Η εισβολή στην Ουκρανία αποκαλύπτει μια διαδικασία «κανονικοποίησης» του διαδικτύου που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια. Ο ψηφιακός δημόσιος χώρος δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση: αντιθέτως, υπόκειται σε πολιτικές πιέσεις και όλο και πιο παρεμβατικές προσπάθειες κρατικού ελέγχου, όπως ακριβώς και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης
Η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία και η επακόλουθη παρατεταμένη σύγκρουση είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η δημόσια σφαίρα μετασχηματίζεται υπό την επήρεια των μονοπωλιακών ψηφιακών πλατφορμών. Και στις δύο χώρες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν σημαντικές πηγές πληροφόρησης για την πλειονότητα του πληθυσμού. Περισσότερο από το 80% των Ρώσων έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και σχεδόν το 70%, ή σχεδόν 100 εκατομμύρια άνθρωποι, χρησιμοποιούν τακτικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην Ουκρανία, το ποσοστό των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ανέρχεται στο 60%, επίπεδο συγκρίσιμο με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι χρήσεις αυτές είναι πολύ πιο ανεπτυγμένες μεταξύ των αστικών στρωμάτων και των νέων, οι οποίοι είναι μανιώδεις καταναλωτές και παραγωγοί περιεχομένου σχετικά με τον πόλεμο.
Πράγματι, από την έναρξη της εισβολής, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί από μαρτυρίες θυμάτων και προσφύγων, βίντεο από μάχες και βομβαρδισμούς, memes για τον πόλεμο, μηνύματα και πρωτοβουλίες υποστήριξης, αλλά και οργανωμένες εκστρατείες προπαγάνδας που μεταδίδονται άμεσα σε όλο τον πλανήτη. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πρώην ηθοποιός και τηλεοπτικός παραγωγός, διακρίνεται για την καινοτόμο και πολύ αποτελεσματική ψηφιακή επικοινωνία του, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός κύματος αλληλεγγύης προς τους Ουκρανούς σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ομως, και αυτός μετέδωσε κάποιες ανακριβείς πληροφορίες. Από την πλευρά τους, οι ρωσικές αρχές εξαπολύουν τακτικά εκστρατείες παραπληροφόρησης. Πιο πρόσφατα, προώθησαν μια φήμη που ξεκίνησε από την αμερικανική Ακροδεξιά σχετικά με την υποτιθέμενη ύπαρξη στην Ουκρανία εργαστηρίων βιολογικών και χημικών όπλων.
Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι η εισβολή στην Ουκρανία είναι μια κλασική περίπτωση «ψηφιακού πληροφοριακού πολέμου» – δηλαδή μιας μάχης στο διαδίκτυο για την οικοδόμηση λαϊκής στήριξης, τη δημιουργία συμπάθειας σε δυνητικούς συμμάχους και την ταυτόχρονη διασπορά σύγχυσης, αβεβαιότητας και δυσπιστίας στον αντίπαλο και στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Το νέο στοιχείο είναι ότι ο πληροφοριακός αυτός πόλεμος δεν περιορίζεται στη συμβατική προπαγάνδα, αλλά περιλαμβάνει επίσης τη μαζική χρήση μιας νέας μορφής λογοκρισίας, την αποπλατφορμοποίηση (deplatformization), δηλαδή την απαγόρευση πρόσβασης σε σημαντικά κανάλια διάδοσης πληροφοριών, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι πλατφόρμες διάθεσης περιεχομένου. Από την αρχή της σύγκρουσης, τα υποστηριζόμενα από τη Ρωσία μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των RT (Russia Today) και Sputnik, έχουν λογοκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε αντίποινα, η ρωσική κυβέρνηση λογόκρινε το Facebook, το Instagram, το Twitter και το TikTok και περιόρισε σημαντικά την ελευθερία των δημοσιογράφων. Μετά την αναστολή των λογαριασμών του Ντόναλντ Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λόγω της επίθεσης στο Καπιτώλιο το 2021, πρόκειται για ακόμη ένα βήμα στη διαδικασία ενίσχυσης του πολιτικού και κρατικού ελέγχου των μονοπωλιακών ψηφιακών πλατφορμών και κατ’ επέκταση της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας.
Η παρέμβαση της Ε.Ε. κατά των ρωσικών κρατικών μέσων ενημέρωσης είναι μόνο μία από τις πολλές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις δυτικές χώρες στη Ρωσία, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διαδικτυακές υπηρεσίες παροχής περιεχομένου εργαλειοποιούνται από τα κράτη. Για παράδειγμα, οι μονοπωλιακές ψηφιακές πλατφόρμες των GAFAM (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) -που ήδη απειλούνται από ρυθμίσεις που θα περιόριζαν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα- βρίσκονται τώρα υπό αυστηρό πολιτικό έλεγχο και χρησιμοποιούνται στην τρέχουσα σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας ως γεωπολιτικά όπλα.
Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και τον πλουραλισμό των πληροφοριών που διατίθενται στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Αυτό ήταν που ώθησε την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων να καταγγείλει τις επιπτώσεις αυτής της «κατηφόρας λογοκρισίας» στην Ευρώπη. Πράγματι, το επιχείρημα που προβάλλεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να δικαιολογήσει την απαγόρευση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης δεν περιορίζεται στην καταδίκη της πολεμικής προπαγάνδας, η οποία έχει στέρεη νομική βάση, αλλά επεκτείνεται στην «προπαγάνδα (η οποία) έχει επανειλημμένα και σταθερά στοχοποιήσει τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, ιδίως κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων».
Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. χαρακτηρίζει την προσπάθεια του RT και του Sputnik να επηρεάσουν τις πολιτικές στάσεις και απόψεις των Ευρωπαίων ως προπαγάνδα, κάτι το οποίο όμως αποτελεί θεμιτό πολιτικό λόγο που προστατεύεται από το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η έρευνα έδειξε ότι οι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων», συμπεριλαμβανομένων των αριστερών, βασίστηκαν στο RT και το Sputnik για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που ευνοούν το κίνημά τους. Αυτό έγινε για να αντιμετωπιστεί αυτό που θεωρούσαν κυβερνητική προπαγάνδα εναντίον τους από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Τα μέτρα λογοκρισίας που επέβαλε η Ε.Ε. έδωσαν στη ρωσική κυβέρνηση ένα πρόσχημα για να περιορίσει περαιτέρω τον εγχώριο δημόσιο χώρο της. Η νομική βάση αυτής της αντεπίθεσης είναι ένας νόμος που εγκρίθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση στις 4 Μαρτίου 2022, ο οποίος ποινικοποιεί τη διάδοση «ψευδών πληροφοριών», όπως το να αποκαλείται ο πόλεμος στην Ουκρανία εισβολή αντί για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», όπως είναι ο επίσημος όρος. Το TikTok, καθώς και άλλες ψηφιακές πλατφόρμες και ειδησεογραφικά μέσα αποφάσισαν να αναστείλουν τις υπηρεσίες τους στη Ρωσία αντί να συμμορφωθούν με τον νέο νόμο. Ομοίως, πολλά δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επαναπατρίσει τους ανταποκριτές τους από τη Ρωσία ή έχουν ανακοινώσει ότι θα σταματήσουν να κάνουν ρεπορτάζ.
GAFAM, τα νέα τσιράκια του κράτους;
Τα παραδείγματα που αναφέρονται εδώ αναδεικνύουν μια κρίσιμη πτυχή της εξουσίας που κατέχουν πλέον οι μονοπωλιακές πλατφόρμες, και ιδίως οι GAFAM, και τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Ο συγκεντρωτικός έλεγχος που ασκούν αυτές οι εταιρείες στις παγκόσμιες ροές πληροφοριών τις καθιστά βασικούς παίκτες σε γεωπολιτικές συγκρούσεις και πολέμους πληροφοριών. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι αυτή η δυσανάλογη δύναμη των μονοπωλιακών πλατφορμών στον ψηφιακό δημόσιο χώρο βολεύει τα κράτη, ακριβώς επειδή διευκολύνει την κάθετη και μαζική λογοκρισία που επιδιώκουν σε περιόδους πολέμου. Στην πραγματικότητα, η εισβολή στην Ουκρανία αποκαλύπτει μια διαδικασία «κανονικοποίησης» του διαδικτύου που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια. Ο ψηφιακός δημόσιος χώρος δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση: αντιθέτως, υπόκειται σε πολιτικές πιέσεις και όλο και πιο παρεμβατικές προσπάθειες κρατικού ελέγχου, όπως ακριβώς και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Πράγματι, ενώ οι GAFAM έχουν αποδειχθεί χρήσιμες στις δυτικές αρχές για την αντιμετώπιση της ρωσικής προπαγάνδας, αυτό έχει σημαντικό κόστος όσον αφορά τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και του πλουραλισμού των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στους Ευρωπαίους πολίτες και δημιουργεί ένα δυνητικά επικίνδυνο προηγούμενο. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τα αντίμετρα της ρωσικής κυβέρνησης, κινδυνεύουν να δημιουργήσουν δύο ξεχωριστές και κατακερματισμένες δημόσιες σφαίρες, τροφοδοτώντας έτσι μια αυξανόμενη έλλειψη αλληλοκατανόησης.
Επιπλέον, αυτός ο πόλεμος κατέδειξε τελικά την πλάνη της φιλελεύθερης αντίληψης για τη δημόσια σφαίρα ως «αγορά ιδεών». Η ιδέα ότι το διαδίκτυο είναι ένας φυσικός χώρος για την αντιπαράθεση ιδεών και επιχειρημάτων που αναδεικνύει την αλήθεια μοιάζει πλέον με «παραμύθι». Η ψηφιακή σφαίρα αποκαλύπτεται ως πεδίο μάχης όπου πολλαπλοί παράγοντες προσπαθούν να επιβάλουν τη δική τους ερμηνεία του κόσμου. Και οι ψηφιακές πλατφόρμες τείνουν σήμερα να μοιάζουν περισσότερο με εργαλεία άσκησης κρατικής εξουσίας παρά με χώρους δημοκρατικής χειραφέτησης.
*Αναπληρωτής καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης
**Υποψήφιος διδάκτορας στη ρύθμιση των ψηφιακών μέσων στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης
Πηγή: efsyn.gr