Ημερίδα με θέμα «Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο» διοργάνωσε ο Συνήγορος του Πολίτη τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018, με αφορμή την παρουσίαση της σχετικής ειδικής έκθεσης της Ανεξάρτητης Αρχής. Στην ειδική έκθεση, γίνεται καταγραφή των δυσλειτουργιών και της πολυνομίας που διέπουν τις ισχύουσες διαδικασίες και καταγράφονται η εμπειρία ειδικών επιστημόνων από το μεγάλο αριθμό αναφορών πολιτών και οι προτάσεις του ΣτΠ προς τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Βάσει της ειδικής έκθεσης, ο ΣτΠ διαπιστώνει ακατάσχετη γραφειοκρατία και αλαλούμ με τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για χρέη προς το Δημόσιο, ακόμη και για μικροποσά από ισχνά προνοιακά επιδόματα. Ο Συνήγορος έχει εξετάσει εκατοντάδες αναφορές πολιτών από πολλές διαφορετικές περιπτώσεις και τις παραθέτει διαπιστώνοντας ότι μπορεί το Σύνταγμα να μην επιτρέπει την κατάσχεση «κάτω από το όριο στοιχειώδους επιβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του», αλλά «τελικά η προστασία των τραπεζικών λογαριασμών από κατάσχεση καταλήγει να είναι αναποτελεσματική». Μεγάλα αγκάθια στη λειτουργία του όλου συστήματος, όπου συμμετέχουν η ΑΑΔΕ, οι τοπικές ΔΟΥ και οι τράπεζες που καλούνται να υλοποιήσουν την κατάσχεση είναι: 1) η προστασία ενός και μοναδικού λογαριασμού που δηλώνεται ως ακατάσχετος μέσω του συστήματος TAXIS. 2) Η ύπαρξη κοινών λογαριασμών, συχνά μεταξύ ενηλίκων και ανήλικων τέκνων, όπου συχνά κατάσχεται η σύνταξη του παππού για χρέη του παιδιού ή του εγγονιού.
Όπως αναφέρεται στον πρόλογο της ειδικής έκθεσης: «οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, ιδίως οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποτελούν την πλέον διαδεδομένη διαδικασία για την εξασφάλιση της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 2015 η ΑΑΔΕ προέβη σε περίπου 650.000 κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, το 2016 ο αριθμός των κατασχέσεων διπλασιάστηκε, το 2017 οι κατασχέσεις υπερέβησαν τα 1,7 εκατομμύρια, ενώ έως τον Μάιο του 2018 οι συντελεσθείσες κατασχέσεις έχουν αγγίξει τα 1,2 εκατομμύρια. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα από το ΚΕΑΟ σε ό,τι αφορά κατασχέσεις λογαριασμών για την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών. Επιπλέον, η αυτοματοποίηση και η διασύνδεση με τα τραπεζικά ιδρύματα επιτρέπουν τη διαρκή αύξηση των δυνατοτήτων του συστήματος για βεβαίωση οφειλών και επιβολή κατασχέσεων. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου 4 εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών, είτε προς τη φορολογική διοίκηση, είτε προς την ασφαλιστική, είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιπτωσιολογία που παρουσιάζεται στην ειδική έκθεση οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων, σύμφωνα με το Συνήγορο:
α. Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
β. Η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
γ. Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές. Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω τού ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
δ. Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
ε. Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
στ. Τα προνοιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
ζ. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του δημοσίου, λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατασχέτου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατασχέτου.
«Η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από την μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά την χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων. Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να ναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν», καταλήγει στην ειδική έκθεσή του ο Συνήγορος του Πολίτη.