Κάθε ημέρα που περνά, αποδεικνύεται η εμμονή της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως στην «αναγκαιότητα διασύνδεσης» της Παιδείας με την… επιχειρηματικότητα, ήτοι: ένα υποταγμένο, επιλεκτικό σχολείο στους «νόμους» της αγοράς, ένα σχολείο με αποκλεισμούς και διακρίσεις, ένα σχολείο από το οποίο θα αποφοιτούν υποτακτικοί, πειθήνιοι και.. απασχολίσιμοι πολίτες, χωρίς γενική μόρφωση, χωρίς κριτική και οιαδήποτε άλλη σκέψη τους για ενεργή συμμετοχή και παρέμβασή τους σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής (αγώνες, συνδικαλισμό, πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση κ.λπ.). Επιπλέον, αποδεικνύεται πως έχει «στο μάτι» τη μαχόμενη εκπαίδευση, καθώς δεν ξεχνά τους δύο ηχηρούς… μπάτσους που έφαγε, το Νοέμβρη του 2021, με τις ψευτοεκλογές – παρωδία για τα υπηρεσιακά συμβούλια, και το Μάρτη του 2022 με την «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας. Κι αν προσθέσουμε σ’ αυτά και το γεγονός ότι η «Ήττα» Κεραμέως δεν κατάφερε να επιβάλει ούτε τις κάμερες ούτε τη μετατροπή των εκπαιδευτικών σε καταδότες των ίδιων τους των μαθητών στα κατειλημμένα σχολεία τον Οκτώβρη του 2021, τότε μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για τέσσερις εκκωφαντικές αρνήσεις – ήττες της (εξ ου και το… αναβάπτισμά της).
Δέσμευση στα συμφέροντα που υπηρετούν
Στο πλαίσιο, εξάλλου, της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης, αντιλαϊκής και αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, για την οποία κυβέρνηση της ΝΔ και «Ήττα» έχουν δεσμευθεί στα συμφέροντα που εκπροσωπούν, και ο νόμος 4692/2020 (ΦΕΚ 111Α/12-06-2020) «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» (Κεφάλαιο Β, άρθρα 10, 11, 12, 13), οι υπουργικές αποφάσεις που ακολούθησαν για το χαρακτηρισμό δημόσιων σχολικών μονάδων ως Πρότυπων (Π.Σ.) ή Πειραματικών Σχολείων (ΠΕΙ.Σ.), καθώς και οι εξετάσεις που διεξήχθησαν, σήμερα το πρωί, για την εισαγωγή μαθητών στα Π.Σ. και η κλήρωση για εισαγωγή στα ΠΕΙ.Σ.
«Καύσιμη ύλη» για την κερδοφορία του κεφαλαίου
Να υπογραμμιστεί ότι το υπουργείο Παιδείας προχώρησε σε αυτές τις διαδικασίες, παρά το ότι Σύλλογοι Διδασκόντων έχουν λάβει αρνητικές αποφάσεις για τη δημιουργία σχολείων «για λίγους κι εκλεκτούς», που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με τις προδιαγραφές των ακριβών ιδιωτικών, αποφάσεις που λένε «όχι» σε ένα ακόμη τσάκισμα του δημόσιου, καθολικού και δωρεάν αγαθού της Δημόσιας Παιδείας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ν.4692/2020 «απογειώνει» τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση και πλήττει άμεσα τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών της εργατικής τάξης και «προετοιμάζει» μια γενιά παιδιών που θα αποτελέσουν το νέο ευέλικτο εργατικό δυναμικό, καύσιμη ύλη στην διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Πέραν αυτών, συντελεί στην εκδίωξη μαθητών από την εκπαίδευση, στην επιβολή εργασιακών σχέσεων γαλέρας και στην απόλυση εκπαιδευτικών. Για την ιστορία: το σύστημα αυτό, σε όσες χώρες εφαρμόστηκε, είχε οδυνηρά αποτελέσματα για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα.
Πλήγμα στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών
Ο Ν.4692/2020, λοιπόν, πλήττει τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, καθώς οι παραπάνω διαδικασίες (εξετάσεις, κλήρωση) σημαίνουν άμεσα ότι οι μαθητές που θα φοιτούσαν στα σχολεία αυτά, με βάση τα χωροταξικά όρια, θα πρέπει να αναζητήσουν άλλα σχολεία σε μεγαλύτερη απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους (γίνεται υποχρεωτική η μετακίνησή τους), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχολογία τους αλλά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, σε μια περίοδο που εξαιτίας της πανδημίας και της ακρίβειας, οι οποίες «καλπάζουν» με πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης, η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα διογκώνονται. Με λίγα λόγια, χάνεται το σχολείο της γειτονιάς και αυτή που θα πληγεί περισσότερο είναι η λαϊκή οικογένεια, που καλείται και πάλι να υποστεί τις επιπτώσεις μιας βαθιά ταξικής πολιτικής που διαχέει στην εκπαίδευση τις ήδη υπάρχουσες στην κοινωνία ανισότητες.
Σχολεία για «λίγους και εκλεκτούς»
Τα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ. εντάσσονται σε ένα πλαίσιο λειτουργίας που υπαγορεύεται από την «ανάγκη» η αστική τάξη να δημιουργήσει «εκλεκτά» σχολεία για τους γόνους της. Η μοναδική θέση την οποία προωθούν οι θερμοί θιασώτες των προτύπων είναι αυτή της «αριστείας». Σχολεία, βαθιά ταξικά προεγκριμένα, με ένα προσανατολισμένο μαθητικό δυναμικό που συνδέεται στο εσωτερικό του με ένα ισχυρό και αδιαίρετο κρίκο: την ταξική καταγωγή, την τάξη που ανήκει, κι όχι τη γνώση που ανήκει σε όλους τους μαθητές/-τριες. Η μόνη διάκριση μεταξύ των δύο στο ότι τα μεν Π.Σ,είναι σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίες «στοχεύουν στην καλλιέργεια και τη διάχυση της ιδέας και των πρακτικών της αριστείας στο εκπαιδευτικό σύστημα», τα δε ΠΕΙ.Σ. είναι σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, οι οποίες «στοχεύουν στην υποστήριξη του πειραματισμού και της πιλοτικής εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε τυχαίο δείγμα του μαθητικού πληθυσμού».
«Δούρειος Ίππος» για εφαρμογή αντιδραστικής αξιολόγησης
Επιπλέον, τα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ. είναι το μόνο μέσον για την εφαρμογή της αντιδραστικής αξιολόγησης, αφού σ’ αυτά τα σχολεία θα «αξιολογούνται» όλοι και όλα διαρκώς, και με βάση τα περιλαμβανόμενα στον νόμο αναλαμβάνουν «ηγετικό» ρόλο εντός της ομάδας όμορων σχολείων που ανήκουν, και καλούνται να συνδράμουν μέσω του παραδείγματος, των δράσεων τους και της επιμόρφωσης στην προώθηση εκπαιδευτικών αλλαγών με νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα. Με άλλα λόγια αναλαμβάνουν το ρόλο της επέκτασης όλων των αντιδραστικών αντιεκπαιδευτικών σχεδίων στο σύνολο των σχολείων. Επίσης, αν κάποιο σχολείο γίνει Πειραματικό ή Πρότυπο ακόμα και αν σε όλα τα άλλα σχολεία δεν καταφέρουν να εφαρμόσουν την «αξιολόγηση», σε αυτό θα εφαρμόζεται, όπως γίνεται και στα ήδη υπάρχοντα Πρότυπα και Πειραματικά. Σε καταγγελίες Εκπαιδευτικών Συλλόγων και Εργατικών Συλλογικοτήτων, όπως η Αγωνιστική Ριζοσπαστική Ενότητα (ΑΡΕΝ) και η Πρωτοβουλία Ανεξάρτητων Εκπαιδευτικών ΠΕ (ΠΠΕ) έχει υπογραμμιστεί ότι οι διαδικασίες έτρεξαν «με ευθύνη κάποιων διευθυντών σχολείων και διευθυντών εκπαίδευσης που έχουν λάβει άνωθεν εντολές να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα που δίνει ο νόμος και να λειτουργήσουν ως δούρειοι ίπποι, ξεπερνώντας με αυτόν τον άθλιο τρόπο το “εμπόδιο” της διαφωνίας των Συλλόγων Διδασκόντων. Είναι δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα όλοι αυτοί θα λογοδοτήσουν απέναντι στον κλάδο, καθώς προέρχονται ακόμη από αυτόν μέχρι να αντικατασταθούν από “καθαρόαιμους” managers και να γνωρίζουμε καθαρά ποιοι είναι οι αντίπαλοί μας!». Είναι προφανές, συμπληρώνουν, «ότι η σπουδή και η επιμονή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας για τα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία, συμπληρώνουν, σχετίζεται άμεσα με την πρόθεση επιβολής της “αξιολόγησης” στην εκπαίδευση, η οποία στην παρούσα φάση αποτράπηκε με τη συμμετοχή του κλάδου στην Απεργία-Αποχή που κήρυξαν οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, με ποσοστά που υπερβαίνουν το 85%».
Άρση μονιμότητας και απολύσεις
Η νομοθεσία για τα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ. κατακρεουργεί και τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Αναφέρουν η ΑΡΕΝ και η ΠΠΕ: «η κατάργηση των οργανικών θέσεων των υπηρετούντων στα σχολεία αυτά συναδέλφων και η εργασιακή περιπλάνηση στην οποία οδηγούνται, αποτελούν ευθεία επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα του κλάδου, καθώς ανοίγει ο δρόμος για την κατάργηση της μονιμότητας. Εξάλλου, μπαίνει τέλος και στο αφήγημα της κυβέρνησης περί μη τιμωρητικής αξιολόγησης, που αποσκοπεί στη βελτίωση του συστήματος, εφόσον όσοι εκπαιδευτικοί δεν θα καλύπτουν τα μετρήσιμα standards, θα αποπέμπονται». Οι εκπαιδευτικοί τοποθετούνται στα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ. όχι με οργανική θέση αλλά με θητεία. Εκτός από τα ακαδημαϊκά προσόντα, στην επιλογή θα παίζει ρόλο και η προσωπικότητα και η συγκρότηση, που θα πιστοποιούνται με τη γνωστή και μη εξαιρετέα συνέντευξη. Οι εκπαιδευτικοί θα «αξιολογούνται» κάθε δύο χρόνια και θα επανακρίνονται κάθε τέσσερα! Το χειρότερο, όμως, είναι ότι από τα σχολεία αυτά χάνονται οι οργανικές θέσεις των υπηρετούντων οργανικά τοποθετημένων εκπαιδευτικοί, οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν για δύο χρόνια στο σχολείο, να επιμορφωθούν και αν αξιολογηθούν θετικά, να συνεχίσουν την τετραετή τους θητεία. Σε διαφορετική περίπτωση απομακρύνονται και συγκεκριμένα, «οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι χάνουν την οριστική τους τοποθέτηση, σύμφωνα με την παρ. 15, τοποθετούνται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, συγκρινόμενοι με τους υπεράριθμους εκπαιδευτικούς, με βάση το σύνολο των μονάδων μετάθεσης και τις δηλώσεις προτίμησής τους σε κενές οργανικές θέσεις σχολείων της ίδιας ομάδας και, όπου αυτό δεν είναι δυνατόν, σε κενές θέσεις σχολείων όμορης ομάδας της ίδιας περιοχής μετάθεσης». Η κυβέρνηση της ΝΔ με αυτήν τη ρύθμιση κάνει το πρώτο βήμα για την άρση της μονιμότητας των εκπαιδευτικών, υπονομεύοντας τα θεμέλια της οργανικής θέσης, και ανοίγει το δρόμο για απολύσεις.
Διδασκαλία στα σχολεία της «κοινωνικής πλέμπας»
Στα στα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ., θα υπάρχει μόνιμη και διαρκής «αξιολόγηση» των πάντων. Όπως προαναφέρθηκε, οι εκπαιδευτικοί θα «αξιολογούνται» και ατομικά και όποιοι δεν πληρούν τις προδιαγραφές, θα αποπέμπονται, ως ακατάλληλοι για τα σχολεία «των αρίστων», προκειμένου να διδάξουν στα σχολεία της «κοινωνικής πλέμπας»! Αυτά τα ανατριχιαστικά προβλέπονται σε νομοθεσία χώρας στην οποία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη η ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση. Και για όλους όσοι αμφιβάλλουν ακόμη για το αν αυτά τα σχολεία θα αποτελέσουν το κεντρικό εργαλείο εφαρμογής της αξιολόγησης, στον νόμο προβλέπεται ότι «τα Πρότυπα και Πειραματικά αναλαμβάνουν «ηγετικό» ρόλο εντός της ομάδας όμορων σχολείων που ανήκουν και καλούνται να συνδράμουν μέσω του παραδείγματος, των δράσεων τους και της επιμόρφωσης». Έτσι ερμηνεύεται η αλαζονική βεβαιότητα – απάντηση της «Ήττας» Κεραμέως στην ΟΛΜΕ ότι η «αξιολόγηση» θα εφαρμοστεί, διότι αποτέλεσε βασικό άξονα του προεκλογικού προγράμματος της Ν.Δ.
Το κράτος αποχωρεί από τη χρηματοδότηση των δημόσιων σχολείων
Τέλος, για πρώτη φορά προβλέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο το κυνήγι των «χορηγών» για τη χρηματοδότηση των σχολείων. Θεσμοθετείται το συμβούλιο στήριξης του σχολείου με τη συμμετοχή του δήμου, του συλλόγου γονέων, του συλλόγου αποφοίτων αλλά και εξωσχολικών «προσωπικοτήτων» της τοπικής κοινωνίας. Αυτό αποφασίζει για θέματα που σχετίζονται με την προσφορά του σχολείου στην τοπική κοινωνία, μεριμνά για θέματα που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή και τους οικονομικούς πόρους του σχολείου, καθώς και με την αξιοποίηση και διάθεση των οικονομικών πόρων της σχολικής μονάδας, πέραν όσων διαχειρίζεται η αρμόδια Σχολική Επιτροπή. Το κράτος αποχωρεί από τη χρηματοδότηση των δημόσιων σχολείων και τα εγκαταλείπει στην τύχη τους εξαρτώμενα από τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία των χορηγών.