Οι «μονομετοχικές δημοτικές Α.Ε.» έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τον σκοπό αυτών, ο οποίος περιορίζεται αποκλειστικά στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των ΟΤΑ, καθώς και στην εκμετάλλευση των κοινοχρήστων χώρων αυτών, δηλαδή σκοπό που αφορά στην επίλυση των τοπικών ζητημάτων και ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την δομή και τις αρμοδιότητες των δήμων. Κρίση ότι η υπό κρίση Δημοτική Α.Ε. υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 4024/2011 που ισχύουν από την 1-11-2011 και εφεξής και προβλέπουν άμεση περικοπή έως και του 25% των αποδοχών των εργαζομένων εις αυτό και κατανομή της τυχόν επί πλέον μείωσης σε ισόποσες μεταξύ τους δόσεις την 1-11-2012 και την 1-11-2013. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 960/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Μαΐου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Γ. του Κ., 2) Τ. Τ. του Μ., 3) Γ. Ν. του Α.,4) Α. Σ. του Σ., 5) Σ. Κ. του Ι., 6) Κ. Σ. του Β., 7) Β. Κ. του Κ.,8) Α. Μ. του Θ.,9) Γ. Κ. του Κ.,10) Ε. Χ. του Δ., 11) Π. Κ. του Γ., 12) Ν. Β. του Γ.,13) Γ. Χ. του Ε., 14) Θ. Λ. του Β.,15) Χ. Τ. του Η., 16) Γ. Δ. του Χ. και 17) Γ. Τ. του Ε., κατοίκων εκ της υπηρεσίας τους …, που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου …………., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “… (δ.τ….) ΑΕ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου …………., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-6-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο …………..
Εκδόθηκαν η 35/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 118/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …………..
Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-1-2017 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 728/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία ανέβαλλε την συζήτηση της αιτήσεως, εωσότου εκδοθεί απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ζήτημα αυτό.
Εκδόθηκε η 10/2018 Απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και οι αναιρεσείοντες επανέφεραν την υπόθεση για εκ νέου συζήτηση με την από 10-1-2019 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 252 του Ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α’ 114) Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. “1. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τις παρακάτω ειδικότερες ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α. Δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β. Ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ…3. Οι ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α. συνιστώνται είτε μόνον από έναν ή περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες είτε με Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ή και άλλους φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή τρίτους, σύμφωνα με τις παρακάτω διακρίσεις. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του κ ν. 2190/1920 …5. Οι επιχειρήσεις των προηγούμενων παραγράφων αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. 6. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες δεν επιτρέπεται να συνιστούν ή συμμετέχουν σε καμία άλλη εταιρεία ή κοινοπραξία οποιασδήποτε μορφής, πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τη συμμετοχή τους σε ανώνυμη εταιρεία, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 265 παρ. 2 του παρόντος, ή σε άλλα εταιρικά σχήματα, τα οποία ειδικοί κανόνες προβλέπουν για την εφαρμογή εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων.-8. Η ευθύνη Δήμου ή Κοινότητας που συμμετέχει σε επιχείρηση Ο.Τ.Α. περιορίζεται κατά το τμήμα της συμμετοχής του στο κεφάλαιο της επιχείρησης”. Από την επόμενη διάταξη (άρθρο 253 ΚΔΚ) οριοθετείται η διαδικασία σύστασης των κάθε μορφής δημοτικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ανώνυμες εταιρείες του προπαρατεθέντος άρθρου. Ειδικότερα πέραν της σχετικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του και με την οποία καθορίζονται η επωνυμία, ο σκοπός, η διάρκεια, η έδρα της επιχείρησης, το κεφάλαιο, η διοίκηση και οι πόροι, απαιτείται και η προηγούμενη εκπόνηση οικονομοτεχνικής μελέτης βιωσιμότητας, η οποία είναι ακόμη αναγκαία σε κάθε περίπτωση αύξησης του Κεφαλαίου ή της εισφοράς του Ο.Τ.Α. στην επιχείρηση. Κατά ρητή πρόβλεψη της ίδιας διάταξης η εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται από το Δήμο σε επιχείρηση Ο.Τ.Α. ενεργείται από την επιτροπή του άρθρου 9 του κ ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύει.
Ακολούθως, με την διάταξη 265 του ως άνω νόμου ορίζεται “1. Δήμοι ή Κοινότητες, μόνοι ή με Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις ή και άλλους φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή τρίτους, δύνανται να συνιστούν ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας και τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων, α. Οι Δήμοι, οι Κοινότητες, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και οι λοιποί φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης διατηρούν πάντοτε κοινές μη προνομιούχες μετοχές, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Κατά το υπόλοιπο μπορεί να συμμετέχουν το Δημόσιο και φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, β. Όλες οι μετοχές είναι ονομαστικές και δεν εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών. Οι κοινές μετοχές είναι δεσμευμένες ονομαστικές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 3 του κ ν. 2190/1920, και οι προνομιούχες χωρίς δικαίωμα ψήφου. γ. Αν η επιχείρηση λυθεί, οι Ο.Τ.Α. που συμμετέχουν σε αυτή έχουν δικαίωμα προτίμησης για την αγορά της εκποιούμενης περιουσίας. 3. Οι ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α. της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν επιχορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από Ο.Τ.Α.. Κατ’ εξαίρεση, είναι επιτρεπτή η επιχορήγηση από Ο.Τ.Α. νησιωτικών περιοχών ανώνυμης εταιρείας ή ναυτικής εταιρείας του ν. 959/1979, που αυτοί έχουν συστήσει ή συμμετέχουν κατά πλειοψηφία στο εταιρικό τους κεφάλαιο για τη διεξαγωγή θαλάσσιων συγκοινωνιών και μεταφορών, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις για τις οποίες υφίσταται ειδική νομοθετική ρύθμιση. 5. Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου βάρους επί ακίνητης περιουσίας που έχει εισφερθεί από Δήμο ή Κοινότητα σε ανώνυμη εταιρεία, την οποία έχει συστήσει ή στην οποία συμμετέχει για την εξυπηρέτηση του καταστατικού της σκοπού, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. 6. Το προσωπικό των ανωνύμων εταιρειών Ο.Τ.Α. προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις προεδρικού διατάγματος, το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και μετά από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., η οποία παρέχεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός αφότου ζητηθεί”.
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 266 του αυτού ως άνω νόμου “1. Για την αξιοποίηση της δημοτικής ή κοινοτικής ακίνητης περιουσίας ή για την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων είναι δυνατή η σύσταση ανώνυμης εταιρείας μόνο από ένα Δήμο ή μία Κοινότητα, οι οποίοι και εισφέρουν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου. 2. Οι δημοτικές ή κοινοτικές ανώνυμες εταιρείες διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου μαζί με τους αναπληρωτές τους ορίζονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. Τα οριζόμενα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που είναι αιρετοί εκπρόσωποι του Δήμου ή της Κοινότητας, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ένα τρίτο (1/3) του συνολικού αριθμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εκ των οποίων τουλάχιστον ένα εξ αυτών προέρχεται από τη μειοψηφία. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας δεν μπορεί να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου προερχόμενο από τους αιρετούς εκπροσώπους του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Για την πρόσληψη Γενικού Διευθυντή, εφόσον δεν έχει ορισθεί Διευθύνων Σύμβουλος, ισχύουν κατ’ αναλογία οι ρυθμίσεις του άρθρου 255 παράγραφος 4 του παρόντος. 3. Στην εταιρεία αυτής της μορφής είναι δυνατή η συμμετοχή του Δημοσίου ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων από εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 252 παράγραφος 3α του παρόντος, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων για τις ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α.. 4. Η πρόσληψη προσωπικού, η σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου, καθώς και η σύναψη συμβάσεων ανάθεσης έργων, προμηθειών, μελετών και υπηρεσιών από τις δημοτικές ή κοινοτικές ανώνυμες εταιρείες διενεργούνται βάσει των αντίστοιχων κανόνων που ισχύουν για τις δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις. 5. Κατά τα λοιπά, οι εταιρείες του άρθρου αυτού διέπονται από τις ρυθμίσεις των ανωνύμων εταιρειών Ο.Τ.Α. και τον κ ν. 2190/1920”.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 266 του ΚΔΚ και περιλαμβανόμενες στην ευρύτερη έννοια των ανωνύμων εταιρειών ΟΤΑ “μονομετοχικές δημοτικές ανώνυμες εταιρείες” έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τον σκοπό αυτών, ο οποίος περιορίζεται αποκλειστικά στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των ΟΤΑ, καθώς και στην εκμετάλλευση των κοινοχρήστων χώρων αυτών, δηλαδή σκοπό που αφορά στην επίλυση των τοπικών ζητημάτων και ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την δομή και τις αρμοδιότητες των δήμων.
Εξ άλλου ο ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015” (ΦΕΚ Α 226), ορίζει στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού που φέρει τον τίτλο “Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού και άλλων φορέων του Δημόσιου Τομέα και συναφείς διατάξεις”, τα εξής: “Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΙΜΠΔΔ)… (άρθρο 4 παρ. 1). “Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου… εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17” (άρθρο 4 παρ. 2). “1. Οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης-Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ)- κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά, ως εξής: Βαθμός Α, Βαθμός Β, Βαθμός Γ, Βαθμός Δ, Βαθμός Ε, Βαθμός ΣΤ. 2…. 3. Εισαγωγικός βαθμός για όλες τις κατηγορίες εκπαίδευσης προσωπικού είναι ο Βαθμός ΣΤ… και καταληκτικός ο Βαθμός Α για την ΠΕ και ΤΕ κατηγορία, ο Βαθμός Β για την ΔΕ κατηγορία και ο Βαθμός Γ για την ΥΕ κατηγορία” (άρθρο 6). Στο άρθρο 12 του ίδιου νόμου καθορίζεται το σύστημα μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του άρθρου 4 και στο άρθρο 14 καθορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου. Περαιτέρω στο άρθρο 29 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ. 3 της ΠΝΠ 16/16-12-2011 (ΦΕΚ Α 262), ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: α)… β)… Εφόσον προκύπτει μείωση, η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου. 3… 4. Τα θέματα του Κεφαλαίου αυτού δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων”. Στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα” ορίζονται τα ακόλουθα: “1. α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους… εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους… β) Το ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβής προσωπικού εφαρμόζεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β’ του ν. 3429/2005, καθώς και στις θυγατρικές τους, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις… 2… 3. Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαραγράφου Ια με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δημόσιο… 4. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φορέων της υποπαραγράφου Ια του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900) ευρώ το μήνα… Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, του πάσης φύσεως προσωπικού του φορέα, μικρότερο του 65% του μέσου κατά κεφαλή αντίστοιχου κόστους του φορέα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009, ισχύει ως όριο, το ως άνω όριο του 65%” (το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 προστέθηκε με την παρ.4 του άρθρου 1 της από 31-12-2011 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α 268). 5… 6… 7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζόμενους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29. 8… 9. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου καταργεί κάθε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας, που καθορίζει αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν τα ανώτατα κατά περίπτωση όρια που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους”. Τέλος στο άρθρο 32 παρ. 4 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου αρχίζει την 1-11-2011”.
Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του διέποντος το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “… (δ.τ. …) ΑΕ” νομοθετικού πλαισίου, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω, προκύπτει ότι ανεξαρτήτως της μη τακτικής επιχορήγησής του από τον δημοτικό προϋπολογισμό, στοιχείο το οποίο δεν τάσσεται από το νόμο σωρευτικά με τις λοιπές προϋποθέσεις, το εναγόμενο συγκαταλέγεται στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 31 υποπαράγραφος 1α Ν. 4024/2011 και επομένως οι εργαζόμενοι σ’αυτό υπάγονται στις μειώσεις του τελευταίου αυτού νόμου αφού: α) επιδιώκει αυτοδιοικητικό σκοπό συνιστάμενο στην αξιοποίηση της δημοτικής ακίνητης περιουσίας και την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων, β) ο Δήμος …………. είναι ο μοναδικός κύριος των μετοχών του, ο οποίος εκπροσωπεί το σύνολο του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου του, γ) τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου ορίζονται από το Δήμο …………., δ) το προσωπικό του, ως … ανώνυμης εταιρείας, προσλαμβάνεται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για την πρόσληψη του προσωπικού των Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 258 παρ. 1 σε συνδ. με αρθ. 266 παρ. 4 Ν. 3463/2006 και ε) η σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου, ανάθεσης έργων, προμηθειών, μελετών και παροχής υπηρεσιών από αυτό διενεργούνται βάσει των αντίστοιχων κανόνων που ισχύουν για τις δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου υπό το καθεστώς του νόμου αυτού οι αποδοχές του προσωπικού του εναγομένου από την 1-11-2011 υπήχθησαν σε διπλό περιορισμό ανωτάτου ορίου, με κριτήρια αφενός την κατηγορία εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τις αποδοχές που προέβλεπε για κάθε κατηγορία το μισθολόγιο, αφετέρου το μέσο μισθολογικό κόστος, το οποίο δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το ποσό των 1.900 ευρώ το μήνα, ούτε, όπως εσπευσμένα και με σκοπό την αποτροπή υπέρμετρων μειώσεων (βλ. την εισηγητική έκθεση του ν. 4047/2012 ορίσθηκε με την από 31-12-2011 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, αντιστοίχως προς τα εξ αρχής ισχύοντα για τις εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο) εταιρείες του Δημοσίου, για τις οποίες προνοεί η υποπαράγραφος 1β του ίδιου ως άνω άρθρου – το 65% του μέσου κατά κεφαλή κόστους της 31-12-2009. Προβλέφθηκε δε, κατ’ αναλογία των σχετικώς οριζομένων στο άρθρο 29 για τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, σύγκριση των νέων αποδοχών των μισθωτών της με εκείνες που ελάμβαναν κατά τον προηγούμενο της θέσης σε ισχύ του προαναφερόμενου περιορισμού μήνα, δηλαδή τον Οκτώβριο του έτους 2011 και συντρεχούσης περίπτωσης, άμεση περικοπή έως και του 25% αυτών, με την τυχόν επιπλέον μείωση που συνεπαγόταν ο περιορισμός να κατανέμεται σε ισόποσες μεταξύ τους περικοπές την 1-11-2012 και την 1-11-2013 (Α.Π. 829/2018, ΑΠ 113/2017).
Τέλος, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Συντάγματος “Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία”, ενώ με την παράγραφο 2 του άρθρου 23 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου”. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων η ρύθμιση από τον νομοθέτη κατ’ αποκλειστικό τρόπο όρων εργασίας και ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο καθορισμός των αποδοχών είναι καίριο θέμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και συνακόλουθα η αφαίρεσή τους από την ύλη της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, είναι επιτρεπτή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος συνδεόμενοι με την λειτουργία της εθνικής οικονομίας και ενόσω αυτοί διαρκούν (ΣτΕ 2307/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 2-6-2012 αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου …………. οι ήδη αναιρεσείοντες εξέθεσαν ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθησαν κατά τους αναφερόμενους χρόνους και έκτοτε απασχολούνται με τις αναφερόμενες ειδικότητες από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που έχει συσταθεί από το Δήμο …………. δυνάμει των άρθρων 265 επ. του Ν. 3463/2006 ως … δημοτική ανώνυμη εταιρεία με μοναδικό μέτοχο τον ανωτέρω Δήμο, δίχως να επιχορηγείται από αυτόν άμεσα διεπόμενο από τις διατάξεις του νόμου 2190/1920. Ότι αν και οι αποδοχές τους καθορίζοντο ρητώς από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίες, εν τούτοις το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο θεωρώντας εσφαλμένα ότι υπάγονται μισθολογικά στις ρυθμίσεις του Ν. 4024/2011 κατέβαλε σε αυτούς έναντι των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων 2011 και Πάσχα 2012 τα αναφερόμενα ποσά, τα οποία υπολείπονται των νομίμων. Ζήτησαν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να καταβάλει για την ανωτέρω αιτία στον κάθε ένα εξ αυτών το αιτούμενο με την αγωγή ποσό νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 35/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου …………. με την οποία έγινε η εν όλω δεκτή η άνω αγωγή ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσίαν, κατόπιν δε ασκηθείσης εφέσεως κατ’ αυτής εξεδόθη η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …………., με την οποία απερρίφθη η ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα ουσιώδη: “Με το παραπάνω όμως περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη στο σύνολό της, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, οι ενάγοντες δεν έχουν ενεργό αξίωση κατά της εναγομένης – εργοδότριας ως … ανώνυμης εταιρείας, για επιδόματα εορτών υπέρτερα των καθοριζομένων με το ν. 4024/2011. Ειδικότερα, εφόσον απασχολούνταν στην εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά τον κρίσιμο για την ισχύ των διατάξεων του δεύτερου κεφαλαίου του ν. 4024/2011 χρόνο, που είναι η 1.11.2011 (άρθρο 32 παρ. 4), ήτοι προτού καταστούν ληξιπρόθεσμες οι αξιώσεις τους για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2011 και Πάσχα 2012, τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή τους οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Η υπαγωγή τους στις επίδικες διατάξεις δεν εδράζεται στο άρθρο 4 του ν. 4024/2011, όπως ορθώς εκθέτουν, δυνάμει του οποίου εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του μόνον οι υπάλληλοι με δημοσίου δικαίου σχέση (δηλαδή οι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ.) και οι εργαζόμενοι με αορίστου χρόνου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ., αλλά στις προβλεπόμενες μισθολογικές “αναλογικές” ρυθμίσεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι προτού αντικατασταθεί με το ν. 4093/2012 κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη, που αφορά στους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των λοιπών επιχειρήσεων του Δημοσίου, κατά τις διακρίσεις που εισάγονται στις παραγράφους 2 επ. του ίδιου άρθρου, σε συνδυασμό και με το άρθρο 32 αυτού. Πράγματι, το εναγόμενο Ν.Π.Ι Δ., κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, έχει συσταθεί ως … ανώνυμη εταιρεία του Δήμου …………., κατά τις διατάξεις των άρθρων 265 επ. του Κ.Δ.Κ., επομένως έχει ευθέως από το νόμο αυτοδιοικητικό σκοπό, στοχεύοντας στην ενίσχυση και υποστήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης όχι εν γένει, αλλά σε συνάρτηση προς την εποικοδομητική αξιοποίηση, τη λειτουργία, τον έλεγχο και την εκμετάλλευση της δημοτικής ακίνητης περιουσίας και των κοινόχρηστων χώρων του δήμου. Περαιτέρω, ο Δήμος …………. δύναται να ασκεί έμμεσα αποφασιστική επιρροή στα πεπραγμένα της εταιρείας, λόγω της μονοπωλιακής συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο και της εξ αυτού του λόγου χρηματοοικονομικής συμμετοχής του, η οποία δεν αίρεται από την απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής επιχορήγησής της από το Δήμο (άρ. 265 ΚΔΚ), υπό τις εξής εκ του νόμου προκείμενες: α) ο Δήμος …………. είναι ο μοναδικός κύριος των μετοχών της, που εκπροσωπεί το σύνολο του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της, β) ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου στη γενική της συνέλευση, γ) διορίζει δια του δημοτικού συμβουλίου του όλα τα μέλη της διοίκησής της, τα οποία διαμορφώνουν τη στρατηγική και την πολιτική ανάπτυξης της εταιρείας, όπως και τους αναπληρωτές τους, δυνάμενο να επιλέγει το 1/3 εξ αυτών από τους αιρετούς εκπροσώπους του και δ) το προσωπικό της (… ανώνυμης) εταιρείας συνδέεται με αυτή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και προσλαμβάνεται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για την πρόσληψη του προσωπικού των Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρ. 258 παρ. 1 σε συνδ. με άρ. 266 παρ. 4 ν. 3463/2006). Εκ των ανωτέρω καθίσταται εύληπτο ότι η εναγομένη εταιρεία στερείται πλήρους αυτοτέλειας, οργανωτικής, διοικητικής, οικονομικής, περιουσιακής, επιχειρησιακής και διαχειριστικής, όπως ισχύει για τις κοινές ανώνυμες εμπορικές εταιρείες, υποκείμενη στην εποπτεία και τον έλεγχο του ομώνυμου Δήμου ………….. Τούτο μάλιστα ισχύει ανεξάρτητα από την υπαγωγή της στην έννοια των δημοσίων επιχειρήσεων του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)” … δοθέντος ότι η εν λόγω κατηγοριοποίηση δεν είναι κρίσιμη, ούτε καθοριστική για την ένταξη στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 31 του ν. 4024/2011. Προσέτι, και υπό το πρίσμα της τελολογικής ερμηνείας, με χο κεφάλαιο δεύτερο του ίδιου νόμου επιδιώκεται η περιστολή των αμοιβών, των επιδομάτων και λοιπών απολαβών των στελεχών και του προσωπικού όσο το δυνατόν περισσότερων φορέων του δημοσίου τομέα. Η άνω σαφής πρόθεση του νομοθέτη καταδεικνύεται αναμφίλεκτα και από τον περιορισμό των εξαιρέσεων στις ρητές και εξαντλητικά απαριθμούμενες περιπτώσεις (άρ. 4 παρ. 2 του ν. 4024/2011), επί σκοπώ όπως η επέκταση της εφαρμογής του κανόνα να καλύπτει ευρύτατο πεδίο και με τέτοιο τρόπο ώστε, εν αμφιβολία, το τεκμήριο να υφίσταται υπέρ του κανόνα και όχι των εξαιρέσεων, οι δε διατάξεις που θα μπορούσαν να εισαγάγουν τέτοιες εξαιρέσεις να είναι ανεξαρτήτως κριτηρίων, στενά ερμηνευτέες. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις κατισχύουν κάθε όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (άρ. 31 παρ. 9 και 32 παρ. 1,4 ν. 4024/2011), χωρίς να απαιτείται προς τούτο ειδική πρόβλεψη περί εφαρμογής των διατάξεων των μονίμων υπαλλήλων στις ισχύουσες ΣΣΕ που αφορούν στους ενάγοντες, καθώς από τις άνω διατάξεις προδήλως δεν τίθεται τέτοια πρόσθετη προϋπόθεση. Και είναι βέβαιο ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 περιορίζουν το πεδίο της συλλογικής αυτονομίας καθώς και τα μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών του (ευρύτερου) δημοσίου τομέα και εισάγουν σοβαρή υποχώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με αντίστοιχη εξασθένηση της θέσης τους έναντι των εργοδοτών, αφού δι’ αυτών τέθηκε ανώτατο όριο στις αποδοχές των εργαζομένων στο σύνολο των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και καταργήθηκε κάθε διάταξη σ.σ.ε. ή διαιτητικής απόφασης που καθορίζει αποδοχές οι οποίες υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων, τα οποία εκτείνονται σ’ ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω διαρθρωτικών διαρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, της μείωσης του κόστους εργασίας, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και της εν γένει νομοθετικής προσαρμογής των όρων εργασίας στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που προέκυψαν μετά την εκδήλωση και την όξυνση της δημοσιονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους. Σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου ν. 4024/2011, τις ρυθμίσεις αυτές υπαγόρευσε η ζωτικού δημοσίου συμφέροντος ανάγκη “επίτευξης των στόχων και εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε με το ν.3985/2011 (Α’151) και εξειδικεύθηκε με τις διατάξεις των ν. 3986/2011(Α’152) και ν.4002/2011 (Α’180).- Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει όσων πιο πάνω εκτίθενται ως προς τις εκτιμήσεις του νομοθετικού οργάνου τις σχετικές προς το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον που ανάγεται στην προστασία της εθνικής οικονομίας, τα μέτρα αυτά που ελήφθησαν όλως εξαιρετικώς, προ του κινδύνου κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και θα ισχύουν για περιορισμένο χρόνο, μέσα στα πλαίσια και κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (άρθρο 31 παρ. 8. ν. 4024/2011), σύμφωνα και με τις επιταγές της παρ. 1 του άρθρου 106 του Συντάγματος, δεν εμφανίζονται ως μη πρόσφορα ή μη αναγκαία για την επίτευξη του παραπάνω συνταγματικώς θεμιτού σκοπού και ειδικότερα οι μισθολογικές ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 δεν πλήττουν δυσανάλογα τη συλλογική αυτονομία και τη συνδικαλιστική ελευθερία, ούτε αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού των εναγόντων ότι με τις παραπάνω διατάξεις παραβιάζεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και η συνδικαλιστική ελευθερία απορριπτομένου ως νόμω αβασίμου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δικαιολογημένα και καθ’ όλα σύμφωνα προς το Σύνταγμα οι ενάγοντες δεν εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής των μισθολογικών διατάξεων του ν. 4024/2011 αναφορικά με τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2011 και Πάσχα 2012…
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την έφεση του εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (με την οποία κατά τα προεκτεθέντα είχε γίνει δεκτή η αγωγή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη), εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή την απέρριψε ως μη νόμιμη. Με τις ανωτέρω κρίσεις του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα δεν παραβίασε τις παρατεθείσες στην μείζονα σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2, 23 παρ. 1 του Συντάγματος και 4, 31, 32 Ν. 4024/2011 από τις οποίες σαφώς προκύπτει ότι το εναγόμενο ως … Δημοτική Ανώνυμη Εταιρεία του Δήμου …………. υπάγεται στις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4024/2011 που ισχύουν από την 1-11-2011 και εφεξής και προβλέπουν άμεση περικοπή έως και του 25% των αποδοχών των εργαζομένων εις αυτό και κατανομή της τυχόν επί πλέον μείωσης σε ισόποσες μεταξύ τους δόσεις την 1-11-2012 και την 1-11-2013.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση της ως άνω πλημμέλεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται πλημμέλειες από τον αριθ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και στερείται αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Τούτο δε διότι ο αναιρετικός αυτός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή χωρίς να εισέλθει στην κατ’ ουσίαν έρευνα αυτής, όπως εν προκειμένω.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατάθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 182, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-1-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθ. 118/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …………..
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία δαπάνη ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: dimosnet.gr