13 C
Athens
Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου, 2024

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που ήθελαν οι Δυτικοί

Από το Ουκρανία-γκέιτ του Χάντερ Μπάιντεν στα περίπλοκα και περιθωριακά κανάλια των λόμπι που καθορίζουν την πολιτική των ΗΠΑ και αναδεικνύουν την ανυπαρξία της ΕΕ

Πρόσφατα

Την ώρα που τα προφανή γεγονότα αποδίδουν την αποκλειστική ευθύνη στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για τη σύρραξη στην Ουκρανία, κανείς δεν σκέφθηκε να στρέψει τους προβολείς του προς το δυτικό στρατόπεδο και να βυθομετρήσει, έστω και λίγο, τα δικά του κίνητρα. Μία εξέταση που μπορεί και να αποκάλυπτε πως τη σύρραξη στην Ουκρανία δεν τη θέλησε μόνον η ρωσική πλευρά για τα δικά της γεωστρατηγικά συμφέροντα, αλλά τη συδαύλισε παρασκηνιακά, κινώντας επιδέξια τα νήματα στη μαριονέτα Ζελένσκι και η πλευρά της Δύσης, με προεξάρχουσες μεγάλες χώρες (πχ τις ΗΠΑ και τη Γαλλία) αλλά και τις πολυάριθμες «συμβουλευτικές» στρατηγικές κι οικονομικές παραφυάδες τους, που έπαιζαν τον δικό τους πολιτικό, διπλωματικό κι οικονομικό παιχνίδι.

Τι θα γινόταν, ας αναρωτηθούμε, αν στην πραγματικότητα δεν ήταν η Μόσχα, αλλά η Ουάσιγκτον που είχε κάθε συμφέρον να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία, προκειμένου να αποτρέψει το ανείπωτο μυστικό που βρίσκεται θαμμένο στο Κίεβο από το να βγει στο φως; Δηλαδή το λεγόμενο Ουκράνια-γκεϊτ που στοιχειώνει τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Μία υπόθεση σκοτεινή που αφορά τις διασυνδέσεις του Αμερικανού προέδρου με το Κίεβο και τους ομολόγους του στην Ουκρανία Πορόσενκο αρχικά κι έπειτα του «κωμικού» (κυριολεκτικά και συμβολικά). Κεντρικός άξονας στις σχέσεις αυτές ήταν η  καθ’ υπερβολήν κερδοφόρα πρόσληψη το 2014 του γιου του Μπάιντεν, Χάντερ, στο διοικητικό συμβούλιο του ουκρανικού γίγαντα φυσικού αερίου Burisma, αμέσως μετά το πραξικόπημα στην πλατεία Μαϊντάν και την ανατροπή του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανησυχία του Μπάιντεν έχει τις ρίζες της στις έρευνες του Γενικού Εισαγγελέα Βίκτορ Σόκιν, που διερευνούσε τη διαφθορά και την υπεξαίρεση κεφαλαίων στον κρατικό ενεργειακό γίγαντα. Μία υπόθεση που η εξέλιξή της υπήρξε καθοριστική για την πρόσφατη αμερικανική Ιστορία. Ο Ιταλός Αντόνιο Ντι Πιέτρο (30 χρόνια μετά το ιταλικό «Καθαρά Χέρια») αντιπροσωπεύει για τους Δημοκρατικούς μια Νέμεση του Κομεντατόρε στον Ντον Τζοβάνι, που έδωσε λαβή στον Ντόναλντ Τραμπ και τον νομικό του σύμβουλο Ρούντι Τζουλιάνι να δυσφημίσουν τον αντίπαλό του στις προεδρικές εκλογές του 2020, πιέζοντας το Κίεβο να ερευνήσει την εμπλοκή του Χάντερ στα σκάνδαλα της εταιρείας. Περιττό να τονίσουμε πως ο Βίκτορ Σόκιν κάθε άλλο παρά διεφθαρμένος ήταν και κινείτο με καθαρά αδέκαστα ελατήρια κι όχι με αμοιβή από τον Τραμπ. Όμως οι σοβαρές κι εις βάθος έρευνές του συνιστούσαν ένα «άλυτο ερώτημα» για την αμερικανική εμπλοκή και γι’ αυτόν τον λόγο το 2016 έγινε θέμα στην κατ’ ιδίαν συνάντηση μεταξύ του Ουκρανού τότε  προέδρου, Βίκτορ Ποροσένκο και του ίδιου του Τζο Μπάιντεν, τότε απεσταλμένου της απερχόμενης κυβέρνησης Ομπάμα στην Ουκρανία.

Το περιεχόμενο εκείνης της συνομιλίας είναι γνωστό, τόσο που ο ίδιος πρώην  πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, το είχε επιβεβαιώσει κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. Το βίντεο έχει δημοσιευθεί, και το ενδιαφέρον σημείο ξεκινά στο  51:58, όταν κανείς μπορεί να απολαύσει τα ρητορικά τεχνάσματα με τα οποία ο τότε ένοικος του Λευκού Οίκου διατυπώνει τη θεωρία του «qui pro quo» στο κοινό. Εν ολίγοις, ο Ομπάμα με εύσχημο τρόπο υπογράμμιζε πως εάν το Κίεβο ήθελε την ανανέωση του δανείου του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων που ενέκρινε η Ουάσιγκτον, έπρεπε να τορπιλίσει τον υπερβολικά ζήλο του Γενικού Εισαγγελέα. Όπερ και εγένετο με τον Ποροσένκο να συμφωνεί στην απόλυση του κ. Σόκιν με συνοπτικές διαδικασίες, που προκάλεσαν εντύπωση, και να πέφτει το πέπλο που σκέπαζε την υπόθεση έως τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020.

Όμως θα αναρωτηθεί κανείς: και τι σχέση έχουν όλα αυτά με την αντιπαράθεση στο Ντονμπάς; Πρώτον, πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τα υπομνήματα του αμερικανικού ΥΠΕΞ τεκμαίρουν πως έξι μήνες πριν από την υπονόμευση των ερευνών του Βίκτορ Σόκιν, η αμερικανική κυβέρνηση δήλωνε εντυπωσιασμένη από το φιλόδοξο πρόγραμμα του Κιέβου κατά της διαφθοράς, που είχε ως αιχμή του δόρατος τον αδιάφθορο Γενικό Εισαγγελέα. Αίφνης, ο σημαιοφόρος του αγώνα κατά της διαφθοράς, άρχισε να αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, διεφθαρμένη προσωπικότητα  που έπρεπε αμέσως να απομακρυνθεί.

Η Ουκρανία, μετά το Μαϊντάν, έκανε μία μεγάλη στρατηγική κίνηση: έχοντας απωλέσει από το 2014 τη Ρωσία από μεγάλο εμπορικό εταίρο και προμηθευτή, η χώρα χρειαζόταν επειγόντως  μόνιμη οικονομική στήριξη. Όμως, έχοντας επίγνωση ότι η ΕΕ δεν θα ανοίξει ποτέ τις πόρτες της στο Κίεβο, η Ουκρανία επέλεξε να συμπλεύσει ψυχή τε και σώματι στην πλευρά των ΗΠΑ. Εντούτοις, μέχρι σήμερα η Ουάσιγκτον δεν κατόρθωσε να ικανοποιήσει το μέγα αίτημα και πρώτιστη προτεραιότητα του Κιέβου: το μποϊκοτάζ στον Nord Stream 2, καθώς  ο εναλλακτικός τούτος αγωγός θα προκαλούσε μεγάλη αιμορραγία στα κρατικά ταμεία της Ουκρανίας, που θα έχανε  δισεκατομμύρια από δικαιώματα διαμετακόμισης, μιας και η ροή του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, κυρίως τη Γερμανία, θα παρέκαμπτε την επικράτειά της.

Φαίνεται πως τελευταία ο Ζελένσκι ως «όναγρος τη περιβολή λέοντος» (in exuviis leonis onagrum) έχοντας απέναντί του τον Μπάιντεν θα είχε ανακαλέσει την παλιά υπόθεση και το παρασκήνιο με τον γιο του που είχε αποκαλύψει ο Σόκιν. Κάτι, που ενόψει των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών τον Νοέμβριο θα συντελούσε στην οριστική αποδυνάμωση της κυβέρνησης Μπάιντεν, ενώ θα προλείαινε άλλη μία υπόθεση Γουότεργκεϊτ, που μπορεί και να οδηγούσε στην παραπομπή του Προέδρου. Εξόν του ότι έτσι θα δικαιωνόταν περίτρανα και ο Ντόναλντ Τραμπ στις σχετικές κατηγορίες για τον Μπάιντεν.

Όπως είναι φυσικό μία τέτοια τροπή θα ήταν απαράδεκτη. Ο Μπάιντεν δεν θα μπορούσε ποτέ να αψηφήσει τους λεονταρισμούς της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν με κίνδυνο τη φήμη του. Από την άλλη, η προοπτική μίας αντιπαράθεσης με τη Μόσχα, η προπαγάνδα περί ενός επαπειλούμενου πολέμου και εικόνα της «αποφασιστικότητας» που υποτίθεται ότι προβάλλει ως στιβαρός ηγέτης ο Μπάιντεν απέναντι στον Πούτιν, θα ξυπνούσαν το πατριωτικό συναίσθημα των Αμερικανών και τον έμπεδο αντικομμουνισμό, με αποτέλεσμα  τελείως διαθετικά (affectively) κι ανεξάρτητα από όποια  πολιτική ροπή θα έσπευδαν να στηρίξουν τον πρόεδρο -ιδίως στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου.

Για τον λόγο αυτό ο Μπάιντεν έχει ασκήσει πιέσεις στη Γερμανία (κύριο ενδιαφερόμενο για τον Nord Stream 2) να εντείνει τη ρητορική της και τη στάση της εντός της ΕΕ ενάντια στη Ρωσία. Κάτι που φάνηκε με την ομιλία του νεοεκλεγέντος προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην τελετή ορκωμοσίας του, που κάλεσε τη Μόσχα να λύσει τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της Ουκρανίας. Σε αυτή του την προσπάθεια βρήκε πρόθυμο σύμμαχο στο πρόσωπο του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος για τα δικά του συμφέροντα έσπευσε να βαυκαλίσει την όποια ουκρανική οίηση για ομότιμη προσέγγιση με την Ευρώπη (όχι ως μόνο εκμεταλλεύσιμο κράτος δηλ.) και φενάκη ότι η ΕΕ θα συνδράμει στρατιωτικά.

Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην κορύφωση της διπλωματικο-στρατιωτικής κρίσης ο Μακρόν επισκέπτεται το Κίεβο, όχι τόσο για να τονώσει το φρόνημα του Ζελένσκι, όσο για να αποτυπώσει διμερώς τα αποτελέσματα της συνάντησης Ουκρανών αξιωματούχων στο Παρίσι για τις οικονομικό-στρατιωτικές σχέσεις. Μία συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε κι αυτή στο ζενίθ της κρίσης, στις 26 Ιανουαρίου, με τη συμμετοχή και εκπροσώπων του γαλλικού βιομηχανικού λόμπι (Alstom κλπ) και περιλάμβανε στην ατζέντα θέματα εξόν από την στρατιωτική και οικονομική συνεργασία, επίσης το φλέγον ζήτημα για την Γαλλία της συμμετοχής της στην ενεργειακή πραγματικότητα στην περιοχή. Στο Παρίσι, στα τέλη Ιανουαρίου, στη συνάντηση εξόν από τους υπουργούς Οικονομίας και Υποδομών κι άλλους ανώτερους αξιωματούχους συμμετείχε και ο αμφιλεγόμενος Ρόστσισλαβ Σούρμα, σύμβουλος του Ζελένσκι για την άμυνα και στέλεχος της Bankova.

Ο Σούρμα, είναι γιος του βουλευτή Ιγκόρ Σούρμα, πρώην υποστηρικτή του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς, πρώην στέλεχος της Boston Consulting Group (BCG) το 2005 και ήταν για σχεδόν 13 χρόνια ανώτερος διευθυντής στη Metinvest, βασικό συστατικό στην επιχειρηματική αυτοκρατορία του ολιγάρχη του Ντόνετσκ Ρινάτ Αχμέτοφ, ο οποίος σήμερα παρουσιάζεται ως ο κύριος αντίπαλος του Zelensky. Στη συνάντηση με τον Γάλλο υπουργό Οικονομίας Μπρουνό Λεμαίρ, η ουκρανική πλευρά θέλησε να  πείσει το Παρίσι να στηρίξει τους Γάλλους επενδυτές στην Ουκρανία, ιδίως μέσω της παροχής οικονομικών εγγυήσεων. Είχε επίσης συνομιλίες με τον γαλλικό όμιλο ηλεκτρικής ενέργειας EDF, ο οποίος ανταγωνίζεται τον αμερικανικό όμιλο Westinghouse, για συμβόλαια για την ουκρανική πυρηνική ενέργεια. Προς το παρόν, ωστόσο, ο όμιλος των ΗΠΑ έχει πλεονέκτημα έναντι του Edf.

Επίσης, οι Ουκρανοί είχαν επαφές με στελέχη της Alstom για το εθνικό πρόγραμμα «Big Construction» του Ζελένσκι, που θα μπορούσε να φέρει μία χρυσοφόρο παραγγελία για 130 σιδηροδρόμους  για τον γαλλικό όμιλο. Η ουκρανική αντιπροσωπεία συναντήθηκε επίσης με εκπροσώπους του Ομίλου Airbus για να συζητήσουν τα σχέδια του Ζελένσκι για τη δημιουργία μιας νέας αεροπορικής εταιρείας, της Ukraine National Airlines.

Στις 10 Φεβρουαρίου δε, δύο ημέρες μετά την επίσκεψη Μακρόν στο Κίεβο, άλλη υψηλόβαθμη ουκρανική αντιπροσωπεία είχε συνάντηση με κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες στο Παρίσι με επίκεντρο τους διαύλους του φυσικού αερίου και την κρατική εταιρεία Naftgas. Τη στιγμή που οι κυρώσεις μπορούν να βλάψουν την ενεργειακή διείσδυση γαλλικών ομίλων στην Ρωσία, ιδίως στο γιγαντιαίο σχέδιο Arctic Lng2 υπό τη Novatek του Γκενάντι Τιμτσένκο, συμπροέδρου του Γαλλο-Ρωσικού Εμπορικού Επιμελητηρίου μαζί με τον Πατρίκ Πουγιανέ και φυσικά την ακύρωση του Nord Stream 2, όπου συμμετείχε η γαλλική Engie, οι συμφωνίες αυτές ουσιαστικά θα έφεραν τους Γάλλους σε πλεονεκτική θέση στην όποια κατάσταση επικρατήσει μετά τη σύρραξη. Έτσι φυσικά η κάθε βοήθεια που εννοείται ότι θα εξαγγείλει ο Μακρόν για να στηρίξει την Ουκρανία και την ανοικοδόμησή της θα επιστρέψει στις γαλλικές επιχειρήσεις.

Επιστρέφοντας στον αμερικανικό παράγοντα, πιεστικά προωθώντας την κλιμάκωση με αφορμή την διεξαγωγή γυμνασίων του ρωσικού στρατού κοντά στα σύνορα, ο Μπάιντεν θα πετύχαινε να δημιουργηθεί μία πολεμική υστερία. Η υστερία αυτή, καταρχάς θα τον βοηθούσε να ξεπλύνει το όνειδος από την αποχώρηση απ’ το Αφγανιστάν (καίτοι αυτή οφειλόταν και στην απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης Τραμπ). Κυρίως όμως θα τον βοηθούσε να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια, δύο άλλους σημαντικούς σκοπούς. Ο πρώτος είναι να απομονώσει τη Ρωσία από τον υπόλοιπο κόσμο, τιμωρώντας την και καθιστώντας την υπεύθυνη για μία ιμπεριαλιστική επέμβαση. Βεβαίως μην ξεχνάμε την ομοειδή περίπτωση της Γρενάδας και της αμερικανικής εισβολής με πρόσχημα την εγκαθίδρυση ενός «φιλοκομμουνιστικού» καθεστώτος στο υπογάστριό της – και πιθανώς μία αιματοχυσία – λες κι η επέμβαση και κατοχή στο Ιράκ ή στη Σομαλία ήταν αναίμακτες.  Ο δεύτερος είναι να αποδείξει πως είναι η μόνη που εξακολουθεί να αποτελεί υπερδύναμη που ηγεμονεύει στην άβουλη κι ανεπαρκή Ευρώπη και, παράλληλα, να την απομονώσει από οποιαδήποτε βλέψη προς Ανατολάς -ιδίως προς την Κίνα. Καθώς το Πεκίνο έχει εμμέσως ταχθεί στο πλευρό της Μόσχας και με δεδομένο το αντικινεζικό δόγμα των ΗΠΑ, που πλέον καθοδηγούν τις πολιτικές και στην ΕΕ,  η δεδομένη έως σήμερα αντικατάσταση πολλών ρωσικών προϊόντων από κινεζικά θα γίνει κι αυτή προβληματική καθώς οι κυρώσεις θα πλήξουν ιδιαίτερα χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία.

Η σύρραξη στην Ουκρανία, που ανέδειξε τις αδυναμίες και την ανυπαρξία της ευρωπαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής, αναβίωσε την ανάγκη επανασύστασης της πολεμικής ισχύος του ΝΑΤΟ κι εκμηδένισε εξολοκλήρου, τόσο πολιτικά, όσο κυρίως διπλωματικά και στρατιωτικά την ΕΕ. Και φυσικά δημιουργώντας τις τόσο επωφελείς πάντα  για τις ΗΠΑ ψυχροπολεμικές συνθήκες στον κόσμο, που αρέσουν στο Πεντάγωνο και τον επιχειρηματικό κόσμο και σε όλους όσους συνθέτουν το αμερικανικό Deep State (Βαθύ Κράτος).

Ένα βαθύ κράτος που από καιρό είχε απλώσει τα πλοκάμιά του στην Ανατολική Ευρώπη. Δεν είναι κρυφό άλλωστε πως στην Ουκρανία από καιρό δραστηριοποιούνται πολλά κέντρα επιρροής, με τη μορφή πολιτικο-γεωστρατηγικών ερευνητικών οργανισμών, όπως το περιώνυμο Κέντρο για την Ανάλυση Ευρωπαϊκών Πολιτικών (CEPA). Οι διαχειριστές του think-tank που είναι πολύ ενεργό στην Ουκρανία θεωρούνται ειδήμονες στη μελέτη και εκπόνηση στρατηγικών για την πολιτική στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το Cepa, που ρητός στόχος του είναι να ενισχύσει την επιρροή του ΝΑΤΟ στη ζώνη αυτή, μετρά αρκετούς «χορηγούς» με καίρια στρατιωτικά συμφέροντα: το 2021 ο κατάλογός τους περιελάμβανε τις βρετανικές στρατιωτικές εταιρείες Bae Systems, τη Lockheed Martin, καθώς και πολυεθνικές όπως Microsoft και Google, το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Άμυνας (DoD), την κυβέρνηση της Εσθονίας και τον φιλοδυτικό Ουκρανό ολιγάρχη Βίκτορ Πίντσουκ και το ίδρυμά του. Ο τελευταίος είναι σίγουρα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, καθώς συντονίζει μια αμφιλεγόμενη ομάδα εργασίας γνωστή ως «Yes» ή «Ευρωπαϊκή Στρατηγική της Γιάλτας» (sic!) για το μέλλον της Ουκρανίας. Στη διεύθυνση της πλατφόρμας βρίσκεται ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Αλεξάντρ Κβασνιέφσκι, ο  αντιπρόεδρος του γαλλικού ομίλου Havas, Στεφάν Φουκς, αλλά και -κρατήστε το- ο πρώην ΓΓ του ΝΑΤΟ Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, ιδρυτής της εταιρείας συμβούλων Rasmussen Global, η οποία καθοδηγεί τις κινήσεις του φιλοδυτικού λόμπι στην ουκρανική κυβέρνηση. Η «Yes» μάλιστα εκπροσωπείται νόμιμα από το γραφείο Hillmont Partners, το οποίο συμπτωματικά εκπροσωπεί επίσης την εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών Studio Kvartal 95 του Ουκρανού προέδρου και κατ’ επάγγελμα κωμικού, Βολοντίμιρ  Ζελένσκι.

Επιστρέφοντας στο διοικητικό συμβούλιο της Cepa, αυτό περιλαμβάνει τον Τεξανό Λάρι Χιρς,  επικεφαλής της Highlander Partners, ενός fund που δραστηριοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρουμανία και την Πολωνία και τον  Άαρον Ουές Μίτσελ, πρώην αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών για ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις  και πρώην σύμβουλο εθνικής ασφάλειας στην προεκλογική εκστρατεία του Μίτ Ρόμνεϊ το 2012. Ο Μίτσελ  ήταν επίσης μέλος του think tank υψηλού επιπέδου του ΝΑΤΟ το 2020. Επίσης, στο ΔΣ συμπράττει και ο Τομ Φάιρστοουν,  συνεργάτης της Baker & McKenzie στην Ουάσιγκτον, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βαρσοβία και οι Βίκτορ Ασι και Ρόμπερτ Γκέμπαλντ, διπλωμάτης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Atlantic Council.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθεση και το παρελθόν, όσο και τις επιδιώξεις του κάθε μέλους, όπως και του κάθε οργανισμού, είναι εύκολα δυνατό να καταλήξουμε σε ένα απλό αλλά σχετικό συμπέρασμα: τόσο η Cepa, όσο και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική της  Γιάλτας , αλλά και όλες οι άλλες αντίστοιχες συμβουλευτικές κι οικονομικές οργανώσεις που από χρόνια δραστηριοποιούνται στην Ουκρανία, αποκλείεται να μην έπαιξαν -και να εξακολουθούν να παίζουν- έναν καθοριστικό ρόλο μεν, αλλά πάντοτε περιθωριακά και παρασκηνιακά στην πορεία των επιλογών της σημερινής ουκρανικής κυβέρνησης και κυρίως διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην εδραίωση της εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών στα πράγματα της Ουκρανίας, μέσα από τη «συνέργεια» και τις συμβουλές τους στον πολιτικό και στρατηγικό  προβληματισμό και σχεδιασμό της χώρας.


Πηγή: Kosmodromio, Γιώργης – Βύρων Δάμος

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις