Του Ανέστη Ταρπάγκου
Η κήρυξη της Πανελλαδικής Απεργίας της Τετάρτης-9-Απριλίου από την πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ (συγκεκριμένα από τις αγωνιστικές παρατάξεις ΜΕΤΑ, ΠΑΜΕ, ΕΜΕΙΣ, με την σύμπραξη της ΔΑΚΕ αλλά και την αντίθεση της ΠΑΣΚΕ) στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών χαρακτηρίζεται από μια φαινομένη αντιφατικότητα :
α) Από τη μια πλευρά έρχεται να πραγματοποιηθεί μετά μια μακρά περίοδο αδρανοποίησης της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα και των κοινωφελών επιχειρήσεων, ανάδειξης συναινετικών προς τη μνημονιακή πολιτική πρακτικών της πλειοψηφίας της (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ), σε μεγάλη χρονική απόσταση από τις σημαντικές πανεργατικές απεργίες της διετίας 2010 – 12. Μ’ αυτή την έννοια υφίσταται ο σαφής κίνδυνος να περάσει «απαρατήρητη» στο μέτρο που δεν θα εξασφαλίζει μια επαρκή εργατική συμμετοχή, στην περίπτωση μάλιστα που δεν συνδυαστεί με μια αντίστοιχη κινητοποίηση της ΑΔΕΔΥ.
β) Από την άλλη πλευρά ωστόσο αυτή η πανελλαδική κινητοποίηση που πραγματοποιείται από την αγωνιστική στάση των αντιμνημονιακών συνδικαλιστικών δυνάμεων, θα μπορούσε να διασφαλίσει κάτω από ορισμένους όρους μια αξιοπρεπή κινητοποίηση των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας και να αποτελέσει ένα ορόσημο για μια καινούρια πορεία ανάταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ξαναβρίσκοντας το ταξικό νήμα των κινητοποιήσεων της πρώτης μνημονιακής περιόδου.
Βέβαια στη σημερινή πολιτική και οικονομική συγκυρία τα κοινωνικά δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί ριζικά σε σχέση με την πρώτη περίοδο εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, από πολλές απόψεις, μεταξύ των οποίων :
Η κινηματική δυναμική εμφανίζεται σοβαρά εξασθενημένη όπως προέκυψε και από την πρόσφατη τριήμερη απεργία της ΟΛΜΕ και ταυτόχρονη διήμερη απεργία της ΑΔΕΔΥ απέναντι στις διαθεσιμότητες και απολύσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, όπου εν αντιθέσει με τις απεργίες του Σεπτεμβρίου 2013 που είχαν καταγράψει μια μέγιστη συμμετοχή (μέση εκπαίδευση, ασφαλιστικά ταμεία, διοικητικοί των πανεπιστημίων), τώρα η απεργιακή συμμετοχή κινήθηκε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, που δεν ήταν σε θέση να ασκήσει μια αποτελεσματική κοινωνική πίεση.
Παράλληλα, στον ιδιωτικό τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής οι ταξικοί συσχετισμοί έχουν σαφώς χειροτερεύσει προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης :
1) Η ανεργία των εργαζομένων από το 7,5% που ήταν στην αρχή της καπιταλιστικής κρίσης, έχει εκτιναχθεί, εξ αιτίας των εκκαθαρίσεων της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, στο 28% έτσι ώστε η επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων επί της ενεργού εργατικής δύναμης να είναι παραλυτική.
2) Το αίσθημα απογοήτευσης και αναποτελεσματικότητας των κοινωνικών κινητοποιήσεων έχει καταλάβει τις συνειδήσεις ενός μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας στην ιδιωτική οικονομία και επενεργεί αποτρεπτικά στην αγωνιστική κινητοποίηση.
3) Η αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα που έχουν προκαλέσει στην εικόνα της ΓΣΕΕ οι εργοδοτικές και κυβερνητικές πρακτικές της πλειοψηφίας της, έχουν εμπεδωθεί έτσι ώστε να είναι εξαιρετικά δυσχερές να αντιστραφεί αυτό το κλίμα.
4) Ο συνδικαλιστικός ιστός έχει αποψιλωθεί σημαντικά, κυρίως από το κλείσιμο εκατοντάδων μεγάλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που συμπαρασύρουν στη διάλυση και τις αντίστοιχες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Μ’ αυτά τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά δεδομένα αυτή η Πανεργατική Απεργία μπορεί πραγματικά να αποδειχθεί το «κύκνειο άσμα» του εργατικού κινήματος στην καπιταλιστική παραγωγή, όσο όμως και το πεδίο επανεκκίνησης μιας σε βάθος και σε εύρος διαδικασίας ταξικής ανασύνθεσης και αγωνιστικής ανάταξης. Άλλωστε αυτή η κινητοποίηση της 9-Απριλίου, που γίνεται ακριβώς για την αποτροπή της προετοιμασίας και ψήφισης του τρίτου κατά σειρά μνημονίου (στην συνέχεια του Μαίου 2010 και του Φεβρουαρίου 2012) μετά την διεξαγωγή των εκλογικών αναμετρήσεων του προσεχούς Μαίου, και εφόσον η αστική συγκυβέρνηση κατορθώσει να αποφύγει μια πολιτική πανωλεθρία, έρχεται την πλέον κατάλληλη προεκλογική στιγμή. Κι’ αυτό για να τονίσει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των επί θύραις εκλογικών αντιπαραθέσεων, να απογυμνώσει την κυβερνητική πολιτική από τις προσπάθειες «εξωραϊσμού» της (έξοδος στις αγορές, τερματισμός των μνημονίων, διαμοιρασμός «κοινωνικού μερίσματος», αναπτυξιακή τροχιά κλπ.), και να υπογραμμίσει την ανάγκη αντιμνημονιακής εναλλακτικής διεξόδου με τον εργαζόμενο κόσμο σε κινητοποίηση.
Με όλες αυτές τις καταστρεπτικές για τα λαϊκά συμφέροντα εξελίξεις και τους δυσμενέστατους ταξικούς συσχετισμούς, ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που μπορούν να μετατρέψουν αυτή την απεργία σε απαρχή ανάταξης του λαϊκού εργατικού κινήματος ; Από μια γενική άποψη η επικράτηση της αντίληψης ότι ο οποιοσδήποτε κοινωνικός αγώνας στη σημερινή περίοδο, μακράν του να αναλώνεται σε επιμέρους ζητήματα (που έχουν την καίρια σημασία τους όμως αντιμετωπίζουν συστηματικά το φάσμα της ήττας), οφείλει να προσλαμβάνει ευθέως ριζικά πολιτικοποιημένα χαρακτηριστικά, με κυρίαρχη επιδίωξη την κινηματική ανατροπή της μνημονιακής συγκυβέρνησης. Αυτή είναι η θεμελιακή προϋπόθεση για το άνοιγμα των δρόμων αποκατάστασης των εργατικών δικαιωμάτων και των εργασιακών σχέσεων. Και σ’ αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η δρομολόγηση ενός ευρύτατου κοινωνικού κινήματος πολιτικής έμπνευσης και προσανατολισμού, που να μην περιλαμβάνει μόνον το ελάχιστο ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων στον ιδιωτικό οικονομικό τομέα, αλλά να αγκαλιάζει το σύνολο των μισθωτών απασχολουμένων, των ανέργων, των συνταξιούχων και της νεολαίας.
Μάρτιος 2014