Μια πολιτική παρουσία αναντίστοιχη της κοινωνικής πλειοψηφίας
Είναι η δεύτερη φορά, στη διάρκεια της μέχρι σήμερα διακυβέρνησης του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ, που το εργατικό λαϊκό κίνημα, μπροστά στην πρόκληση ψήφισης του τετάρτου ουσιαστικά μνημονίου, βρίσκεται σε καταφανή αδυναμία να αποκρούσει και να ακυρώσει τις επιχειρούμενες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις (κατάργηση προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, μείωση του αφορολογήτου ορίου κλπ.).
Η πανελλαδική απεργιακή κινητοποίηση, που μάλιστα περιελάμβανε και τις οργανώσεις των μικροαστικών στρωμάτων, δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή εργατική συμμετοχή, τέτοια που να επιφέρει ορισμένα αποτελέσματα. Το ίδιο είχε συμβεί τον Μάιο του 2016 με την κοινοβουλευτική επικύρωση του τρίτου μνημονίου (ασφαλιστικό και φορολογία των μικροαστικών αυτοαπασχολουμένων στρωμάτων, αυτόματος κόφτης κ.ά.), όπου η 48ωρη πανεργατική απεργία που προκηρύχθηκε την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φιάσκο.
Η πανεργατική απεργία της 17ης Μαΐου δεν κατόρθωσε να επιτύχει παρά ελάχιστη έως μηδενική απεργιακή συμμετοχή σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα νοσηλευτικά ιδρύματα, στη μέση και δημοτική εκπαίδευση η συμμετοχή υπήρξε δειγματοληπτική (ορισμένα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των αντίστοιχων σωματείων, με την μαζική αποχή των εργαζομένων από την κινητοποίηση). Ακόμη περισσότερο στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας (βιομηχανία, μεγάλες εμπορικές αλυσίδες κλπ.), όπου δεν καταγράφηκε ούτε αυτή η ελάχιστη κινητοποίηση. Οι όποιες απεργιακές συγκεντρώσεις των συνδικαλιστικών παρατάξεων περιελάμβαναν αποκλειστικά σχεδόν τον κόσμο των αριστερών πολιτικών σχημάτων, και μάλιστα νεολαίας ή συνταξιούχων, με την ενεργό εργατική τάξη να βρίσκεται σε κατάσταση «παθητικοποίησης». Επρόκειτο δηλαδή για συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, και όχι για πανεργατική απεργιακή κινητοποίηση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μια τέτοια πολιτική κινητοποίηση δεν μπορεί να υποκαθιστά την απουσία εργατικής συμμετοχής, και άρα είναι εξαιρετικά περιορισμένης αποτελεσματικότητας.
Τόσο η περίπτωση του περυσινού Μάιου όσο και της σημερινής συγκυρίας αναδεικνύουν πλέον σ’ όλη του την έκταση το μείζον ζήτημα της περιθωριοποίησης του λαϊκού εργατικού παράγοντα. Για την Αριστερά στις διάφορες εκδοχές της αυτό καταδεικνύει την απουσία οργανικών σχέσεων με την μισθωτή εργασία του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς αναδεικνύεται μια εκλογική συνδικαλιστική επιρροή (π.χ. ΕΛΜΕ, Δήμοι κ.ά.), που δεν φτάνει βέβαια στο επίπεδο της συμμετοχής στην πανεργατική κινητοποίηση. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η απεργιακή συμμετοχή της εργατικής τάξης, σε μείζονα διακυβεύματα της συγκυρίας, είναι το καθοριστικό κριτήριο της επιτυχίας της παρέμβασής της, μια και η πολιτική εκλογική συμμετοχή από μόνη της δεν μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα, που πάντοτε είναι αντανάκλαση σημαντικών ταξικών ή μη κινητοποιήσεων. Άλλωστε είναι περισσότερο από προφανές ότι τα περιορισμένα πολιτικά όρια της Αριστεράς (στο σύνολό τους έχουν την ιστορική οροφή του 10%) βρίσκονται σε ριζική αναντιστοιχία με την δυνητική κοινωνική της επιρροή, που αγκαλιάζει τα δύο – τρίτα του εκλογικού σώματος που έχουν πληγεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από τις μνημονιακές πολιτικές (το 62% του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015).
Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα απολύτως βήμα σε οποιαδήποτε ριζοσπαστική, κινηματική ή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αν δεν θέσουμε γυμνό αυτό το ζήτημα, αν δεν εντοπίσουμε τις αιτίες που το γεννούν κα το αναπαράγουν, αν δεν δώσουμε πειστικές απαντήσεις σ’ αυτό. Διαφορετικά εκείνο που κάνουμε είναι κυριολεκτικά «ασκήσεις επί χάρτου», είτε σκιαγραφώντας το «κομμουνιστικό» μέλλον, αφού το «βάθος του ουρανού είναι (πέραν πάσης αμφιβολίας) κόκκινο», είτε σχεδιάζοντας συγκρούσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και εθνικές οικονομικές ανασυγκροτήσεις κ.α., εν απουσία του λαϊκού εργατικού παράγοντα. Και προφανώς το χειρότερο όλων είναι να αποκρύψουμε την γυμνή αυτή πραγματικότητα, προσπαθώντας να «ξεγελάσουμε» τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους, όταν μιλάμε για «απεργιακά ποτάμια» και για απεργιακούς λαϊκούς ξεσηκωμούς, που καμία σχέση δεν έχουν με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Παράγοντες που επηρεάζουν την απεργιακή εργατική συμμετοχή
Α) Από αυτή την άποψη είναι αναγκαίο αρχικά να επισημάνουμε αιτίες που θεωρούνται ότι βρίσκονται στην αφετηρία αυτής της πραγματικότητας. Και πρώτα από όλα το κλασικό επιχείρημα ότι δεν αναπτύσσεται απεργιακή συμμετοχή γιατί το συνδικαλιστικό κίνημα είναι διασπασμένο σε θεσμικό – εργοδοτικό συνδικαλισμό, στο ΠΑΜΕ, στις Παρεμβάσεις – Συσπειρώσεις και στο ΜΕΤΑ. Βέβαια η ενωτική συμπαράταξη όλων των συνδικαλιστικών παρατάξεων θα μπορούσε στοιχειωδώς να δώσει μια κάπως διαφορετική εικόνα, χωρίς όμως να μπορεί να εξασφαλίσει μια μαζικής κλίμακας συμμετοχή και άρα αποτελεσματικότητα. Η όποια εργατική συμμετοχή ερχόταν στο προσκήνιο θα μπορούσε να υπάρξει ανεξάρτητα αυτής της πολυδιάσπασης. Άλλωστε οι συνδικαλιστικοί διαχωρισμοί ακριβώς έχουν στην αφετηρία τους την ισχνή απεργιακή συμμετοχή, παίρνοντας κυρίως τα χαρακτηριστικά των επιμέρους πολιτικών φορέων, ενώ μια ευρεία εργατική πλαισίωση της πανελλαδικής απεργίας θα οδηγούσε σε μια αναγκαστικά, εκ των πραγμάτων, κοινωνική συμπαράταξη.
Β) Μια άλλη άποψη αποδίδει την εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή στην αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία της ΓΣΕΕ και γενικότερα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (που πραγματικά υπάρχει και λειτουργεί απωθητικά) και κυρίως στο γεγονός ότι η όποια πανεργατική απεργία είναι αποτυχημένη εφόσον δεν έχει διάρκεια. Πρόκειται για αντικειμενικά χαρακτηριστικά, που όμως δεν είναι πανάκεια : Ακόμη και μία 24ωρη πανελλαδική απεργία, που έχει ευρεία εργατική συμμετοχή, μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 2001 όταν είχε κατατεθεί το πρώτο νομοσχέδιο Τ. Γιαννίτση, που επιχειρούσε μια πρώτη περικοπή των συντάξεων. Η μία και μοναδική ημέρα καθολικής εργατικής κινητοποίησης οδήγησε στην απόσυρση του νομοσχεδίου. Άρα το ζήτημα δεν είναι η μεγάλη διάρκεια, αλλά η μαζική συμμετοχή στην απεργιακή κινητοποίηση.
Γ) Επίσης, ένας λόγος τον οποίο προβάλλουμε (και είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα) είναι ότι η ανεργία του 25% λειτουργεί ως παραλυτικός παράγοντας στο ενεργό τμήμα της εργατικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζει την κινηματική συμμετοχή των ανέργων, εφόσον στερούνται παραγωγικού χώρου ενεργού δραστηριότητας. Πραγματικά, ο παράγοντας αυτός είναι καθοριστικός, όχι όμως ανυπέρβλητος για την ουσιαστική εργατική απεργιακή συμμετοχή. Έτσι, αν αυτό ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δεν έχει ισχύ για τον δημόσιο και κοινωφελή τομέα της εργασίας, όπου ο εργαζόμενος κόσμος προστατεύεται από την μονιμότητα της απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά η έλλειψη απεργιακής συμμετοχής χαρακτηρίζει στη σημερινή συγκυρία και αυτό το τμήμα των εργαζομένων της δημοσιοϋπαλληλίας. Απεναντίας αν καταγράφονταν μια επαρκής απεργιακή κινητοποίηση στο δημόσιο, αυτή θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ελάχιστη συμμετοχή στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία.
Βασικός παράγοντας της σημερινής αδυναμίας του κινήματος να επιτύχει μια ευρεία απεργιακή συμμετοχή, είναι προφανώς το γεγονός ότι τα μέτρα τόσο του τρίτου όσο και του τέταρτου μνημονίου εφαρμόζονται από μια κυβέρνηση που είχε ουσιαστική λαϊκή υποστήριξη και νομιμοποίηση, εφόσον ήταν οι λαϊκές τάξεις που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας. Το γεγονός αυτό είναι που προκαλεί σε σημαντικό βαθμό την αδρανοποίηση και παράλυση σε στρώματα των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων με το σκεπτικό ότι : Εφόσον μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι αυτή που προχωρά σε όλες τις περικοπές και επιβαρύνσεις, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος, μια και η κυβερνητική διαχείριση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ υπήρξε εξίσου σκληρά μνημονιακή, και εφόσον η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει τη λήψη μέτρων εξίσου νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών με την σημερινή κυβέρνηση. Η σύγχυση, το αδιέξοδο, η απογοήτευση των λαϊκών τάξεων συνεχίζουν να τις παροπλίζουν.
Η κατάρρευση και των δύο υπαρκτών εναλλακτικών λύσεων (του μετωπικού νεοσυντηρητισμού των αστικών κομμάτων και της σοσιαλδημοκρατικής επαγγελίας του ΣΥΡΙΖΑ), η σύγκλιση τελικά του μεγαλύτερου μέρους του αστικού κοινοβουλευτικού τόξου σε μια κοινή μνημονιακή πολιτική, η απουσία σε τελική ανάλυση μιας πολιτικής αναφοράς και προοπτικής, είναι που καθηλώνουν προς ώρας τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο. Η σημερινή απουσία μιας ρεαλιστικής, αντιμνημονιακής, ριζοσπαστικής εναλλακτικής διεξόδου, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην απεργιακή διαθεσιμότητα των εργαζομένων τάξεων. Σε κάθε περίπτωση το εργατικό κίνημα δεν κινείται αν δεν συνδέεται με μια κεντρική πολιτική διεξόδου από την μνημονιακή εξαθλίωση.
Αναγκαίοι κινηματικοί επαναπροσδιορισμοί
1) Η ανάδειξη ενός κινήματος των ζωτικών λαϊκών αναγκών με ένα σύνολο άμεσων στόχων πάλης, διαρθρωμένων γύρω από τον κεντρικό άξονα της εισοδηματικής αναδιανομής σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, και προς όφελος των πληττομένων από τα μνημόνια λαϊκών στρωμάτων : Αποκατάσταση των μισθών, αποτροπή της μείωσης των συντάξεων, γενικευμένο επίδομα ανεργίας, κατάργηση της υπερφορολόγησης (ΕΝΦΙΑ, άμεση και έμμεση φορολογία) κλπ. ως άμεσες επιδιώξεις του παρόντος στα υπαρκτά οικονομικά και θεσμικά πλαίσια. Αυτά μπορούν να διεκδικηθούν στο σήμερα και όχι να παραπέμπονται είτε στο μέλλον της λαϊκής εξουσίας, είτε εφόσον γίνει πρωταρχικά η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ζώνη του Ευρώ. Πρόκειται για πρωτογενείς στόχους που αντιστοιχούν στις ανάγκες των δύο – τρίτων του ελληνικού πληθυσμού, και μπορούν να αποκτήσουν πλειοψηφική λαϊκή απήχηση.
2) Η διαμόρφωση ενός ενωτικού κοινωνικού μετώπου που να ξεπερνά τις επιμέρους παραταξιακές διαιρέσεις και να εκτείνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής παραγωγής και σε όλα τα λαϊκά στρώματα. Αυτό δεν πρόκειται βέβαια να προκύψει από την συμπαράταξη των υπαρκτών συνδικαλιστικών παρατάξεων, που έχουν έντονα τα υποκειμενικά πολιτικά κομματικά χαρακτηριστικά, αλλά θα προκύψει από πρωτογενείς διαδικασίες. Η ανεξαρτησία και ο αυτοπροσδιορισμός των κοινωνικών συλλογικοτήτων είναι προϋπόθεση μιας κοινωνικής ενότητας, ενώ ο κομματικός επικαθορισμός όλων των μορφών συνδικαλιστικής υπόστασης λειτουργεί διαιρετικά και αποσυνθετικά. Το κοινωνικό μέτωπο έχει ταξικά, λαϊκά χαρακτηριστικά και δεν τέμνεται με οποιοδήποτε μέτωπο που προσλαμβάνει διαταξικά και «εθνικά και πατριωτικά» χαρακτηριστικά.
3) Η κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των διαφοροποιημένων τμημάτων των δυνάμεων των «από κάτω» έχει καθοριστικό ρόλο τόσο για την ευρύτητα των κινητοποιήσεων, όσο και για την επιδιωκόμενη αποτελεσματικότητά τους. Στην πραγματικότητα σήμερα δεν μιλάμε για ενιαίες λαϊκές τάξεις, αλλά για βαθειά διαφοροποιημένα τμήματα, που το καθένα λειτουργεί στον δικό του κόσμο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, με την μονιμότητα απασχόλησης που διαθέτουν, βρίσκονται μακριά από την ολοκληρωτική απορρύθμιση της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα, κι’ η ενεργός εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής μακριά από τον κόσμο της ανεργίας κ.ά. Χωρίς την επίτευξη μιας κοινωνικής ενότητας, μέσα προφανώς από την υπαρκτή διαφορετικότητα, δεν μπορεί να υπηρετηθεί η υπόσταση και παρέμβαση ενός κοινωνικού μετώπου.
4) Με δεδομένη την πολιτική υπόσταση των αριστερών σχηματισμών και την ζωτική τους παρουσία στην πανελλαδική απεργία της 17ης Μαίου, αλλά και την απουσία εργατικής απεργιακής συμμετοχής, εκείνο που αβίαστα προκύπτει είναι η αναγκαιότητα να υπηρετήσει η Αριστερά την αναγέννηση και ανάταξη του εργατικού κινήματος. Απεναντίας εκείνο που συμβαίνει είναι η εκφώνηση πολιτικών γραμμών και η αναμονή της πλαισίωσής τους από λαϊκές εργατικές δυνάμεις, πράγμα όμως που δεν προκύπτει και παραμένει μια συστηματική στασιμότητα. Άλλωστε πώς είναι δυνατό να αναπαράγονται διάφορες μορφές της Αριστεράς, με μόνη την ανάδειξη ενός πολιτικού σχεδίου, χωρίς να έχουν καμιά ουσιαστική οργανική σχέση εκπροσώπησης με τις δυνάμεις του εργαζόμενου κόσμου, ιδιαίτερα της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής;