«Μέσα από διαδικασίες ουσιαστικού και σε βάθος κοινωνικού διαλόγου, η κυβέρνηση επεξεργάστηκε και προωθεί ήδη τη νομοθετική αποκατάσταση και αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυσης των συλλογικών διαφορών. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, απευθυνόμενος στη Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας να τονίσω ότι η πλήρης συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις επιταγές των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας (και ιδίως των ΔΣΕ 98 και 87), με οδηγό και τις παρατηρήσεις της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας, δεν αποτελεί για εμάς αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Και οφείλω εδώ να εξάρω τη δημόσια δήλωση αναγνώρισης και υποστήριξης του γενικού διευθυντή στη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης».
Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης Πάνος Σκουρλέτης κατά την ομιλία του την Τρίτη στην 104η Γενική Διάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), που πραγματοποιείται στη Γενεύη (ο υπουργός συνοδεύεται από τους Δημήτρη Στρατούλη και Γιώργο Ρωμανιά).
Απευθυνόμενος στη Διάσκεψη, «ως εκπρόσωπος μιας νέας κυβέρνησης που προτάσσει την αντίληψη ότι η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, όχι μόνο δεν συνιστά εμπόδιο στη δημοσιονομική σταθερότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά αποτελεί απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για κάθε έννοια βιώσιμης ανάπτυξης», ο Π. Σκουρλέτης τόνισε πως: «η Ελλάδα υποβλήθηκε στο πιο σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία. Ένα πρόγραμμα που, βασισμένο στην οικονομικά αδιέξοδη και κοινωνικά βίαιη λογική μιας χωρίς προηγούμενο εσωτερικής υποτίμησης, μετέτρεψε την Ελλάδα σε πεδίο δοκιμής ενός οικονομικού μοντέλου, που αξιώνει ως όρο εφαρμογής την εκτεταμένη απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της εργασίας».
Αποτέλεσμα; Η διά νόμου κατάργηση ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% (και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών) σε επίπεδα κάτω από τα όρια της φτώχειας, η πλήρης αποδιάρθρωση του συστήματος συλλογικών συμβάσεων εργασίας και επίλυσης συλλογικών διαφορών (με αποτέλεσμα να καλύπτεται σήμερα μόλις το 1/5 των εργαζομένων από συλλογικές ρυθμίσεις και οι υπόλοιπες εργασιακές σχέσεις να ρυθμίζονται μόνο από ατομικές συμβάσεις).
Όλα τα παραπάνω, τόνισε ο Π. Σκουρλέτης, όχι μόνο δε συνέβαλαν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης, αλλά επέφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: «Το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 23%, η ανεργία εκτινάχθηκε από το 7,7% στο 27,5% (και ειδικά για τους νέους στο 58%), ο κίνδυνος φτώχειας αυξήθηκε από το 22% στο 34%, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών μειώθηκε κατά το ήμισυ, ενώ, στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία, από την 67η θέση στην παγκόσμια κατάταξη το 2008, έχει σήμερα υποχωρήσει στην 81η».
Καταλήγοντας και χαιρετίζοντας τη Διάσκεψη, ο Π. Σκουρλέτης διατύπωσε «την προσδοκία ότι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, τούτη την κρίσιμη ώρα, θα είναι αρωγός της Ελλάδας σε αυτό τον αγώνα, επιτελώντας τον ιστορικό της ρόλο ως εγγυήτριας των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και του διαρκούς στόχου για κοινωνική δικαιοσύνη».