26.7 C
Athens
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

Α.Π.: Δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας

ΑΠ 1180/2017, Β2 Πολιτικό Τμήμα

Πρόσφατα

Δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη. – Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης

Περίληψη: Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 539/1945, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, ορίζεται ότι “Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεούμενου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δεύτερου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της άδειας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού”.

Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. Δ/τος 3755/1957, 1 παρ.1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως “Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών”, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2081/1952, 7 του Π. Δ/τος 88/1999 (ΦΕΚ Α 94) με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη – μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετά αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας, προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 1683/2012).

Η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω ν. 539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψης αυτής (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1683/2012).

Από τον συνδυασμό των κείμενων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 του ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 434/2011, ΑΠ 455/2010).

Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ ΑΠ 32/2005). Επομένως στη περίπτωση αγωγής, της οποίας το αντικείμενο είναι η επιδίκαση αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100%, λόγω μη χορήγησης της ετήσιας αδείας εντός του έτους κατά το οποίο αυτή έπρεπε να χορηγηθεί από υπαιτιότητα του εργοδότη, αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου για παράβαση ουσιαστικού νόμου ή έλλειψη νόμιμης βάσης κατά τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.


ΕΔΩ αναλυτικότερα η απόφαση 1180/2017 του Άρειου Πάγου.

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις