Το τελευταίο διάστημα το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ δείχνει να ασχολείται με ένα θέμα: την εγγραφή της Ομοσπονδίας στο ΓΕΜΗΣΟΕ, το νέο «ψηφιακό μητρώο» των σωματείων, που έχει καταγγελθεί από σύσσωμο το συνδικαλιστικό κίνημα ως απαράδεκτη παρέμβαση του κράτους στη λειτουργία των συνδικάτων και ως μορφή «ηλεκτρονικού φακελώματος».
Ακόμη πιο ενδιαφέρον έχει ότι σε αυτή την εμμονή με το ΓΕΜΗΟΣΕ πρωτοστατεί η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, που αυτόν τον καιρό «συγκυβερνά» με την «επίσημη» παράταξη της Νέας Δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει για άλλη μια φορά τη διαχρονική αδυναμία της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ να λειτουργήσει στοιχειωδώς ως ένα σωματείο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα εργαζομένων που θέλουν να εργάζονται και να αμείβονται με αξιοπρέπεια και όχι ως πεδίο διαγκωνισμού κομματικών και εργοδοτικών προτεραιοτήτων.
Ως προς την ουσία του θέματος με το ΓΕΜΗΣΟΕ είναι γνωστό ότι η ΕΣΗΕΑ ήδη από το 1982 εξαιρείται από πολλές πλευρές της συνδικαλιστικής νομοθεσίας όπως αποτυπώθηκαν στον Ν. 1264/82. Στο βαθμό που η εισαγωγή του ΓΕΜΗΣΟΕ είναι μια τροποποίηση αυτού ακριβώς του νόμου, η ΕΣΗΕΑ δεν υποχρεώνεται σε εγγραφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ για να είναι δημοσιογραφική ένωση. Αυτό εξηγεί και γιατί δεν είναι υποχρεωμένη, εκτός των άλλων, να καθιερώσει ηλεκτρονικές συνελεύσεις και ψηφοφορίες.
Όμως, ο νόμος Χατζηδάκη (4808/2021) έχει μια επιπλέον ρύθμιση που υποχρεώνει ουσιαστικά τα συνδικάτα (και τις εργοδοτικές ενώσεις) που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις να είναι εγγεγραμμένα στο ΓΕΜΗΣΟΕ. Αυτό είναι το επίδικο και στη συζήτηση της ΕΣΗΕΑ.
Την ίδια στιγμή, το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα εξακολουθεί να αμφισβητεί την εφαρμογή του Νόμου, να έχει προσφύγει στα δικαστήρια ενάντια στην εφαρμογή του και να δηλώνει ότι στην πράξη θα προχωρήσει σε ανυπακοή.
Με αυτά τα δεδομένα, αν η ΕΣΗΕΑ σκεφτόταν ως σωματείο εργαζομένων δημοσιογράφων και στο βαθμό που εξαιρείται από συγκεκριμένες διατάξεις του Νόμου Χατζηδάκη, το βασικό που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να συμπαραταχθεί με το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα για την ανυπακοή και την ανατροπή αυτού του νόμου.
Μάλιστα, θα περίμενε κανένας ότι ως σωματείο των ανθρώπων που εργάζονται στα ΜΜΕ και συνδιαμορφώνουν τη «δημόσια σφαίρα» της χώρας, θα καλούσε τα μέλη τους να συμβάλουν στην αποκάλυψη των συνεπειών των αλλαγών στην εργατική νομοθεσία, στην ενημέρωση των άλλων εργαζομένων και στο άνοιγμα μιας μεγάλης συζήτησης για αυτές τις αλλαγές.
Αντ’ αυτού έχουμε την ιδιότυπη πρεμούρα της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ να σπεύσει να γραφτεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ, ως εάν να θέλει να δείξει πόσο πολύ αποδέχεται αυτό το πλαίσιο.
Πάμε τώρα στο επιχείρημα για την συλλογική σύμβαση. Είναι τουλάχιστον κωμική η εικόνα που παρουσιάζεται ότι αυτό που λείπει για να έχουμε συλλογική σύμβαση στον κλάδο είναι το ζήτημα του ΓΕΜΗΣΟΕ. Για την ακρίβεια, μακάρι το μόνο πρόβλημα που θα είχαμε ως προς τη συλλογική σύμβαση να ήταν αυτό του ΓΕΜΗΣΟΕ.
Στην πραγματικότητα, η ΕΣΗΕΑ αυτή τη στιγμή απέχει πάρα πολύ από το να μπορεί να διεκδικήσει συλλογική σύμβαση.
– Δεν έχει κάνει εδώ και χρόνια καμία απολύτως συζήτηση για το διεκδικητικό πλαίσιο μιας συλλογικής σύμβασης, δεν έχει διαμορφώσει πρόταση και δεν έχει κάνει καμία γενική συνέλευση ή συνελεύσεις στα ίδια τα Μέσα για να συζητήσει αυτό το πλαίσιο με τον κλάδο.
– Δεν έχει κάνει καμία συζήτηση για το πώς θα είναι μια συλλογική σύμβαση σε μια συνθήκη όπου πολύ μεγάλο μέρος των συναδέλφων δεν εργάζονται με όρους εφημερίδας, αλλά με όρους βάρδιας σε ιστοσελίδες και ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτό σημαίνει ότι ζητήματα όπως ωράρια, βάρδιες, μέγιστος αριθμός ημερών εργασίας το μήνα, υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή, πληρωμή των επιπλέων ποσών για νυχτερινά, Κυριακές, αργίες, απλώς δεν έχουν συζητηθεί για να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικής ρύθμισης με βάση τα χαρακτηριστικά του κλάδου. Ούτε έχει συζητήσει τις νέες μορφές παρεμβάσεων, λογοκρισίας και τελικά αναίρεσης του δημοσιογραφικού χαρακτήρα της δουλειάς μας, που εμφανίζονται στον κλάδο και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν και μέσα από τη συλλογική σύμβαση.
– Δεν έχει συζητήσει με ποιους θα συνάψει τη συλλογική σύμβαση γιατί είναι προφανές ότι να τη συνάψει με την Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών – εάν και στο βαθμό που αυτή λειτουργεί – απειλεί να την καταστήσει εξ ορισμού κενό γράμμα. Τι θα γίνει με τις ιστοσελίδες; Τι θα γίνει με τους ομίλους και την ταυτόχρονη απασχόληση σε διάφορα μέσα του ίδιου ομίλου; Με ποιες εργοδοτικές ενώσεις πρέπει να διαπραγματευτούμε;
– Δεν έχει κάνει καμία προεργασία για απεργιακή κινητοποίηση για τη συλλογική σύμβαση, ως εάν απλώς να πάει η ΕΣΗΕΑ στη διαπραγμάτευση με τα λογικά της επιχειρήματα. Παραβλέπει, δηλαδή, ότι απέναντί μας έχουμε κυνικούς επιχειρηματικούς ομίλους που προφανώς και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μην έχουν συλλογική σύμβαση και να συνεχίσουν να γράφουν σε κείμενα ατομικών συμβάσεων ότι ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να απασχολείται και Κυριακές και αργίες χωρίς επιπλέον αμοιβή.
– Ακόμη και για τα δημόσια ΜΜΕ, όπου εάν καταλάβαμε από τις ανακοινώσεις της ΕΣΗΕΑ η «γραμμή» είναι ότι εάν η κυβέρνηση δεν υπογράψει νέα ΚΥΑ αυτή θα πρέπει να διεκδικηθεί ως συλλογική σύμβαση, όλα τα παραπάνω ισχύουν με το παραπάνω: εάν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να πιεστεί για μια ΚΥΑ, πώς θα υποχρεωθεί σε μια ΣΣΕ, ιδίως πλέον που η προσφυγή στη διαιτησία ως κατάληξη δεν είναι πια το ίδιο εύκολη, δεν εγγυάται καλύτερη σύμβαση και μπορεί να αμφισβητηθεί; Δηλαδή, και εδώ το πρόβλημα δεν είναι το ΓΕΜΗΣΟΕ αλλά η πραγματική κινητοποίηση και προετοιμασία για σύγκρουση.
Και ένα τελευταίο: Η ΕΣΗΕΑ αυτή τη στιγμή με το να τρέξει να γραφτεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ δεν προσφέρει καμία υπηρεσία στον κλάδο. Μόνο στην κυβέρνηση προσφέρει υπηρεσία. «Σπάζοντας» το μέτωπο της ανυπακοής δίνει επιχειρήματα στην κυβέρνηση να λέει ότι η ρύθμιση γίνεται αποδεκτή. Άρα σε καμιά διαπραγμάτευση για ΣΣΕ δεν πρόκειται να οδηγήσει αυτή η επιλογή, παρά μόνο στο να επικαλείται η κυβερνητική πλευρά στα δικαστήρια που θα εκδικάσουν τις σχετικές προσφυγές άλλων σωματείων, και το παράδειγμα της ΕΣΗΕΑ.