21.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Είναι συνταγματικό να έχουν προνόμια όσοι εμβολιαστούν;

Τρεις συνταγματολόγοι απαντούν αν μπορούν να χωριστούν οι πολίτες σε δύο κατηγορίες εξαιτίας της εμβολιαστικής τους κατάστασης

Πρόσφατα

Μπορούν οι επιχειρηματίες να απαγορεύσουν την είσοδο στα καταστήματα τους σε μη εμβολιασμένους πολίτες; Υπάρχει η πιθανότητα απόλυσης ενός εργαζομένου ή ακόμη και η μη πρόσληψη, ακριβώς επειδή δεν έχει εμβολιαστεί; Νέα ερωτήματα ανέκυψαν την περασμένη εβδομάδα, μετά τη συζήτηση στη Βουλή για το “πράσινο πιστοποιητικό”.

Από τη μία, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι “ουδείς θα μπορεί να απαγορεύσει σε έναν επιχειρηματία να πει ότι δέχεται στο μαγαζί του μόνο εμβολιασμένους” και από την άλλη, η δήλωση του υπουργού Ανάπτυξη Αδ. Γεωργιάδη, σύμφωνα με την οποία “στην υπάρχουσα εργασιακή νομοθεσία μια επιχείρηση μπορεί να απολύσει έναν υπάλληλο εάν ο εργαζόμενος θέτει σε κίνδυνο την επιχείρηση”, προκάλεσαν σειρά αντιδράσεων για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν στο εγγύς μέλλον.

Οι λέξεις “προνόμια”, “κίνητρα” ή “αντικίνητρα” για εμβολιασμένους ή μη, ακούστηκαν κατά κόρον γύρω από τα διάφορα σενάρια που ενδέχεται να υλοποιηθούν, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αναφέρθηκε η πιθανότητα οι εμβολιασμοί να καταστούν υποχρεωτικοί εάν κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο για τη δημόσια υγεία.

Η προβληματική γύρω από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών σε μία πανδημία, επανέρχεται στο προσκήνιο. Για το λόγο αυτό το Magazine απευθύνθηκε στους καθηγητές Πανεπιστημίου, Ανδρέα Δασκαλόπουλο, Πάνο Λαζαράτο και Κώστα Χρυσόγονο, προκειμένου να αποσαφηνίσουν τι ορίζεται από το Σύνταγμα και ιδίως ποια είναι τα μέτρα που τελικά μπορούν να ληφθούν, στο όνομα της δημόσια υγείας.

Κώστας Χρυσόγονος: Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού δεν μπορεί να υποκαταστήσουν τη δημόσια συζήτηση

Ο φυσικός εξαναγκασμός εμβολιασμού ή έστω η απειλή ποινικών κυρώσεων ή ακόμη και χρηματικού προστίμου για όσους αρνούνται να εμβολιαστούν, θα προσέκρουε σε σειρά συνταγματικών διατάξεων, όπως είναι αυτή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 Σ), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 5 Σ) και άλλα.

Ωστόσο, δεν αποκλείεται να προβλεφθούν κίνητρα υπέρ του εμβολιασμού ή και αντικίνητρα για όσους αρνούνται να εμβολιαστούν στο πλαίσιο της συνταγματικά επιβεβλημένης μέριμνας του κράτους για τη δημόσια υγεία, σύμφωνα και με το άρθρο 21 του Συντάγματος, και τούτο θα μπορούσε να φτάνει -σε περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι εργάζονται σε θέσεις ή υπηρεσίες που έχουν συχνή επαφή με το ευρύ κοινό- έως και στην τοποθέτηση τους σε διαθεσιμότητα ή αργία με μειωμένες ή και κατά πολύ μειωμένες αποδοχές έως ότου παρέλθει ο κίνδυνος της πανδημίας.

Έχω τη γνώμη ότι η απόλυση θα ήταν υπέρμετρος περιορισμός του δικαιώματος των αρνουμένων να εμβολιαστούν στην εργασία, διότι η πανδημία είναι μία κατάσταση που ελπίζουμε ότι θα αποδειχθεί παροδική, ενώ η απόλυση είναι ένα μέτρο που έχει ισχύ ως το διηνεκές. Άρα τέτοιου είδους περιορισμός ή αντικίνητρο, θα ήταν αντισυνταγματικό, γιατί θα αντίκειτο στην αρχή της αναλογικότητας.

