20.8 C
Athens
Παρασκευή, 9 Ιουνίου, 2023

Άρειος Πάγος: Χρηματική ικανοποίηση μισθωτού λόγω εργατικού ατυχήματος (Απόφαση 703/2013)

Πρόσφατα

Υπέρ της χρηματικής ικανοποίησης μισθωτού λόγω εργατικού ατυχήματος τάχθηκε με την 703/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος. Η υπόθεση αφορούσε τον εργατοτεχνίτη της που εργαζόταν σε χωματουργικές εργασίες και του οποίου το αριστερό πόδι -από λάθος χειρισμό και υπαιτιότητα του εργοδηγού, σύμφωνα με τον ΑΠ- συμπιέστηκε σε κάδο μηχανήματος εκσκαφής, με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό στο ύψος της λισφραγγείου άρθρωσης.

Μετά το ατύχημα ο αναιρεσίβλητος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΚΑΤ στην Κηφισιά Αττικής, όπου χειρουργήθηκε και συγκολλήθηκε το τμήμα που είχε ακρωτηριασθεί. Η αγγείωση του άκρου διατηρήθηκε μέχρι την 6η μετά την εγχείρηση ημέρα, οπότε παρατηρήθηκε θρόμβωση κολοβώματος στο επίπεδο της λισφραγγείου άρθρωσης. Μετά τον ακρωτηριασμό αυτό ο εργατοτεχνίτης κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 67%.

Ο εργατοτεχνίτης Π. Μ. του Γ., κατοίκος …, προσλήφθηκε από την ετερόρρυθμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «Λ. Κ. & ΣΙΑ Ε.Ε.», η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών και των οικοδομικών εργασιών. Προσελήφθη στην εταιρεία μεσύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως οικοδόμος, έλαβε δε την απαραίτητη εκπαίδευση σε θέματα ασφαλείας.

Περίληψη απόφασης ΑΠ 703/2013

Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/ 1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις.

Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως. Τέτοιο πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό του ύψους της “εύλογης” χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσας σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. Εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν ή όχι την αόριστη νομική έννοια του συντρέχοντος πταίσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Για να υπάρχει συντρέχον πταίσμα πρέπει η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πιο πάνω πράξη ή η παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη ή μη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική που ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.

Τέλος, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα πραγματικά περιστατικά περί της συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της.

Το ουσιώδες στοιχείο του λόγου αυτού αναιρέσεως αποτελεί η έλλειψη νόμιμης βάσεως σε “ζήτημα”, δηλαδή σε πραγματικό αυτοτελή ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ασκηθέντος ουσιαστικού δικαιώματος, το οποίο “ζήτημα” ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και όχι όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει συναχθεί με βάση αυτές, εφόσον τούτο παρατίθεται σαφώς.

 

Για να διαβάσετε το πλήρες κείμενο και το σκεπτικό της 703/2013 Απόφασης του Αρείου Πάγου, πατήστε εδώ.

Παρόμοια Άρθρα

Παρατάξεις