«Από τη στιγμή που ως κοινωνία και ως συνταγματική τάξη αποδεχόμαστε την ανάγκη να υπάρχει ένας κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο που να ισχύει για κάθε εργαζόμενο, ανεξαρτήτως ειδίκευσης ή συνδικαλιστικής ένταξης, και για κάθε επιχείρηση, ανεξαρτήτως κλάδου, η ορθότερη επιλογή είναι ο καθορισμός να γίνεται από τα ίδια τα μέρη και όχι από το κράτος». Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στη Γνωμοδότησή της η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), όπως εγκρίθηκε στη συνεδρίαση της Ολομέλειάς της την Τρίτη 12 Μαΐου 2015, επί του σχεδίου νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του Νόμου 1876/1990 – Αποκατάσταση και Αναμόρφωση του πλαισίου περί Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, Μεσολάβησης και Διαιτησίας και άλλες διατάξεις» του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Όπως εξηγεί, «αυτό είναι καλύτερο όχι μόνο για τα συμβαλλόμενα μέρη αλλά και για την ίδια την οικονομία αφού τα μέρη γνωρίζουν καλύτερα από τη δημόσια διοίκηση τις αντοχές των επιχειρήσεων και τις ανάγκες των εργαζομένων».
Ωστόσο, θεωρεί θετική την επαναφορά της καθολικότητας του κεντρικότερου θεσμού συλλογικών εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας που είναι η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας: «…η επαναφορά του θεσμού εθνικής της συλλογικής διαπραγμάτευσης και σύμβασης χωρίς περιορισμούς ως προς το αντικείμενό και τους όρους της αξιολογείται θετικά αφού αποτελεί αναγνώριση της ωριμότητας των κοινωνικών εταίρων που ακόμη και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης το 2010 ήταν σε θέση να καταλήξουν σε μια σύμβαση αμοιβαία επωφελή, η οποία ελάμβανε υπ’ όψιν και τις δύσκολες συνθήκες της οικονομίας», αναφέρει και υπογραμμίζει συνεχίζοντας:
«Ο καθορισμός ενός ελάχιστου μισθού και ημερομισθίου που να διασφαλίζει, κατ’ ελάχιστον, μια αξιοπρεπή αμοιβή για κάθε εργαζόμενο αποτελεί βασική κοινωνική παραδοχή στη χώρα μας, παραδοχή μάλιστα που αντανακλά και το σχετικό συνταγματικό πλαίσιο». Εξάλλου, όπως σημειώνει, «ο καθορισμός ελάχιστων αποδοχών των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο υφίσταται ακόμη και σε χώρες που δεν διακρίνονται για ισχυρό προστατευτικό πλαίσιο στις εργασιακές τους σχέσεις, όπως οι ΗΠΑ, στις οποίες η έλλειψη συλλογικών εργασιακών σχέσεων σε εθνικό επίπεδο αναγκάζει το νομοθέτη να καθορίσει ο ίδιος το κατώτατο ωρομίσθιο».
Σε ό,τι αφορά τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας είναι, κατ’ αρχήν, θετική η επαναφορά της δυνατότητας επέκτασής τους και στις επιχειρήσεις του κλάδου που δεν μετείχαν ή δεν εκπροσωπήθηκαν στις διαπραγματεύσεις, λέει η ΟΚΕ, ωστόσο, «υπό την προϋπόθεση ότι η ΣΣΕ δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Με τον τρόπο, δεν είναι δυνατή η αυτο-εξαίρεση ορισμένων επιχειρήσεων από κλαδικές συμβάσεις στις οποίες μετέχουν άλλες ανταγωνιστικές τους και έτσι δε δίδεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε αυτές που θα νόθευε τον ανταγωνισμό ενώ, μεσοπρόθεσμα, θα οδηγούσε στην κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας».
Επί της ουσίας, οι μεγαλύτερες διαφορές στους κοινωνικούς εταίρους που μετέχουν στην ΟΚΕ καταγράφονται στο ύψος του κατώτατου μισθού και στο χρόνο επαναφοράς του στα 751 ευρώ, στο θεσμό της Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στην κατάργηση μιας σειράς ρυθμίσεων με τις οποίες αποφεύγουν οι εργοδοτικές οργανώσεις να εφαρμόζουν τις συλλογικές συμβάσεις και τέλος στην κατάργηση της δυνατότητας Ενώσεων Προσώπων να υπογράφουν Επιχειρησιακές Συμβάσεις.