του ηρωικώς μαχομένου στρατού» (26), επιστρατεύτηκαν οι εργαζόμενοι των ΤΤΤ, ενώ συνελήφθησαν και δικάστηκαν στελέχη της ΑΔΕΔΥ. Εντούτοις, τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε και νέα δεκαήμερη δημοσιοϋπαλληλική απεργία.

Ενδεικτική του ιδεολογικο-πολιτικού κλίματος που επέβαλε το καθεστώς και της στάσης των εγκάθετων εκπροσώπων του στο συνδικαλιστικό κίνημα, ήταν η επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, στις 4 Μαρτίου 1949, της συζύγου του πρεσβευτή των ΗΠΑ Γκράιντυ στη Θεσσαλονίκη, την οποία συνόδευαν οι υπουργοί Εργασίας, Ελευθέριος Γονής, Παιδείας, Θεμιστοκλής Τσάτσος κ.ά. Στο αεροδρόμιο την υποδέχτηκαν ο επικεφαλής του Ε.Κ. Θεσσαλονίκης Δημήτριος Θεοχαρίδης και 1.500 εργάτες, που υποχρεώθηκαν να φύγουν απ’ τις δουλειές τους, για να «εκδηλώσουν τα αισθήματα ευγνωμοσύνης […] προς την Ελληνίδα πλέον Πρέσβειρα κ. Γκράιντυ» (27).

Χαρακτηριστικός είναι, επίσης, ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς του 1949, που έγινε σε ατμόσφαιρα έντονου αντικομμουνισμού στον κινηματογράφο «Κρόνος», παρουσία του εργατικού ακόλουθου της Αμερικανικής Πρεσβείας και του εργατικού υπεύθυνου της AMAG.

Με τη λήξη του Εμφυλίου και ενώ το 90% του ελληνικού λαού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, με το 50% να υποσιτίζεται και το ένα τρίτο να είναι πλήρως εξαθλιωμένο (28), οι ελεγχόμενες από τις καθεστωτικές δυνάμεις συνδικαλιστικές οργανώσεις υποχρεώνονται να προβάλλουν διεκδικήσεις, με κυριότερη την αύξηση ημερομισθίων και μισθών κατά 40%. Υπό την πίεση των εργαζομένων αναγκάζονται, μάλιστα, να προχωρήσουν κατά τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, που παίρνουν χαρακτηριστικά απεργιακού κύματος.

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 19/2/1947
  1. Γρηγόρης Παντελόγλου, Η αποτυχία του εκδημοκρατισμού του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος στη μεταπολεμική περίοδο και η θεσμοθέτηση των παρεμβάσεων. Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα στην περίοδο 1945-1950, στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα: Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967 – Αθήνα 1994, σ. 523.
  2. Οι Ομοσπονδίες είχαν διαλυθεί από τη δικτατορία Μεταξά-Γλίξμπουργκ.
  3. Γιος του εκτελεσμένου, μεταξύ των «έξι», το 1922 στο Γουδί, Νικολάου Στράτου, ο Ανδρέας Στράτος ήταν τυπική περίπτωση μεγαλοαστού πολιτικού. Εκτός των άλλων, ήταν γαμπρός του διευθυντή της Ιονικής Τράπεζας και μέλος της Διοίκησης πολλών επιχειρήσεων που έλεγχε η τράπεζα.
  4. Γιάννης Λιάσκος, Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων – Αθήνα 1992, σ. 75-76.
  5. Επρόκειτο για την εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», όργανο του ΚΚΕ στη Μακεδονία, που μετά την απαγόρευσή της και ως συνέπεια νέων απαγορεύσεων εκδιδόταν με διάφορους τίτλους.
  6. Άγγελος Αυγουστίδης, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής – Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 466.
  7. Γιώργος Κουκουλές, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1944-1948) – Οδυσσέας, Αθήνα 1995, σ. 162.
  8. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 241-242. Πολύδωρος Δανιηλίδης, Ο Πολύδωρος θυμάται – Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1990, σ. 53.
  9. Θεόδωρος Κατσανέβας, Το σύγχρονο συνδικαλιστικό κίνημα – Νέα Σύνορα, Αθήνα 1981, σ. 48.Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 99. Κωστής Καρπόζηλος, Συνδικάτα και πολιτική στην Ελλάδα του Εμφυλίου, στο (συλλογικό) Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2000, σ. 20.
  10. Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 272 κ.έ.Κωστής Καρπόζηλος, ό.π., σ. 31.
  11. Αργύρης Φατούρος, Οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ελλάδα, 1947-1948, στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση – Θεμέλιο, Αθήνα 1984,σ. 388.
  12. Κωστής Καρπόζηλος, ό.π., σ. 33-34.
  13. Αδαμαντία Πόλλις, Επέμβαση των ΗΠΑ στα ελληνικά εργατικά σωματεία, στοΗ Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, ό.π., σ. 466.
  14. Στο ίδιο, σ. 466.
  15. Στο ίδιο, σ. 481.
  16. Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος – Μόρφωση, Αθήνα 1959, 2ος τ., σ. 232 κ.έ.
  17. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 495.
  18. Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 28.
  19. Άγγελος Αυγουστίδης, ό.π., σ. 458.
  20. Γιώργος Κουκουλές, ό.π., σ. 286.
  21. Κωστής Καρπόζηλος, ό.π., σ. 28-29.
  22. Λόρενς Γουίτνερ, Η αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα 1943-1949 – Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 255.
  23. Εφημ. «Ελευθερία, 6/1/1948.
  24. Νίκος Αλιβιζάτος, «Έθνος» κατά «λαού» μετά το 1940, στο Δημήτρης Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός και ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας» – Εστία, Αθήνα 1983, σ. 86.
  25. Εφημ. «Ελευθερία», 11/3/1948.
  26. Εφημ. «Ελευθερία», 6/4/1949.
  27. Εφημ.«Εργαζόμενος Κόσμος», Θεσσαλονίκη, 7/3/1949.
  28. Εφημ. «Ελευθερία», 18/9/1949.

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις