Η Εργατική Πρωτομαγιά, η οποία είναι επέτειος με παγκόσμιο χαρακτήρα προς τιμήν των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας, των εργαζομένων δηλαδή, των συνταξιούχων αλλά και των άνεργων. Με συγκεντρώσεις και πορείες, η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον. Η Πρωτομαγιά είναι ΑΠΕΡΓΙΑ, λοιπόν, και όχι αργία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.
Είναι απεργία και ημέρα αγωνιστικής μνήμης των εργαζομένων όλου του κόσμου για να τιμηθούν τα θύματα της εργατικής τάξης στην πολύχρονη και διαρκή πάλη για την κοινωνική της απελευθέρωση, αλλά και ημέρα αγωνιστικής διεκδίκησης και πάλης για την αντιμετώπιση της επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν και για την επίλυση των οξυμένων προβλημάτων της, κυρίως της ανεργίας, της λιτότητας, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της συρρίκνωσης των εργασιακών και κοινωνικών της δικαιωμάτων.
Και ουδείς έχει το δικαίωμα να τη μεταφέρει λογίζοντάς την σαν αργία, όπως έκανε φέτος αλλά και πέρυσι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με απόφαση του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, όπως θέλετε να λέγεται. Μάλιστα, φέτος, έκανε ένα βήμα παραπάνω, κατατέθοντας και τροπολογία για να καταργήσει το χαρακτήρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς, εντάσσοντάς την στις επίσημες αργίες.
ΠΟΤΕ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ ΩΣ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Aν και ουσιαστικά η Πρωτομαγιά «φύτρωσε» το 1886 στις HΠA, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας, ξεσηκωμός που κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας. Aυτή ήταν η σημαντικότερη απόφαση που πήραν στο Παρίσι οι 400 περίπου εκπρόσωποι των εργατών από 20 χώρες.
Στη σχετική απόφαση αναφέρεται: «… Θα οργανωθεί μια μεγάλη διεθνής εκδήλωση για μια καθορισμένη ημερομηνία, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εργάτες σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πόλεις ν’ απευθύνουν ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη μέρα, προς τις δημόσιες αρχές, ένα αίτημα για να καθοριστεί η εργάσιμη μέρα σε οκτώ ώρες και να τεθούν σε ισχύ οι άλλες αποφάσεις του Διεθνούς Συνεδρίου του Παρισιού. Eνόψει του ότι μια τέτοια εκδήλωση έχει ήδη αποφασιστεί από την Aμερικανική Oμοσπονδία Eργασίας στο συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1888 στο Σεντ Λούις για την 1η του Mάη 1890, η μέρα αυτή γίνεται δεκτή σαν η μέρα για τη διεθνή εκδήλωση. Oι εργάτες των διαφόρων χωρών θα πρέπει να οργανώσουν την εκδήλωση με τρόπο ανάλογο προς τις συνθήκες της χώρας τους».
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ 131 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Σήμερα, 131 χρόνια μετά την εξέγερση των εργατών στο Σικάγο και την κατάκτηση με το αίμα τους μιας σειράς εργατικών δικαιωμάτων, όπως το 8ωρο, βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου επιστροφή στην πριν της Πρωτομαγιάς του 1886 εποχή.
Η επέλαση του νεοφιλελεύθερου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η επέλεση των ιμπεριαλιστών ξηλώνει κατακτήσεις που είχαν κερδηθεί με αγώνες από την εργατική τάξη σε όλο το ιστορικό προτσές. Το κράτος και το κεφάλαιο σαν οδοστρωτήρες περνούν πάνω από τις ζωές του κόσμου της εργασίας και του λαού, εκμεταλλευόμενα την απουσία ισχυρού εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά και ειδικά σήμερα, στη χώρα μας, τα συνδικάτα και κυρίως τα δευτεροβάθμια και τα τριτοβάθμια, όπως η ΓΣΕΕ, έχουν γεμίσει από γραφειοκράτες συνδικαλιστές, απεσταλμένους από τα κόμματα τους, εργατοπατέρες, οι οποίοι έπαιξαν και παίζουν το ρόλο του κεφαλαίου, το ρόλο του ξεπουλήματος των εργατικών αγώνων. Πρωτοβάθμια σωματεία, που θα έπρεπε να είναι το ζωντανό «κύτταρο» της πάλης των εργαζομένων, έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες για να αναπαράγουν τη θέση τους κάποια κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη και να διαιωνίζουν μεταξύ τους την εξουσία τους σε όλους τους βαθμούς της συνδικαλιστικής πυραμίδας. Όπως είναι πασιφανές, τα απονεκρωμένα συνδικάτα και τα επίσης άδεια εργατικά κέντρα δεν μπορούν να είναι εστίες εργατικής αντίστασης, καθώς οι από τα κάτω της κοινωνίας δεν βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτά.
Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι η οργάνωση του κόσμου της εργασίας, των συνταξιούχων, των άνεργων, της νεολαίας στη βάση της κοινωνίας, από κάτω, σε πρωτοβάθμια ταξικά σωματεία και ομοσπονδίες αλλά και σε άλλες κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες, αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές και νεολαιίστικες οργανώσεις, μακριά από «πουλημένες» συνδικαλιστικές ηγεσίες με έναν και μόνον στόχο: την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, των μνημονιακών πολιτικών και όλων όσοι τις υπηρετούν, όπως η σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Και επαναλαμβάνω: μακριά από τη «χούφτα» εκείνη των συνδικαλιστών που ξεπούλησαν το εργατικό κίνημα, τους εργατικούς αγώνες και δεν αγωνίζονται -όπως είναι φυσικό- για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και για τα δικαιώματα των εργαζομένων και δεν επιδιώκουν δυναμικές απεργίες με ορίζοντα την γενική πανεργατική απεργία διαρκείας, με τη συμμετοχή του λαού, αλλά μόνο κάτι 24ωρες ή 48ωρες απεργίες – τουφεκιές που μόνο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της οργής των εργαζομένων και του λαού λειτουργούν.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ 8ΩΡΟΥ
Και πριν περάσουμε στα γεγονότα του Σικάγο του 1886, να σας πω εν τάχει για τις απαρχές του αιτήματος για καθιέρωση του 8ωρου και τις απεργίες των αμερικανών σιδηροδρομικών το 1877.
Οι απαρχές του αιτήματος για 8ωρη εργασία εντοπίζονται τη δεκαετία του 1860 εν μέσω του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Ο χαρισματικός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Μεταλλεργατών Γουίλιαμ Σέλβις κατήγγειλε τους βιομηχάνους μετάλλου για υπερκέρδη λόγω του πολέμου, ενώ ταυτόχρονα έδιναν μισθούς πείνας στους μεταλλεργάτες. Η καθιέρωση της 8ωρης εργασίας δε θα βελτίωνε απλώς την ποιότητα ζωής των εργατών, αλλά θα τους παρείχε τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο για την μόρφωσή τους, με σκοπό να είναι σε θέση να δημιουργήσουν ένα συνεταιριστικό σύστημα παραγωγής που θα καταργούσε το καταναγκαστικό και ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα.
Οι ιδέες αυτές είχαν σχηματοποιηθεί από τον εργατοτεχνίτη Άιρα Στιούαρτ ο οποίος προσέβλεπε στη χειραφέτηση του μισθωτού εργάτη. Μαζί με τους οπαδούς του ο Στιούαρτ ιδρύει συνδέσμους για το 8ωρο και το 1866 ιδρύονται η Εθνική Ένωση Εργασίας και ο Γενικός Σύνδεσμος για το 8ωρο στο Σικάγο. Στα συνέδρια της ΕΕΕ διακηρύσσεται η εργατική ενότητα μακριά από διακρίσεις ράτσας ή εθνικότητας. Με τη συντονισμένη πίεση προς το Ρεπουμπλικανικό και δημοκρατικό κόμμα πετυχαίνεται η νομοθέτηση της οκτάωρης εργασίας. Ο νόμος αυτός, ωστόσο, δε θα εφαρμοζόταν ποτέ.
Την ημέρα της υποτιθέμενης εφαρμογής του, 1 Μαΐου 1867, οι εργοδότες αρνήθηκαν μονομερώς την εφαρμογή του και οι απεργίες και πορείες που εκδηλώθηκαν σε απάντηση κατεστάλησαν βίαια με τη χρήση εθνοφρουράς και αστυνομίας.
Μετά την ήττα του 1867 και λίγο μετά το θάνατο του Σίλβις, ο αγώνας για το οκτάωρο ατόνησε. Στα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκαν αγώνες από άνεργους με το πρωτοφανές τότε αίτημα για το «δικαίωμα στην εργασία» και με μαχητικές κινητοποιήσεις για την κατάργηση του νόμου κλεισίματος των μπαρ τις Κυριακές.
Το καλοκαίρι του 1877 ξεσπάει απεργία στο Μάρτινσμπουργκ της Δυτικής Βιρτζίνια απο μηχανοδηγούς τρένου που αντιδρούσαν σε περικοπές μισθών. Οι απόπειρες απεργοσπασίας από την εθνοφρουρά οδήγησαν στο θάνατο έναν εργάτη και έναν εθνοφρουρό. Οι ταραχές επεκτείνονται στη Βαλτιμόρη όπου δολοφονούνται ακόμη 10 εργάτες από την εθνοφρουρά. Η πόλη στρατιωτικοποιήθηκε πλήρως με εθνοφρουρά και οπλισμένους πολίτες-βοηθούς αστυνόμων.
Η καταστολή υπήρξε αμείλικτη: 30 νεκροί απεργοί μεταξύ τους και παιδιά και καμία απώλεια για τις δυνάμεις καταστολής. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη εξέγερση μετά τον εμφύλιο η οποία θα προκαλούσε την αναβάθμιση των δυνάμεων καταστολής, αριθμητικά και τεχνολογικά. Ακολούθησαν εκλογικές αναμετρήσεις στο δήμο. Οι εκλογικές ήττες του Πάρσονς αλλά και νοθείες τον έκαναν να θυμηθεί αργότερα πως «τότε ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη ματαιότητα της πολιτικής μεταρρύθμισης».
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ 1860-1890
Για να γίνει αντιληπτό το περιβάλλον στο οποίο έδρασε το συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής πρέπει να σημειώσουμε κάποια πράγματα για το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της περιόδου εκείνης. Το Σικάγο, την περίοδο 1860-1890, ήταν ένας διεθνής πόλος έλξης εργατικού δυναμικού. Κάθε δέκα χρόνια από το 1860 μέχρι το 1890 ουσιαστικά διπλασίαζε τον πληθυσμό του εξαιτίας της αθρόας μετανάστευσης βασικά Ευρωπαίων οικονομικών μεταναστών κυρίως από τη Γερμανία, Ιρλανδία, την Τσεχία, τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ελλάδα κ.α.
Είναι χαρακτηριστικό πως τη δεκαετία του 1870 οι μετανάστες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού και το 56% του εργατικού δυναμικού ενώ τη δεκαετία του 1880 μόλις το ένα πέμπτο των κατοίκων του Σικάγο ήταν γηγενείς προτεστάντες. Μεγάλο μέρος της ομάδας των εργατών μεταξύ των οποίων και εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην στρατολόγηση, προπαγάνδιση και οργάνωση των εργατών ήταν μετανάστες από τη Γερμανία (όπως π.χ. ο Όγκαστ Σπάις, ο Γιόχαν Μόστ, ο Μάικλ Σουάμπ). Οι μετανάστες εργάτες οργανώθηκαν κοινωνικά συστήνοντας αντίστοιχες γειτονιές.
Τα καπιταλιστικά κέρδη φυσικά δεν μοιράζονταν με αποτέλεσμα το Σικάγο να αποτελεί ουσιαστικά δύο πόλεις, μια για τους πλούσιους προνομιούχους και μια για τους φτωχούς, άνεργους ή εργαζόμενους εργάτες. Οι οικονομικές κρίσεις επίσης δεν έλειπαν μέσα σε αυτά τα χρόνια και κατά τη διάρκειά τους η ανεργία και η ανέχεια τσάκιζε τους εργάτες. Οι εργατικές διεκδικήσεις, όπως προανέφερα, αντιμετωπίστηκαν ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου με καταστολή. Εξαναγκασμός για επιστροφή στη δουλειά από το στρατό, μαύρες λίστες για τους συνδικαλισμένους εργάτες και ταμπέλες εθνοπροδοσίας για τους απεργούς.
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1886: Η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ»
Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.
Γράφει μεταξύ άλλων ο Χρ. Ριζόπουλος στην εφημερίδα «Σημερινή» της Τρίτης 30 Απριλίου του 1946: «Η εργατική πρωτομαγιά εγεννήθη από την πάλην της εργατικής τάξεως διά την διεκδίκησιν του οκταώρου εργασίας. Και είναι ηλικίας 60 ετών. Εγεννήθη, ακριβώς, την 1η Μαίου 1886, εις το Σικάγον. Επεκράτησε δε να λέγεται και “Κόκκινη Πρωτομαγιά”, διότι η πρώτη οργανωμένη εργατική εκδήλωσις υπήρξε μία ημέρα αίματος και θανάτου».
Να υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο ότι ήταν τον Οκτώβριο του 1884, όταν η Αμερικανική Ομοσπονδία των Εργατικών Ενώσεων στο Συνέδριό της στο Σικάγο υιοθέτησε το σύνθημα 8-8-8, δηλαδή: «Οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ανάπαυσις, μόρφωσις και ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ύπνος» και όρισε την 1η Μαΐου 1886 ως ημέρα γενικής απεργίας.
Συνεχίζει ο Ριζόπουλος στην εφημερίδα «Σημερινή» για την Πρωτομαγιά του 1886: «Αι Εργατικαί Ενώσεις προητοιμάζοντο εντατικώς δια την “μεγάλην ημέραν” και το εργατικό κίνημα προσέλαβε τοιαύτην έκτασιν, ώστε πολλοί εργοδόται εδέχοντο εκ των προτέρων την συμφωνίαν των 8 ωρών. Την οριοθετειθείσαν ημέραν εξερράγησαν 5.000 απεργίαι και έλαβον χώραν επιβλητικαί διαδηλώσεις εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Αμερικής».
«Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα. Ο παγωμένος άνεμος της λίμνης, που συχνά ήταν πολύ διαπεραστικός την άνοιξη, ξαφνικά έπεσε και είχε βγει ένας δυνατός ήλιος. Όλα ήταν ήσυχα, τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οι οικοδομές παρατημένες, δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.
»Ήταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής… Έξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων, έτοιμοι να επιβάλουν “το νόμο και την τάξη”. Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα και άλλα σύνεργα πολέμου. Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν.
»Σε ένα κεντρικό κτήριο γραφείων μαζεύτηκαν ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Πολιτών. Συνεδρίαζαν όλη την ημέρα και έπαιρναν αναφορές από έξω για την επικείμενη σύγκρουση. Αυτοί ήταν το γενικό επιτελείο που συντόνιζε τη μάχη για τη διάσωση του Σικάγου από το κομμουνιστικό οχτάωρο», αναφέρεται στο το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε.
Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους. Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης, των εργοδοτών επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης. Να σημειωθεί ότι επικεφαλής της ομάδας περιφρούρησης της απεργίας ο Αύγουστος Σπις, o Σαμουήλ Φίλντεν και Αλμπερ Πάρσον οι οποίοι έβγαλαν πύρινους λόγους.
Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν διά της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.
Απόσπασπα από το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε: Ξαφνικά φωνές ακούστηκαν: «Προσοχή! Η αστυνομία!». Από το τέρμα του δρόμου φάνηκαν οι 180 αστυφύλακες σε στρατιωτικό σχηματισμό, με τα γκλομπ στα χέρια. Επικεφαλής ήταν ο αστυνόμος Μπόνφιλντ και ο αστυνόμος Γουόρντ. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Ο Γουόρντ σταμάτησε μπρος στο βαγόνι και είπε στον κατάπληκτο Φίλντεν: «Εν ονόματι του λαού της πολιτείας του Ιλινόις, διατάζω να διαλυθεί αμέσως και ειρηνικά αυτή η συγκέντρωση». «Μα, Αστυνόμε», είπε ο Φίλντεν με σβησμένη φωνή, «είμαστε ειρηνικοί». Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μέσα στη νύχτα ακουγόταν ο θόρυβος των ποδιών που έτρεχαν. Ξαφνικά ένα κόκκινο φως έλαμψε και ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Ακολούθησε φοβερή σύγχυση. Η αστυνομία πυροβολούσε άγρια προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι έπεφταν στη γη, πολλοί είχαν τραυματιστεί, άλλοι έτρεχαν, έβριζαν, βογκούσαν καθώς τους ποδοπατούσαν ή τους χτυπούσαν με τα γκλομπ οι μανιασμένοι αστυνομικοί, ένας από τους οποίους είχε σκοτωθεί και εφτά ήταν βαριά τραυματισμένοι.
«ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!»
Την άλλη μέρα το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση. «Με την έκρηξη της βόμβας», γράφει ο Ντέιβιντ στην αναφορά του στα γεγονότα της Χέιμάρκετ, «ο Τύπος έχασε και το τελευταίο ίχνος αντικειμενικότητας… Ενας χαρακτηριστικός τίτλος ούρλιαζε: «ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!.. Μια βόμβα που ρίχτηκε στις γραμμές της αστυνομίας εγκαινιάζει το έργο του θανάτου». Η Νιου Γιορκ Τρίμπιουν έγραφε: «… ο όχλος έμοιαζε να έχει χάσει τα λογικά του, διψούσε για αίμα. Μένοντας σταθερά στη θέση, έριξε καταιγισμούς πυρών στους αστυνομικούς». Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Έπρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Οσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο.
Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886, με δικαστή τον Τζόζεφ Γκάρι. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι’ αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.
Η απολογία του Σπις είναι ιστορική: «Κύριοι δικασταί, αν σκέπτεσθε σοβαρώς ότι με τις κρεμάλες μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα, που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεσιν εργατών προς την εξέγερσιν, είσθε, μα την αλήθεια, «πτωχοί τω πνεύματι». Τότε, θα μας κρεμάσετε με το δίκηο σας. Έπειτα, αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε. Κρεμάστε μας! Αλλά, η κατάληξις, ποια θα είναι; Εάν δεν την βλέπετε, εγώ σας την αγγέλλω. Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, από όλες τις μεριές σας, θεριεύει μια φωτιά. Το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια σας. Βαδίζετε, κυριολεκτικώς, επάνω σε μια υπόγεια φωτιά. Θέλετε να την αγνοήτε; Δεν θα την αποφύγετε. Θέλετε να απαλλαγήτε, άπαξ δια παντός, από όλους τους «συνωμότας»; Απαλλαγήτε από τους αυθέντας της βιομηχανίας, οι οποίοι εδημιούργησαν την ανήθικον περιουσίαν των από το κλεμμένο αντίτιμον της εργασίας που δεν επληρώθη. Καταργήσατε τον εαυτό σας Κύριοι Προνομιούχοι. Διατί; Διότι σεις, με την συμπεριφοράν σας, είσθε οι πρώτοι υποκινηταί της επαναστάσεως. Καταργήσατε την αρπαγήν και την λεηλασίαν, Κύριοί μου. Αλλά, αυτή είναι η απασχολησίς σας. Είναι η ανήθικος αποστολή μιας εκατοντάδος ανθρώπων, οι οποίοι προτιμούν ν’ απολαμβάνουν το παν, χωρίς να κάμνουν τίποτε…»
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Από την αρχή κιόλας, πολλοί σκέφτηκαν ότι η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων και αργότερα αυτή η υπόθεση υποστηρίχτηκε εν μέρει και από την αστυνομία. Το πρωί όμως της 5ης του Μάη, αλλά και πολλές μέρες αργότερα, δεν ήταν φρόνιμο να εκφράζονται τέτοιες σκέψεις. “Συνάντησα πολλές παρέες και άκουσα τις συζητήσεις τους γύρω από τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας”, γράφει ένας κάτοικος του Σικάγο εκείνης της εποχής. Όλοι ήταν σίγουροι ότι δράστες του φοβερού εγκλήματος ήταν οι ομιλητές της συγκέντρωσης και άλλοι υποκινητές των εργατών. “Κρεμάστε τους πρώτα και μετά τους δικάζετε”, ήταν μια φράση που άκουγα συνέχεια… Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από θυμό, φόβο και μίσος..Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φίλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Έπρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους, για τα λόγια τους και τη γενική δραστηριότητά τους. Όσο περισσότεροι ταραχοποιοί παραδίνονταν στο δήμιο, τόσο το καλύτερο. “Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού”, έλεγε η Σικάγκο Τρίμπιουν, “απαιτεί οι ευρωπαίοι δολοφόνοι Ογκαστ Σπάις, Μάικλ Σβαμπ (ένα άλλο μέλος του ΔιεθνούςΣυνδέσμου Εργαζομένων) και Σάμιουελ Φίλντεν να συλληφθούν, να δικαστούν και να απαγχονιστούν για φόνο… Απαιτεί ακόμα να συλληφθεί ο εγκληματίας Α. Ρ. Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σ’ αυτήν, να δικαστεί και να απαγχονιστεί για φόνο”».
Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.