Ως Ενωτική Αγωνιστική Συνεργασία – Οικονομολόγων (ΕΑΣ-Ο) εκτιμούμε ότι οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης έκαναν μια «τεράστια προσπάθεια» για να επαναφέρουν τους εργαζόμενους, σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικότητα», στοιχείο που πραγματικά έλειπε από τη ζωή των ελλήνων πολιτών εδώ και μία τετραετία, και από τότε κυρίως που η απερχόμενη κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «έχουμε βγει από τα μνημόνια». Η επιστροφή στην «κανονικότητα» θεωρείται και νίκη επί του λαϊκισμού και των ψεμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κλείσιμο μιας μεγάλης ρωγμής που είχε δημιουργηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Σε πολλούς τομείς της δημόσιας σφαίρας, και σύμφωνα με όσα ακούσαμε στην τριήμερη συζήτηση στη βουλή θα επιταχυνθούν ρυθμίσεις που θεωρούνται ώριμες για την αναμόρφωση της χώρας, ενώ χωρίς καθυστερήσεις θα προχωρήσουν μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων, αποκρατικοποιήσεων, και φοροαπαλλαγών για το μεγάλο κεφάλαιο με παράλληλη εφαρμογή του δόγματος νόμος και τάξη, με την κατάργηση μιας σειράς κατακτήσεων και δικαιωμάτων.
Δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία της δημόσιας διοίκησης με έμφαση στην φιλελεύθερη αντίληψη και κουλτούρα οι οποίες συνοδεύονται από φοροαπαλλαγές για τα επιχειρηματικά κέρδη, αλλά και κάποιες ελάχιστες παροχές ψίχουλα για τους Έλληνες εργαζόμενους. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα προβλέπεται να αντικαταστήσουν τους διαλόγους άλλων εποχών, μια που αυτό που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα και όχι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί αυτό.
Για τα χαμηλότερα εισοδήματα υπάρχουν ρυθμίσεις φορολογικού χαρακτήρα που αθροίζονται σε λίγες εκατοντάδες ευρώ ανά οικογένεια. Πρόκειται για την οριακή μείωση του ΕΝΦΙΑ με κάποια φτιασιδώματα στους φορολογικούς συντελεστές, ποσά που δεν λύνουν το πρόβλημα για τα λαϊκά εισοδήματα που εδώ και μια δεκαετία βρίσκονται σε μια διαρκή λιτότητα, ούτε φυσικά μπορούν να αποτελέσουν ουσιαστική ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης με απώτερο στόχο την «μεγέθυνση της οικονομίας». Απλώς, αποτελούν μια ορθολογική πολιτική κατευνασμού της λαικής αγανάκτησης, μετά από 10 χρόνια διαρκούς λιτότητας και εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών που φυσικά θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται και με την νέα κυβέρνηση.
Η φορομπηχτική πολιτική των μνημονίων προβλέπεται να παραμείνει με ελαφρές παραλλαγές, ενώ λέξη δεν ακούσαμε για αυξήσεις σε μισθούς, ημερομίσθια, συντάξεις. συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε φυσικά ακούσαμε με ποιο σχέδιο και με ποια διαδικασία θα δημιουργηθούν οι καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Τα παραπάνω φυσικά συνοδεύονται και από την ανυπαρξία ενός προγράμματος, όταν είναι γνωστό ότι η Ελλάδα υποχρεούται να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060 γεγονός που επιβάλει μια διαρκή και συνεχόμενη λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων, αφού καλούνται να καταβάλουν σε ετήσια βάση δόσεις αποπληρωμής του χρέους που φτάνουν το 15% του ΑΕΠ και αργότερα το 20%, δηλαδή 30 δισ. ευρώ και αργότερα 40 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, και οι επαγγελματίες θα εργάζονται για να αποπληρώσουν ένα άδικο και επαχθές δημόσιο χρέος που λόγω του μεγέθους του, δεν είναι βιώσιμο, και ούτε μπορεί να εξοφληθεί σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται η νέα κυβέρνηση. Το να επικαλείται μάλιστα ότι αυτό μπορεί να λυθεί με βάση την αξιοπιστία και την σοβαρότητα μιας νέας διαπραγματευτικής τακτικής, με σκοπό την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι μπορεί να εκληφθεί χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Η προηγούμενη εικόνα που είναι αρκετά γνωστή στην νέα κυβέρνηση, ούτε καν αναφέρθηκε κατά την διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων, ούτε φυσικά έγινε μνεία για τις ανησυχίες που εκφράζονται εκ μέρους των «θεσμών» για την μη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (π.χ., μείωση του αφορολόγητου ) και υπενθύμιση περί ισοδύναμων μέτρων το 2020 ώστε να μην ισχύσει η μείωση του αφορολόγητου από το νέο έτος.
