21 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

Α.Π.: Η λήψη της άδειας ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας

Απόφαση 1050/2018

Πρόσφατα

Το τελευταίο διάστημα δημοσιογραφικοί κύκλοι είχαν αναδείξει σαν απόφαση «βόμβα» μία απόφαση του Α.Π. σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι απαγορεύεται η μεταφορά της θερινής άδειας στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις η απόφαση δεν αφορούσε φυσικά στο θέμα της μεταφοράς της άδειας σε επόμενο έτος, αφού αυτό το θέμα έχει κριθεί ήδη με παλιότερες αποφάσεις και υπάρχει και συγκεκριμένη νομολογία. Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει με πρόσφατη απόφασή του ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές σύμφωνα με τις οποίες ο εργαζόμενος δεν μπορεί να μεταφέρει και, ενδεχομένως, να σωρεύσει έως τη λήξη της σχέσης εργασίας την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δεν έχει λάβει επί πλείονες συναπτές περιόδους αναφοράς.

Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου αφορά σε υπόθεση η οποία ουδεμία σχέση έχει με την μεταφορά αδείας σε επόμενο ή μεθεπόμενα έτη.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης:

Εργαζόμενος είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός – πωλητής προϊόντων. Συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη σε ώρα εργασίας κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου που του είχε παραχωρήσει η επιχείρηση, τραυματίσθηκε και είχε μακρά αναρρωτική άδεια, από 9-8-2013 μέχρι 11-5-2014. Μετά την επάνοδό του από την άδεια αυτή, την 12-5-2014, η επιχείρηση κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε σε δόσεις την προσήκουσα αποζημίωση απολύσεως. Ο εργαζόμενος άσκησε αγωγή και αξίωσε επίσης αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας του έτους της απόλυσής του.

Το ειρηνοδικείο επιδίκασε στον εργαζόμενο το ποσό της αδείας και του επιδόματος που αυτός αξίωσε και στη συνέχεια η επιχείρηση άσκησε έφεση ισχυριζόμενη ότι ο εργαζόμενος ξεπέρασε τα όρια της βραχείας αναρρωτικής αδείας και κατά συνέπεια δεν δικαιούτο άδεια αναψυχής για το έτος 2014. Κατά συνέπεια δεν δικαιούτο ούτε αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, διότι οι παροχές αυτές συνιστούν παρακολούθημα του δικαιώματος του εργαζόμενου να λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής και δεν νοούνται οφειλόμενες από τον εργοδότη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος, για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, δεν δικαιούται κανονική άδεια.  Επί της εφέσεως εκδόθηκε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της επιχείρησης και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Στη συνέχεια η επιχείρηση άσκησε αίτηση αναίρεσης της ως άνω αποφάσεως του Πρωτοδικείου και η υπόθεση κατέληξε στον Άρειο Πάγο, οι δικαστές του οποίου ανέπτυξαν ορισμένα ενδιαφέροντα σκεπτικά, κατ’ ουσίαν όμως παρέπεμψαν την υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια.

Περίληψη της απόφασης

Από το συνδυασμό των διατάξεων:

– της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 539/1945

– της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 539/1945

– της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 539/1945

– της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 539/1945

– της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 539/1945

Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή «αναπαύσεως»), με τις συνήθεις αποδοχές.

Η άδεια αυτή, που αποκαλείται «κανονική άδεια» για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφ’ ενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη.

Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται και παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας σαν ο εργαζόμενος να είχε δουλέψει κανονικά.

Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική.

Τότε, ο εργοδότης οφείλει, ως υποκατάστατο της άδειας, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αναψυχής αυτουσίως.

Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε ελαφριά αμέλεια), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή υπέρ του εργαζόμενου, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας.

Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 902/2017).

Εξ άλλου, σύμφωνα με το την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπ’ όψη προς εξεύρεση τουαριθμού των ημερών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως κανονική άδεια, δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση, επειδή αντιμετώπισε σχετικώς βραχείας διαρκείας ασθένεια (ή στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα).

Και σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, ως βραχείας διαρκείας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη, τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων ετών, τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα ετών και έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δεκαπέντε ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι όταν η απουσία λόγω ασθενείας υπερβεί τα ως άνω, κατά περίπτωση, όρια, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο, καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας την οποία, άλλως, θα δικαιούτο ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983, «αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια».

Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω (βλ. σκέψη αρ. 2), συνάγεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους.

Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας, «που του οφείλεται» (κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, η οποία υπονοεί αναγκαία ότι σε περίπτωση που δεν οφείλεται άδεια, δεν οφείλονται ούτε αποδοχές αδείας, έτσι η Ολ ΑΠ 1139/1974 [Σ. Γάγγας], άλλως η Ολ ΑΠ 27/2004 [Χ. Μπαβέας], αμφότερες χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εκδοθείσες σε υποθέσεις που δεν φαίνεται να συνδέονταν με λύση της σχέσεως εργασίας).

Προς την ερμηνεία αυτή συνάδουν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 8 του ΑΝ 539/1945, όπως η τελευταία προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, σύμφωνα με τις οποίες (σε νεοελληνική απόδοση) «κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούτο εάν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο στην υπόχρεη επιχείρηση» και «οι αποδοχές αδείας μαζί με το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας αναψυχής».

Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 (σε νεοελληνική απόδοση) «όσοι απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται κάθε έτος επίδομα αδείας ίσο προς το σύνολο των αποδοχών που καθορίζονται από τον ΑΝ 539/1945 ή άλλες διατάξεις για τις ημέρες της άδειας αναπαύσεως με αποδοχές, τις οποίες ο καθένας δικαιούται, με τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, ή δεκατριών εργάσιμων ημερών, γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο […]. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας αναπαύσεως του μισθωτού».

Οπότε, και πάλι συνάγεται ότι το επίδομα αδείας, όπως και οι αποδοχές αδείας, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται σε συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος και καταβάλλεται «ομού» μετά των αποδοχών αδείας, κατά την έναρξη της κανονικής άδειας.

Και εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι εφ’ όσον ο μισθωτός δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, ούτε αποδοχές αδείας ούτε επίδομα αδείας δικαιούται.

Στην προκείμενη περίπτωση (αντίθετα με τα ως άνω σκεπτικά) , το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 5417/2017 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι κατά το έτος 2014, εντός του οποίου απολύθηκε ύστερα από μακρά αναρρωτική άδεια, υπερκαλύπτουσα τον δικαιούμενο χρόνο βραχείας απουσίας λόγω ασθενείας, με συνέπεια να μη δικαιούται ουδεμία ημέρα αδείας αναψυχής, δικαιούται να λάβει εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας τις κατά τις ως άνω διατάξεις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας.

Ο Άρειος πάγος καταλήγει στο ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου αυτή να αποφανθεί εκ νέου επί του νομικού ζητήματος περί του εάν το δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, είτε λύεται η σύμβαση ή σχέση εργασίας είτε εξακολουθεί, προϋποθέτει ή δεν προϋποθέτει υφιστάμενο δικαίωμα του ιδίου να λάβει, εν όλω ή εν μέρει, κανονική άδεια (ή άδεια αναψυχής ή αναπαύσεως) εντός του κρισίμου ημερολογιακού έτους.

Το ζήτημα αυτό συνιστά, κατά την ομόφωνη κρίση του παρόντος Β1 τμήματος δικαστηρίου, ζήτημα εξαιρετικής σημασίας (άρθρο 23 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 1756/88 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995), για το λόγο ότι η προ 15ετίας, περίπου, συμπτωματική αντιμετώπισή του από την Ολ ΑΠ 27/2004, αντιθέτως προς την Ολ ΑΠ 1139/1974, αφ’ ενός εμφανίζει απόκλιση εκ του γράμματος των σχετικών διατάξεων και αφ’ ετέρου έχει δεχθεί κριτική εκ μέρους της θεωρίας.

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις