Από τη μια εξέφρασε καθαρά την πολιτική που θέλει να ακολουθήσει, την πολιτική των μνημονίων και των δανειστών, τασσόμενος υπέρ της εκχώρησης δημόσιων υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, προσπάθησε να «χρυσώσει το χάπι» και τις απολύσεις δημόσιων υπαλλήλων που φέρνει άμεσα ένα τέτοιο ενδεχόμενο, λέγοντας ότι «το Δημόσιο πάντα θα προσλαμβάνει κόσμο που όμως θα πρέπει να είναι χρήσιμος».
Ο λόγος για τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος -όπως έχει επισημάνει πολλές φορές το ergasianet.gr– δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άλλη όψη του «νομίσματος» του ακραίου και βίαιου φιλελευθερισμού, που θέλει το κεφάλαιο να επιβάλλει στη χώρα μας, με υφαρπαγή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, με ξεπούλημα των «ασημικών» της, με φθηνούς εργαζομένους, ελαστικές σχέσεις εργασίας, εργασιακή ομηρία, κανένα εργασιακό και ασφαλιστικό δικαίωμα, καμία δυνατότητα αντίδρασης και απεργίας, με υψηλή ανεργία, φτωχούς συνταξιούχους, εξαθλιωμένο λαό. Άλλωστε, τα μνημόνια που στηρίζει και εφαρμόζει με θρησκευτική ευλάβεια η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ (σ.σ.: μην ξεχνάμε πως έφερε το 3ο και 4ο) αυτόν το στόχο έχουν.
Ο πρόεδρος της ΝΔ, μιλώντας στο πλαίσιο του συνεδρίου με θέμα «Ψηφιακή Στρατηγική της Ελλάδας, ο δρόμος προς την Ανάπτυξη» και μπροστά στον πρόεδρο του ΣΕΒ Θόδωρο Φέσσα, που μάλλον έτριβε τα χέρια του ακούγοντας τέτοιες εξαγγελίες, «αναγνώρισε» την ανάγκη να υπάρξει Εθνικό Συμβούλιο Ψηφιακής Πολιτικής, είπε ότι αυτό είναι θέμα τεχνοκρατικό και διαχρονικό και όχι πολιτικό, για αυτό και θα πρέπει να ορισθεί υφυπουργός Ψηφιακής Πολιτικής που δεν θα είναι πολιτικός, αλλά από την αγορά και θα έχει στην αρμοδιότητά του τη Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής.
Ο αρχηγός της ΝΔ τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα ή και της εκχώρησης δημοσίων υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα. Ως παράδειγμα έφερε τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων. «Ξέρετε πόσοι υπάλληλοι ασχολούνται με τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων; Χιλιάδες. Αν αυτή η υπηρεσία εκχωρηθεί στον ιδιωτικό τομέα θα απελευθερωθούν άνθρωποι και πόροι», επισήμανε.
Ως δεύτερο παράδειγμα έφερε το σύστημα εισιτηρίων στους αρχαιολογικούς χώρους, που, επίσης, θα μπορούσαν να δοθούν σε ιδιωτική εταιρεία. Ακόμη, επέμεινε ότι το Δημόσιο δεν θα έπρεπε να έχει καθαρίστριες και σχολικούς φύλακες που θα μπορούσαν να δοθούν στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι το Δημόσιο πάντα θα προσλαμβάνει κόσμο, «εμείς έχουμε δεσμευτεί στην πολιτική πέντε προς έναν, αλλά ο ένας που προσλαμβάνεται θα πρέπει να είναι χρήσιμος».
Μιλώντας για την εκπαίδευση, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι «είναι απόλυτως απαραίτητο να διδάσκουμε προγραμματισμό στα σχολεία. Ο προγραμματισμός είναι γλώσσα, ο ψηφιακός κόσμος θα είναι η πραγματικότητα των νέων παιδιών. Οι δεξιότητες αυτές θα είναι απαραίτητες σε έναν κόσμο που δεν φανταζόμαστε με τι ταχύτητα αλλάζει».
Τάχθηκε υπέρ της διά βίου μάθησης και της ψηφιακής κατάρτισης. «Εγώ δεν ξεκίνησα για να γίνω πολιτικός και δεν φιλοδοξώ να μείνω. Μετά την πολιτική υπάρχει και μία άλλη ζωή», συμπλήρωσε.
Επίσης, ο Κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί το Δημόσιο και οι σχέσεις του με τους πολίτες. Θα πρέπει να υπάρχει ένας ψηφιακός αριθμός, που θα ακολουθεί τον πολίτη από τη στιγμή που γενιέται και σε όλη του τη ζωή. Να προχωρήσουμε στην έκδοση ψηφιακής ταυτότητας. Η επόμενη ταυτότητα, υποστήριξε, θα έχει ψηφιακά χαρακτηριστικά, θα δίνει τη δυνατότητα ψηφιακής υπογραφής. Αυτό έπρεπε να γίνει χθες, ώστε ο πολίτης να εξασφαλίζει ασφαλή διασύνδεση με το Δημόσιο, συμπλήρωσε.
Σε ερώτηση του κ. Φέσσα για το τι θα κάνει για να ενισχύσει τις επιχειρήσεις, απάντησε: «Επεξεργαζόμαστε μία σειρά σκέψεις που θα συνδέουν τους ευρωπαϊκούς πόρους για να ενθαρρύνουμε επιχειρήσεις υπό την σκέπη της έρευνας και τεχνολογίας. Υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν δυσκολία να κάνουν το ψηφιακό άλμα. Πολλά προβλήματα δεν μπορεί να τα λύσει το κράτος, θα τα λύσει η αγορά και ο ανταγωνισμός. Πάντως, μπορούν να γίνουν πολλά για την υποστήριξη της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, είτε με απλοποίηση διαδικασιών, είτε με κεφάλαια. Η τεχνολογική πρόοδος και προσαρμογή είναι συνθήκη επιβίωσης των επιχειρήσεων».