Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις βασικές έννοιες των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και εφαρμογών και να τις τοποθετήσει πλάι στην πολιτική οικονομία του «ψηφιακού καπιταλισμού». Σε αυτή την καταγραφή, η πολιτική ταυτότητα και η πολιτική θεώρηση μένει στην άκρη, με εξαίρεση τον «επίλογο» του 1ου μέρους, δηλαδή το 2.7 «Ψηφιακά μονοπώλια και παρασιτισμός», όπου στην ουσία ο συγγραφέας, μας προετοιμάζει για τα μέρη Β και Γ του βιβλίου, όπου αναπτύσσεται η πολιτική του σκέψη και θεώρηση.
Ιδιαίτερα θα ήθελα να σταθώ και λόγω ιδιότητάς μου, στο πρώτο κεφάλαιο του Β’ Μέρους «Ψηφιακή οικονομία, μισθωτή εργασία, κοινωνία και πολιτική». Αρχικά, γίνεται αναφορά στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία η κυβέρνηση θεσμοθέτησε την τηλεργασία με αφορμή τον covid-19. Η τηλεργασία ήταν ουσιαστικά ο δούρειος ίππος των απορρυθμίσεων αυτής της κυβέρνησης. Δούρειος ίππος με την έννοια ότι εξωτερικά είναι ελκτικός, μια και μπορείς να ανταλλάξεις το γραφείο με ένα ομορφότερο και πιο ήρεμο μέρος που το έχεις διαμορφώσει σύμφωνα με το προσωπικό σου γούστο και δίχως να σπαταλάς χρόνο και χρήμα για τις μετακινήσεις σου.
Αν δούμε, όμως, το εσωτερικό του δούρειου ίππου για την επιχείρηση συρρικνώνονται οι δαπάνες διοίκησης και το κόστος λειτουργίας (ενέργεια, επικοινωνία κ.α.), μειώνεται το κόστος για real estate και ελαχιστοποιούνται οι γενικές παροχές που απαιτούνται για την υγεία, την ασφάλεια κ.α. Το συνολικό προηγούμενο κόστος μετακινείται στους τηλεργαζόμενους, οι οποίοι δεν προβλέπεται από το νόμο να λάβουν αποζημίωση για αυτήν την επιβάρυνση. Επιπροσθέτως περιορίζονται δραματικά οι δυνατότητες οργάνωσης απεργιών, οι εργαζόμενοι μετατρέπονται από συλλογικότητα σε επιμέρους μονάδες, ενώ στον πάλαι ποτέ χώρο οικιακής γαλήνης μεταφέρονται στοιχεία φθοράς και αποσταθεροποίησης του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Οδηγούμαστε έτσι ευκολότερα στη «χωροχρονική από-οριοθέτηση της εργασίας» και στις «εν δυνάμει τάσεις από-μισθωτοποίησής της» (σελίδα 178). Με τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, δημιουργείται ένας αλλόκοτος ανταγωνισμός μεταξύ ρομπότ και εργαζομένων για το ποιος θα παράγει πιο φθηνά, πιο γρήγορα και πιο καλά. Σύμφωνα, μάλιστα με τις υποδείξεις της Παγκόσμιας Τράπεζας οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ξεχάσουν τον κατώτατο μισθό, αν θέλουν να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τα ρομπότ. Στην πραγματικότητα, σε συνθήκες ρομποτοποίησης και αυτοματοποίησης, τίθεται όσο ποτέ άλλοτε σε καθεστώς δίωξης το εργατικό κόστος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε ότι έχει παγιωθεί να αναφέρεται ως «κόστος» τόσο στα συστημικά ΜΜΕ όσο και στα συστημικά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τούτο, έχει αποτέλεσμα να έχουμε θεωρήσει όλοι μας ότι δεν πρόκειται ακριβώς για μισθό ή δίκαιη αμοιβή του εργαζόμενου για το συντελεστή παραγωγής εργασία, αλλά για κόστος της διαδικασίας παραγωγής. Αντίθετα, ο μέτοχος (ο οποίος στην πραγματικότητα είναι παραγωγικά ανενεργός και δεν συμμετέχει ουσιαστικά στην παραγωγική διαδικασία), έχουμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε ότι δικαίως αμείβεται για την «αξιοποίηση» των συντελεστών παραγωγής και η αμοιβή του αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί κόστος για την παραγωγή, αλλά όσο αυξάνεται αποτελεί και…… κίνητρο για επενδύσεις!!
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα ως το 2030 182 εκατομμύρια άνθρωποι θα αναζητούν θέσεις εργασίας που πιθανόν δεν θα είναι διαθέσιμες. Σε έρευνα του ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι το πολύ μέχρι το 2038 πιθανόν θα χαθούν λόγω αυτοματοποίησης οι μισές περίπου θέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό φθάνει το 57%. Στη νέα ψηφιακή οικονομία, δίπλα στο ψηφιακό προλεταριάτο, κινείται στη σκιά ένα ψηφιακό πρεκαριάτο (προσωρινοί εργαζόμενοι) με άτυπες και ελαστικές μορφές εργασίας που οδηγούν σε μείωση των αμοιβών και της αγοραστικής δύναμης , σε αύξηση της ανισοκατανομής και της φτωχοποίησης.
Έτσι, όλες οι εργασιακές «μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων χρόνων έχουν ως σκοπό την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη μείωση των μισθών, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και την ταυτόχρονη μείωση των συντάξεων, τη μείωση των κοινωνικών παροχών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τη μείωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Βεβαίως, όπως και σε κάθε ιεραρχία, έτσι και στο συνδικαλισμό η συμβίωση με το μέλι της εξουσίας έχει αποφέρει την ουσιαστική αλλοίωση του θεσμού στην Ελλάδα, αφού η Γενική Συνομοσπονδία αποδέχθηκε να μετατραπεί σε κέντρο κατάρτισης και επιμόρφωσης.
Ωστόσο και κυρίως σε πρωτοβάθμια σωματεία, υπάρχουν θετικά δείγματα, όπως στην πρόσφατη περίπτωση των σωματείων της E–Food. Συχνά θετική είναι και η παρουσία κάποιων εργατικών κέντρων. Ειδικά, όμως, από τα συστημικά ΜΜΕ και το κεφάλαιο ο συνδικαλισμός έχει πάρει τη μορφή τέρατος. Επικοινωνιακά, οι συνδικαλιστές (που αποσιωπάται εκκωφαντικά ότι είναι απλά εκπρόσωποι εργαζομένων) βρίσκονται στην κατώτατη αξιακά κοινωνική βαθμίδα, μαζί με τους «δραχμιστές» και προσφάτως μαζί με τους «αντεμβολιαστές». Ο Γιάννης Τόλιος, πολύ πετυχημένα αναφέρει τον εγγονό του Χένρι Φορντ να επισημαίνει στο συνδικαλιστή Γουόλτερ Ρουθ την «αδυναμία των ρομπότ να πληρώνουν τη συνδικαλιστική τους συνδρομή» και το δεύτερο να του απαντάει χαρακτηριστικά: «Χένρυ, εσύ πως θα πείσεις τα ρομπότ να αγοράσουν τα αυτοκίνητά σου;».
Αναφέρει επίσης το διάλογο από την ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε», στον οποίο επιβεβαιώνεται επακριβώς και η δική μου εμπειρία ως εργαζόμενος 21 χρόνια στον Όμιλο ΟΤΕ, από τα οποία τα 12 στην πολυεθνική Deutsche Telekom. Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχουν μισθοί αλλά αμοιβές, δεν έχεις ωράρια είσαι απλώς διαθέσιμος, δεν υπάρχουν εργαζόμενοι αλλά απασχολούμενοι. Και τελικά υπάρχουν και κάποιοι που διαφεντεύουν την κακή μας τη μοίρα! Χαρακτηριστικά, η Deutsche Telekom αγόρασε τον Όμιλο ΟΤΕ το 2009 και εκποίησε τις επενδύσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας σε Αλβανία, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Αρμενία και πρόσφατα της σταθερής στη Ρουμανία (μάλιστα δίνοντας όλο το ποσό στους μετόχους με τη μορφή μερίσματος). Εκποίησε τον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο Hellas Sat και «φιλέτα» από την ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Την ίδια χρονική περίοδο μείωσε τους μισθούς κατά 650 εκατομμύρια σε ετήσια βάση, αύξησε κατά 480% το κόστος της καρτοκινητής τηλεφωνίας. Επιπλέον, οι ταχύτητες επικοινωνίας, η βλαβοληψία, οι χρόνοι καταργήσεων/νέων συνδέσεων κατήλθαν στις τελευταίες ευρωπαϊκές θέσεις, ενώ το μόνο που πήρε την ανιούσα ήταν η δαπάνη «προβολής» προς τα συστημικά μέσα «ενημέρωσης» (βρίσκεται πια στην πρώτη θέση των διαφημίσεων), προκειμένου όλα τα προαναφερθέντα να μη γίνουν γνωστά στους Έλληνες πολίτες και να μην αντιδρούν.
Όπως αναφέρεται στο 3.6 του βιβλίου (σελ. 241) «η ενίσχυση της κερδοφορίας και η αναπαραγωγή στερεότυπων αποδοχής και υποταγής στις κυρίαρχες επιλογές και ταυτόχρονα η απόρριψη, στρέβλωση και αποσιώπηση ιδεών και εναλλακτικών προτάσεων που τείνουν σε υπέρβαση του συστήματος, βρίσκονται στο βαθύτερο DNA της λειτουργίας των μεγάλων ψηφιακών media. Ακόμη και οι αναλυτές που δεν αμφισβητούν τις βάσεις του κυρίαρχου συστήματος, επισημαίνουν τον κίνδυνο για τη δημοκρατία, την ισοπέδωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής που οδηγεί σε ένα κόσμο χωρίς αυτόνομη σκέψη!
Κάπως έτσι, οδηγηθήκαμε ήδη στη χώρα μας στην ψήφιση ενός εκτρωματικού νομοσχεδίου που είναι κατ’ όνομα «εργασιακό», μια και ουσιαστικά οδηγεί την ελληνική αγορά εργασίας σε αχαρτογράφητα νερά κοινωνικού χάους. Συγκεκριμένα, θεσμοθετεί για πρώτη φορά σε όλο τον κόσμο την 10ωρη καθημερινή εργασία με ατομική (!) «διαπραγμάτευση» και χωρίς επιπρόσθετη αμοιβή. Ένα νομοσχέδιο που παπαγαλίστηκε σε όλα τα συστικά ΜΜΕ ως «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» (sic!) και έχει ως μόνα εύλογα αποτελέσματα,
Τη μείωση:
-
της παραγωγικότητας,
-
της ενεργούς ζήτησης,
-
της φορολογικής βάσης και
-
του διαθέσιμου εισοδήματος,
Και την αύξηση της:
-
ανεργίας,
-
υποαπασχόλησης και
-
μερικής απασχόλησης.
Ποιος άλλωστε εργοδότης θα προβεί σε νέες προσλήψεις όταν μπορεί να «στύψει» νόμιμα τους εργαζόμενους που ήδη έχει, χωρίς πληρωμή υπερωριών;
Το βιβλίο, κλείνει με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα προσδιορισμό των κυριότερων εμποδίων δημιουργίας των υποκειμενικών προϋποθέσεων υπέρβασης των παρακμασμένων και γερασμένων καπιταλιστικών σχέσεων, σε 4 μεθοδολογικά ενότητες. Δηλαδή σε εμπόδια που συνδέονται με: 1) τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος, 2) τη δράση της αστικής, ως κυρίαρχης τάξης, 3) τις υποκειμενικές δυσκολίες οργάνωσης και δράσης της εργατικής τάξης, 4) τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που τις επηρεάζουν.
Ο Γιάννης Τόλιος κλείνει το βιβλίο με ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, ότι θα υπάρξει ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα κι ένας σύγχρονος πολιτικός φορέας, που θα αξιοποιήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τον αγωνιστικό ενθουσιασμό που προβλέπει ότι θα δημιουργηθεί. Θεωρώ ότι η αισιοδοξία του αυτή, δεν οφείλεται μόνο στο χαρακτήρα του (που είναι φύση αισιόδοξος), αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες της αυξανόμενης εκμετάλλευσης και πολύμορφης επιθετικότητας του νεοφιλελευθερισμού που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, εξανεμίζει τις ανεδαφικές προσδοκίες «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού. Διότι στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός «εξανθρωπίζεται» για όσο χρόνο του είναι επικοινωνιακά απαραίτητο, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Συνεπώς, φαίνεται μάλλον ότι δεν θα μπορεί να ξεγελάει τους πολλούς για πολύ ακόμα.
▬ Ο Μάκης Κοντογεώργος είναι διδάκτωρ Οικονομικών, μέλος Δ.Σ. της ΟΜΕ-ΟΤΕ.