Αθήνα 5 Νοεμβρίου
Προς πρόεδρο και μέλη ΔΣ ΕΣΗΕΑ
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Γνωρίζω πως είμαστε στο τέλος της θητείας μας ως ΔΣ της ένωσης συντακτών και ουσιαστικά βρισκόμαστε εν μέσω προεκλογικών εκστρατειών. Ωστόσο τα μείζονα ζητήματα του κλάδου δεν παύουν. Τη Δευτέρα 8 Νοέμβρη αρχίζει η επεξεργασία των διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα, το άρθρο 36 με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τη “διασπορά ψευδών ειδήσεων” μας αφορά άμεσα. Ως κλάδος, ως δημοσιογράφους, ως Μέσα ενημέρωσης. Αποδεικνύεται πως η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη της καμία από τις διεθνείς αντιδράσεις αλλά και την απόρριψη της ΕΣΗΕΑ στα όσα αναφέρονταν στο προσχέδιο της δημόσιας διαβούλευσης. Παραμένει το σύνολο των διατάξεων οι οποίες με πρόσχημα την “παραπληροφόρηση” για την πανδημική κρίση του Covid19, οδηγούν στην ποινικοποίηση της δημοσίευσης κάθε άποψης που αντίκειται στην “κρατική” είδηση. Τη Δευτέρα έχει κληθεί να καταθέσει τις απόψεις της η Ενωση Συντακτών μέσω της προέδρου της. Το ερώτημα είναι: Η ΕΣΗΕΑ θα καταθέσει και με ποιους τρόπους την πλήρη αντίθεση της;
Αντί άλλης άποψης σας παραθέτω την έντονη αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και εισαγγελέων επί του άρθρου 36 του νομοσχεδίου και σας θυμίζω την διεθνή παρέμβαση 7 διεθνών δημοσιογραφικών Οργανισμών, μεταξύ αυτών και της ΔΟΔ, για το τι ακριβώς σημαίνει η τροποποίηση του άρθρου 191 για τα ΜΜΕ, τους δημοσιογράφους και το δικαίωμα της διατύπωσης και δημοσίευσης της ελεύθερης γνώμης.
Θέλω να ελπίζω πως αυτή τη φορά η ΕΣΗΕΑ θα αντιδράσει έντονα και όχι μόνο με κάποια επιστολή αντίρρησης. Ως “Πρωτοβουλία για την Ανατροπή” ζητάμε:
- Να ενημερωθούν όλα τα μέλη μας και όλα τα Μέσα για τη νέα απόπειρα φίμωσης με πρόσχημα τις ψευδείς ειδήσεις
- Την πλήρη απόρριψη της εν λόγω διάταξης, σε περίπτωση που πάει στην Ολομέλεια πραγματοποίηση συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των δημοσιογράφων έξω από τη Βουλή
- Παράσταση διαμαρτυρίας του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ στη Βουλή την επόμενη εβδομάδα
- Ενημέρωση της ΔΟΔ και της ΕΟΔ άμεσα.
Ματίνα Παπαχριστούδη, εκπρόσωπος της “Πρωτοβουλία για την Ανατροπή”
Η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Οι τροποποιήσεις στο έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων (άρθρο 191 ΠΚ).
Με την προτεινόμενη ρύθμιση το άρθρο 191 ΠΚ (διασπορά ψευδών ειδήσεων) επανέρχεται στη μορφή που είχε πριν την ψήφιση του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) και μάλιστα σε ακόμα πιο αυστηρή. Με την ισχύουσα τυποποίηση η διασπορά ψευδών ειδήσεων συνιστά έγκλημα βλάβης και η πράξη καθίσταται αξιόποινη μόνο εφόσον οι ψευδείς ειδήσεις προκάλεσαν πραγματικά φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων. Το Σχέδιο Νόμου μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο.
Επιπλέον εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα της ψευδούς είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη «δημόσια τάξη». Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού είναι ένα μέγεθος μη μετρήσιμο, ενώ όσον αφορά το ψεύδος καθ’ εαυτό, η διάκριση από την αλήθεια είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη, καθώς μια «ψευδής είδηση» μπορεί να περιέχει και στοιχεία αλήθειας. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μιας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία.
Προσθέτει την «δημόσια υγεία» στους τομείς που προστατεύονται και απαλείφει αυτούς του τουρισμού και των διεθνών σχέσεων. Είναι προφανές ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η δίωξη των «αιρετικών» απόψεων που διατυπώνονται στα ΜΜΕ σχετικά με την διαχείριση της πανδημίας, την υποχρεωτικότητα ή μη των εμβολιασμών κλπ. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι η επιστήμη (όπως η ιατρική) προχωράει μέσα από την πολυφωνία, τις επιστημονικές διχογνωμίες, την διαλεκτική σύνθεση της θέσης και της αντίθεσης. Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε ότι επιστημονικές απόψεις που θεωρούνταν στην εποχή τους αιρετικές, επιβεβαιώθηκαν με το πέρασμα των χρόνων ενώ αντίθετα κατέπεσαν αξιώματα και αρχές που ίσχυαν για αιώνες ως δόγματα και ακλόνητες αλήθειες. Ακόμα και σκοταδιστικές θέσεις με τις οποίες βρίσκεται σήμερα η κοινωνία αντιμέτωπη, δεν εξαλείφονται με ποινική καταστολή αλλά με την επιστήμη, τον ορθολογισμό, την παιδεία. Ο Ποινικός Κώδικας δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ιερά Εξέταση του Μεσαίωνα και να εμποδίσει την πρόοδο της επιστήμης με την απειλή της πυράς. Είναι προτιμότερο να ακουστεί και κάτι ψευδές παρά να φιμωθούν εκατό αλήθειες.
Υπό την άποψη αυτή η τροποποίηση του άρθρου 191 ΠΚ συνιστά οπισθοδρόμηση καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι αφενός την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και αφετέρου το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στην «δημόσια τάξη» περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένα δικαιώματα όπως αυτά του αρ. 14 παρ. 1 είναι τόσο κομβικά για το πολίτευμα, που ο οποιοσδήποτε ρητός ή έμμεσος περιορισμός τους, πρέπει να αποφεύγεται. Τονίζεται εδώ ότι η αντίθεσή μας με την επιχειρούμενη νομοθετική παρέμβαση δεν συνίσταται στην προστασία της «δημόσιας υγείας» μέσω του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, αλλά στον τρόπο τυποποίησης του εγκλήματος και στην μετατροπή του σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης.
Επιπλέον επανεισάγει την πρόκληση «ανησυχίας» στους πολίτες ενώ με τον ισχύοντα Κώδικα η έννοια της ανησυχίας είχε απαλειφθεί και απαιτούνταν μόνο η πρόκληση «φόβου». Η ανησυχία είναι ένα συναίσθημα κατώτερο σε ένταση του φόβου, το οποίο δεν κρίνεται ικανό να δικαιολογήσει τις μετέπειτα ενέργειες των πολιτών.
Τέλος για πρώτη φορά τιμωρεί και τον πραγματικό ιδιοκτήτη και τον εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις, καθιερώνοντας έτσι ex officio ποινική ευθύνη στον βωμό της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής και πλήττοντας καίρια την ελευθερία του Τύπου.
Η αντίδραση των διεθνών δημοσιογραφικών ενώσεων
Οι κάτωθι υπογράφοντες εταίροι του Media Freedom Rapid Response (MFRR) παροτρύνουν σήμερα την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τις προτάσεις που θα επέβαλλαν πρόστιμα και ποινές φυλάκισης για δημοσιογράφους που κρίνονται ένοχοι για δημοσίευση «ψευδών ειδήσεων».
Πιστεύουμε ότι ο ασαφής ορισμός και οι κυρώσεις του σχεδίου νόμου θα υπονόμευαν την ελευθερία του Τύπου και θα είχαν πολύ αρνητικό αποτέλεσμα σε μια εποχή που η ανεξάρτητη δημοσιογραφία βρίσκεται ήδη υπό πίεση στην Ελλάδα.
Η πρόταση για το άρθρο 191 του Αστικού Κώδικα, που υποβλήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα περιλαμβάνει ποινές για όσους κρίνονται ένοχοι για τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Προσθέτει: «Εάν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή διαδικτυακά, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και πρόστιμο».
Ο εκδότης ή ο ιδιοκτήτης ενός μέσου ενημέρωσης θα αντιμετωπίσει επίσης την ποινή της φυλάκισης και οικονομικές κυρώσεις.
Οι οργανώσεις μας κατανοούν τη σοβαρή απειλή που θέτει η παραπληροφόρηση για την ελληνική κοινωνία και άλλα κράτη σε όλο τον κόσμο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα διαδικτυακά ψεύδη και οι θεωρίες συνωμοσίας στρεβλώνουν την πραγματικότητα, υπονομεύουν τη δημοκρατία και θέτουν σε κίνδυνο τον αγώνα κατά της πανδημίας Covid-19. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι μεμονωμένοι πολίτες και οι ίδιες οι κυβερνήσεις πρέπει να διαδραματίσουν ρόλο στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης της επιβλαβούς παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο.
Ωστόσο, η ψήφιση αυστηρής νομοθεσίας από τις κυβερνήσεις που παρέχει στις ρυθμιστικές και δικαστικές αρχές την εξουσία να αποφασίζουν για περί αλήθειας ή ψεύδους και να επιβάλλουν τιμωρητικές ποινές και δεν είναι η σωστή απάντηση και θα είχε ως αποτέλεσμα περισσότερο κακό παρά καλό.
Όπως έχουμε δει σε όλο τον κόσμο, η υποκειμενική ερμηνεία τέτοιων νόμων με αόριστη διατύπωση μπορεί να ανοίξει την πόρτα στη λογοκρισία της έγκυρης δημοσιογραφίας.
Τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ήδη απειλές από καταχρηστικές υποθέσεις και ποινές φυλάκισης για συκοφαντική δυσφήμηση. Η ενίσχυση του άρθρου 191 θα δημιουργήσει απλώς έναν ακόμη δρόμο για τους δημοσιογράφους προς την ποινική δίωξη και τη φυλάκιση.
Ακόμη και όταν δεν εφαρμόζεται άμεσα, η πιθανότητα αυτολογοκρισίας βάσει μιας τέτοιας νομοθεσίας είναι τεράστια. Όπως και άλλες παρόμοιες νομοθετικές προτάσεις σε όλο τον κόσμο, η τροπολογία δεν περιέχει σαφή ορισμό των «ψευδών ειδήσεων». Ο όρος ορίζεται διφορούμενα, ευρέως εφαρμόσιμος και ανοικτός σε κακή χρήση.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι η επιβολή κυρώσεων σε αναφορές «ικανές να προκαλέσουν ανησυχία» ή που «υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού» στις κρατικές αρχές. Η δημοσιογραφία που ζητά λογοδοσία από την εξουσία, φυσικά και κλονίζει φυσικά του κοινού στην κυβέρνηση, όπως ακριβώς η ερευνητική αναφορά προκαλεί θεμιτή ανησυχία ή θυμό στο κοινό.
Υπό έναν τόσο αόριστα διατυπωμένο νόμο, αυτό το είδος δημοσιογραφίας, που είναι ζωτικής σημασίας, θα μπορούσε να στοχοποιηθεί από πολιτικούς ηγέτες που σκοπεύουν να περιορίσουν την κριτική για τις πολιτικές τους. Τα δημοσιογραφικά σωματεία στην Ελλάδα ορθώς έχουν επικρίνει την τροπολογία, προειδοποιώντας ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε φυλάκιση ή πρόστιμο δημοσιογράφων για αναφορές σε θέματα όπως η πανδημία.
Αντί να βελτιώσει το υπάρχον άρθρο 191 του Αστικού Κώδικα, το οποίο είναι ήδη προβληματικό, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τα πίσω εάν τελικά ψηφιστεί αυτός ο νόμος και θα στείλει ένα ανησυχητικό μήνυμα για το κατά πόσον η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη προς την ελευθερία των ΜΜΕ.
Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόμοιες σπασμωδικές αντιδράσεις στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιχειρήθηκαν στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία: και οι δύο είτε δέχτηκαν βέτο είτε αποσύρθηκαν μετά από έντονη κριτική από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Η μόνη χώρα που προχώρησε ήταν η Ουγγαρία, η οποία ποινικοποίησε τη διάδοση της παραπληροφόρησης που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών ενάντια στον Covid-19 με πρόστιμα και ποινές φυλάκισης.
Καλούμε το ελληνικό υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρει αμέσως την τροπολογία. Εάν τελικά η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει, καλούμε τους βουλευτές να απορρίψουν την πρόταση.
Σε μια εποχή όπου οι πολιτικοί κατηγορούν όλο και περισσότερο την κριτική δημοσιογραφία ως «ψεύτικες ειδήσεις», σε λάθος χέρια ένας τέτοιος νόμος θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να συναντηθεί με τα συνδικάτα δημοσιογράφων της Ελλάδας και τους διεθνείς οργανισμούς ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης για να ακούσει τις ανησυχίες τους. Τελικά, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης δεν είναι μέσω των κυβερνητικών ρυθμίσεων. Μάλλον, αυτό που χρειάζεται είναι ένας ισχυρός, επαγγελματικός, πλουραλιστικός και ανεξάρτητος τύπος που μπορεί να παρέχει στο κοινό αξιόπιστες πηγές πληροφοριών. Εάν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρή για την αντιμετώπιση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών, οι πρωτοβουλίες για την προστασία της ασφάλειας των (ερευνητικών) δημοσιογράφων, την ανάπτυξη εκπαίδευσης περί της πληροφόρησης και τη διασφάλιση μιας ισχυρής και ζωντανής αγοράς μέσων ενημέρωσης με υψηλό βαθμό πλουραλισμού είναι πολύ καλύτερα μέρη για να ξεκινήσουν.
Οι συνυπογράφουσες οργανώσεις είναι οι εξής:
• ARTICLE 19
• European Centre for Press and Media Freedom (ECPMF)
• European Federation of Journalists (EFJ)
• Free Press Unlimited (FPU)
• International Press Institute (IPI)
• OBC Transeuropa (OBCT)
Με το ίδιο περιεχόμενο αντέδρασαν και οι
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ και
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