Τα προβλήματα που υπάρχουν στην ελληνική οικονομία είναι φανερό ότι δεν μπορούν να λυθούν με μια νέα ταχτοποιητική μνημονιακή λογική, αφού κυρίως έχουν να κάνουν με μια σειρά δεσμεύσεις, που είχε υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση, ούτε φυσικά μόνο με την μείωση των επιτοκίων των ομολόγων για νέο δανεισμό, όταν παρόντα είναι τα κόκκινα δάνεια, η ανεργία, η παραγωγική και κλαδική στασιμότητα, οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες, το δημογραφικό πρόβλημα, η συνεχής φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, το αβέβαιο μέλλον για εργαζόμενους, συνταξιούχους, και νεολαία, η εκχώρηση μεγάλων τμημάτων δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας σε εγχώριους και ξένους επενδυτές. Πρόκειται για συνταγές που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα κατά το παρελθόν, δοκιμάστηκαν και σε άλλες χώρες και κατέληξαν σε τραγικά αποτελέσματα για την οικονομία και τους εργαζόμενους.
Συνεπώς βρισκόμαστε στον ίδιο παρανομαστή, χωρίς συγκροτημένο και αξιόπιστο πρόγραμμα για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και από ότι έδειξαν οι προγραμματικές δηλώσεις προσερχόμαστε, σε νέες διαπραγματεύσεις το φθινόπωρο με μόνο στόχο την αμφίβολη επίτευξη της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το σημερινό αρνητικό κλίμα και η «παροχολογία» που εκφράστηκε μπορεί να αναστραφεί μόνο εάν δημιουργηθούν κατάλληλες προυποθέσεις που βρίσκονται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση από τις μέχρι τώρα ασκούμενες φιλελεύθερες συνταγές, με έμφαση:
Στην αναστολή πληρωμής του δημόσιου χρέους, με στόχο την διαγραφή του
-
Με εθνικοποίηση των τραπεζών και παροχή πιστώσεων με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια.
-
Με διαγραφή των χρεών των λαικών νοικοκυριών και των μικροεπιχειρήσεων με χαμηλά εισοδήματα και περιουσία.
-
Με εθνικό σχέδιο παραγωγικής και οικολογικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας που θα συνοδεύεται από δραστική μείωση της ανεργίας.
-
Με ουσιαστική φορολογική ανακούφιση εργαζομένων, συνταξιούχων και επαγγελματιών.
-
Με πάταξη της φοροδιαφυγής και των προνομίων της ολιγαρχίας.
-
Με άμεση κατάργηση των μνημονιακών νόμων.
-
Με ενίσχυση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, και της κατάργησης κάθε μορφής ελαστικής απασχόλησης.
-
Με ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης εργαζομένων και συνταξιούχων.
Σημαντικός παράγοντας για την υλοποίηση των παραπάνω, μπορεί να αποτελέσει ένα δυναμικό κίνημα ελλήνων οικονομολόγων, που σε συνεργασία με τα συνδικάτα των εργαζομένων, θα αντιπαλεύει σταθερά και με συνέπεια τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της νέας κυβέρνησης.