Πιάσαν τον Γιάννο τον ληστή.
Χίλιες ουγγιές χρυσάφι
ασήμι κι άλλα τιμαλφή
είχε στο κάτω ράφι.
Γιάννο μου ποιος σε πρόδωσε;
Τι συμφορά και τούτη!
Εσένα πούσουν άρχοντας;
Που ζούσες μες στα πλούτη!
Πούχες παλάτια σ΄ ορεινά
και βίλες στις Κυκλάδες
με καμαριέρες, μάγειρους,
με μπάτλερ και νταντάδες!
Εσένα βρε που έκανες
το πιο μεγάλο κόλπο
της Σοφοκλέους τ΄ όνειδος
που ρήμαξε τον τόπο!
Εμ τ΄ άλλο! Μπήκαμε ΟΝΕ
και στον σκληρό πυρήνα
μ΄ εγγύηση τον λόγο σου
πως ΔΕΝ θα πέσει πείνα.
Όλα με σχέδιο και πειθώ
τα πέτυχες δεν λέω
μα τι να πω ο άμοιρος
για δες πως καταρρέω.
Μου θύμισες λεβέντη μου
τον όμορφο τον Άκη
πούχε και κείνος πλουμιστά
κρυμμένα στο σακάκι
Βραχιόλια, και τον έσερναν
σκληροί χωροφυλάκοι.
Εσένα τ΄ αρχοντόπουλο
της Κηφισιάς τον γόη
τον πιo μεγάλο ζιγκολό
κι από σπουδαίο σόι!
Πόσους θριάμβους έζησες,
δόξες και μεγαλεία
και πόσες μίζες άρπαξες!
Πόσο μεγάλη λεία!
Εμού του ιδίου.