Μικρές , αχνές πυγολαμπίδες
Σε κάμπο άγριο από βροχή κι από αέρα
Μες σ΄ αστραπές και κεραυνούς, είπες, τις είδες
Πέρα μακριά να ταξιδεύουν πέρα.
Ψυχές που τρεμοσβήνουν, που χαθήκαν
Είναι ανάγκη η ζωή και φόβοι
Αθώοι – πρόθυμοι που θυσιαστήκαν
Στου μεροκάματου την εκατόμβη
Φθαρμένα λάστιχα, τιμόνια τσακισμένα
Φώτα σβηστά, η μηχανή πόσο θ΄ αντέξει;
Στάσου που πας; Τα φρένα χαλασμένα!
Ούτε ένα κλάμα δεν ακούς, ούτε μια λέξη
Παιδί του Δήμου, πάει, δεν υπάρχει.
Πρόθυμος ήταν. Αγαπούσε την δουλειά.
Για λίγες ψήφους τον θυσιάσαν οι Δημάρχοι
Και τα τσιράκια τους δεν έβγαλαν μιλιά.
Πόνος μεγάλος είναι ο άδικος χαμός
Το μοιρολόγι σφίχτηκε στο στόμα
Το δάκρυ πάγωσε, δεν βγαίνει ο λυγμός.
Πόσο αντέχεις; Θα μου πεις; Πόσο ακόμα;