Όλα αυτά βέβαια αναμένεται να κριθούν από τα δικαστήρια, όπου δεν υπάρχουν ακόμη αποφάσεις που να λύνουν τα ζητήματα αυτά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και οπωσδήποτε θα πρέπει να δούμε τί θα προβλεφθεί σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, γιατί προς το παρόν όλα αυτά είναι στο στάδιο της απλής συζήτησης, αφού δεν έχει εξειδικευτεί κάτι.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν προτιμότερο τα ζητήματα αυτά να διευκρινιστούν με διατάξεις νόμων, ψηφισμένες από τη Βουλή ή έστω το πολύ με διατάξεις ενός Προεδρικού Διατάγματος και όχι με απλές δηλώσεις του Πρωθυπουργού. Οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού, όσο κύρος κι αν έχει το αξίωμά του, δεν μπορεί αν υποκαταστήσουν τη δημόσια συζήτηση που ελπίζω ότι θα υπάρξει στο Κοινοβούλιο και την ψήφιση σχετικού νόμου. Γιατί αυτό ισχύει σε ένα κράτος δικαίου. Θα πρέπει να ψηφιστεί νόμος, ο οποίος θα προβλέψει όλα αυτά τα ζητήματα και να βάλει βεβαίως και τα όρια, ούτως ώστε να μην υπάρχουν διενέξεις και περιστατικά αυθαιρεσιών.

Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ.

Πάνος Λαζαράτος: Η απόλυση ενός ενεμβολίαστου εργαζομένου είναι καταχρηστική συμπεριφορά

Τα άνισα πρέπει να αντιμετωπίζονται άνισα και αυτό είναι μία σοβαρή έκφανση της ισότητας, ίσως η σοβαρότατη. Καταρχήν, ένας εμβολιασμένος από τη στιγμή που έχει μικρότερες πιθανότητες να μεταδόσει τον ιό από έναν ανεμβολίαστο, μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά, αλλά εκεί και μόνο που αυτό απαιτείται. Τίθεται το ερώτημα λοιπόν, πού απαιτείται να αντιμετωπιστεί διαφορετικά; Γιατί αν αντιμετωπιστεί διαφορετικά κάπου που δεν απαιτείται και αυτό λειτουργεί ως εκβιασμός για τους υπόλοιπους να εμβολιαστούν, αυτό είναι αντισυνταγματικό. Γιατί ο εκβιασμός για κάτι που δεν απαιτείται, παραβιάζει σειρά από ανθρώπινα δικαιώματα, και κυρίως την αξία του ανθρώπου (άρθρ.2 παρ. 1 του Συντάγματος) και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (αρθρ.5 παρ. 1)

Κρίσιμο είναι να βλέπουμε σε κάθε περίπτωση, είτε αυτό λέγεται ταξίδι είτε το είσοδος σε κατάστημα, αν αυτή η διάκριση θα βρίσκεται σε αιτιώδης σύνδεσμο με την πιθανότητα να κολλήσει κάποιος. Κάθε φορά θα πρέπει να ελέγχεται αν αυτό το “προνόμιο” που έχει ο εμβολιασμένος, είναι ουσιώδες και έχει σημασία. Αντιστρόφως, αν η δυσχερής αντιμετώπιση προς τον ανεμβολίαστο βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Διακινδυνεύει η κοινότητα να κολλήσει από το γεγονός ότι κάποιος είναι ανεμβολίαστος; Σε αυτή την περίπτωση και μόνο θα πρέπει να ελέγχεται από διοικητικές αρχές και δικαστήρια, και με αυτό το μέτρο: εάν δηλαδή, δικαιολογείται κάθε φορά ad hoc προνομιακή μεταχείριση του ενός και δυσμενής του άλλου. Για παράδειγμα: το να μην επιτρέψεις σε κάποιον να μπει στον εσωτερικό χώρο εστιατορίου, επειδή είναι ανεμβολίαστος, όταν για αυτό δεν υπάρχει κανένας λόγος -π.χ. τα τραπέζια βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση – είναι κάτι το αντισυνταγματικό. Αλλά το να προσδώσει κάποιο ειδικό προνόμιο όταν μπαίνεις σε ένα αεροπλάνο, μπορεί να είναι κάτι σύμφωνο με το Σύνταγμα.

Κάθε μέτρο πρέπει να ελέγχεται στη λεπτομέρεια του, αν είναι σύμφωνο με αυτή την όψη της αρχής της ισότητας. Άρα το να μιλήσεις σε αφηρημένο επίπεδο, αυτό είναι αντισυνταγματικό ή αυτό είναι στο σύνολο του συνταγματικό, είναι η λάθος προσέγγιση. Πρέπει ξεκινώντας από την αρχή της ισότητας ότι τα άνισα αντιμετωπίζονται ως άνισα, να ελέγχεται κάθε ad hoc νόμος ή διοικητικό μέτρο εάν είναι σύμφωνο με αυτή την αντιστροφή της αρχής της ισότητας και αν είναι σύμφωνο με την αρχή της αιτιώδους συνάφειας, δηλαδή η ευμενής μεταχείριση του ενός και η δυσμενής του άλλου να βρίσκονται σε αιτιώδης συνάφεια με τον κίνδυνο να κολλήσει άλλος.

Η προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική όταν πρόκειται για ζητήματα που άπτονται της εργατικής νομοθεσίας, όπως η απόλυση ενός ανεμβολίαστου εργαζόμενου. Αυτό είναι τελείως αντισυνταγματικό. Είναι καταχρηστική συμπεριφορά. Ο εργοδότης με το διευθυντικό του δικαίωμα μπορεί να το αποφασίσει, αλλά υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής στο εργατικό δικαστήριο, όπου εάν ο εργαζόμενος αποδείξει ότι πρόκειται για απόλυση -κεκαλυμμένη ή μη- εξαιτίας του μη εμβολιασμού του, η συμπεριφορά αυτή εκτιμώ ότι θα αντιμετωπιστεί ως καταχρηστική, σύμφωνα με το 281 του Αστικού Κώδικα. Ο εργοδότης θα πρέπει να εξηγήσει τους κινδύνους που δημιουργούνται και την εργασία του. Στο δημόσιο τομέα είναι ακόμη πιο δύσκολη η δυσμενής μεταχείριση, είτε αυτή λέγεται απόλυση είτε αργία ή υπηρεσιακή μεταβολή, και έχει πολύ σημαντικές πιθανότητες να ακυρωθεί από τα διοικητικά δικαστήρια.

Ο Πάνος Λαζαράτος είναι Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ.

Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος: Επιδημία και θεσμική προσαρμογή των Συνταγματικών δικαιωμάτων

Η πανδημία δοκιμάζει όχι μόνο την υγεία αλλά και τις διανθρωπικές σχέσεις και τους θεσμούς και αυτό το ίδιο το Συνταγματικό Δίκαιο το οποίο με τις παραδοσιακές μεθόδους υποκειμεικές δικαιωματοκεντρικές μεθόδους δεν μπορεί να εξηγήσει την «συρρίκνωση» που αναγκαία υφίστανται σήμερα τα Συνταγματικά Δικαιώματα. Πράγματι η μόνη μέθοδος που μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις αλλά και να θέσει τα απαραίτητα όρια είναι η μέθοδος της Θεσμικής Προσαρμογής των συνταγματικών Δικαιωμάτων η οποία εκτός από το (υποκειμενικό) δικαίωμα λαμβάνει υπόψη και το (αντικειμενικό) νομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκείται δηλαδή τους θεσμούς.

Κατά πρώτο πρέπει να τονιστεί ότι στο δημοκρατικό κοινωνικό κράτος δικαίου κανείς δεν μπορεί νόμιμα να υποχρεώσει άμεσα οποιοnδήποτε άνθρωπο και να τον υποβάλλει σε εμβόλιο ή άλλη επέμβαση σώματος. Η ελευθερία του ατόμου επάνω στο σώμα του κατοχυρώνεται συνταγματικά.

Ωστόσο, δεν είμαστε μόνοι μας, τα δικαιώματα μας δεν τα ασκούμε μεμονωμένα. Αντίθετα, αποκτούν αξία και αναδύεται η χρησιμότητα και η σκοπιμότητα τους, όταν είμαστε μέσα στην κοινωνία. Για αυτό δεν τίθεται μόνο το ζήτημα της άσκησης των δικών μου δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα και το ζήτημα της επίδρασης που αυτά ασκούν στα δικαιώματα των άλλων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη της συνέπειες που έχει η άσκηση των δικαιωμάτων μας στο χώρο, οι οποίες συνέπειες μπορεί αφενός να είναι απλές επιδράσεις -όπως π.χ. είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος που προκαλεί ένα αυτοκίνητο- και αφετέρου να προσβάλλουν τα δικαιώματα των άλλων. Για αυτό τα δικαιώματα μας τα ασκούμε μέσα σε ένα θεσμικό περιβάλλον. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει μόνο την άσκησή τους, αλλά και τους διαφόρους θεσμούς. Έτσι τα δικαιώματα μας δεν τα ασκούμε στο άπειρο, αλλά στο πλαίσιο μερικότερων θεσμών.

Στην προκειμένη περίπτωση της πανδημίας που μαστίζει, το Ελληνικό Σύνταγμα με την προστασία της δημόσιας υγείας ιδρύει μια υγειονομική κυριαρχική σχέση δημοσίου δικαίου (αντικειμενικό νομικό περιβάλλον). Όταν η σχέση αυτή ενεργοποιείται όπως τώρα με την πανδημία, το κράτος μπορεί να λάβει ορισμένα αναγκαία μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν ορισμένα συνταγματικά δικαιώματα. Ουσιαστικά πρόκειται για τη θεσμική προσαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων, που σημαίνει εν προκειμένω ότι το κράτος μπορεί να περιορίζει μόνο τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία συνδέονται με αιτιώδη συνάφεια με τη μετάδοση του ιού, και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο. Μέσα στην επιδημία, δηλαδή, το κράτος δεν μπορεί να λογοκρίνει, να περιορίσει την ελευθερία του λόγου κλπ, αλλά μπορεί να περιορίζει την ελευθερία της κίνησης ως προς τις μορφές εκείνες και κατά το μέτρο που είναι απαραίτητο για να προστατεύεται η δημόσια υγεία, η υγεία ενός εκάστου.

Έτσι λοιπόν ως γενικό κανόνα μπορούμε να πούμε ότι λόγω της πανδημίας είναι θεμιτός ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης μόνο όμως κατά το μέτρο εκείνο που επιβάλλεται από υγειονομικούς λόγους επιστημονικά θεμελιωμένους και συνίσταται στις περιπτώσεις όπου συγκεντρώνονται πολλά άτομα στο ίδιο χώρο, κυρίως σε κλειστό. Αντίθετα, είναι αντισυνταγματικός ο περιορισμός της ελευθερίας της κίνησης σε χώρους που δεν υπάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού, αυτό που θα ονομάζαμε ανέπαφη κίνηση. Για παράδειγμα, η μετάβαση με το αυτοκίνητο στο εξοχικό όπου θα είμαι μόνος, είναι θεμιτή διότι δεν εμπεριέχει κίνδυνο μετάδοσης του ιού και επομένως η απαγόρευσή της δεν είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα.

Πράγματι μπορούν να επιβληθούν έμμεσοι περιορισμοί επιβαλόμενοι από την αιτιώδης συνάφεια. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η είσοδος σε αεροπλάνα, η είσοδος σε αίθουσες διδασκαλίας ή σε άλλες κλειστές αίθουσες, όπως του κινηματογράφου, ή ακόμη και η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς όπου υπάρχει συνωστισμός. Εκεί υπάρχει πράγματι κίνδυνος μετάδοσης και μπορούν να υπάρξουν περιορισμοί, μέχρι να εξαλειφθεί ο κίνδυνος, οπότε και παύει η συνταγματικότητα των περιοριστικών αυτών μέτρων.

Το κλειδί για την απέραντη περιπτωσιολογία είναι η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην απαγόρευση και στο δικαίωμα κίνησης και συγκεκριμένα, αν η κίνηση εμπεριέχει κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Αν για την εργασία είναι απαραίτητος ο περιορισμός του δικαιώματος, τότε είναι θεμιτός κατά το μέτρο. Παραδείγματος χάριν αν κάποια προσλαμβανόταν ως νοσοκόμα που θα έπρεπε να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο, ασφαλώς και ο εμβολισμός θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός. Αν όμως, κάποιος εργάζεται από το σπίτι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, τότε δεν υπάρχει αυτή η αιτιώδης συνάφεια και οποιαδήποτε υποχρέωση είναι άκρως αντισυνταγματική. Δεν μπορεί να επιβληθεί ο εμβολιασμός.

Αντίστοιχα, ο καταστηματάρχης βλάπτεται στην επιχείρηση του από την είσοδο ενός ανεμβολίαστου πελάτη γιατί κινδυνεύει να κολλήσει τόσο ο ίδιος και το προσωπικό του, όσο και οι υπόλοιποι πελάτες. Εφόσον όμως, είναι χώρος κλειστός και υπάρχει και συνωστισμός. Ωστόσο, αν μιλάμε για μια αγορά ανοιχτή και αραιά τοποθετημένη, έτσι ώστε δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού, ουδείς δικαιούται να αρνηθεί την πώληση ή την είσοδο σε αυτή ατόμων, με το επιχείρημα ότι δεν έχει εμβολιαστεί.

Ο Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Πηγή: News247

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις