Στην εργατική νομοθεσία δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που να ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών στους μισθωτούς. Ωστόσο, θα πρέπει πριν την χορήγηση της άδειας, να υπάρξει έγγραφη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού την οποία θα συνυπογράψουν οι δύο πλευρές, ανεξάρτητα από το ποιός θα ζητήσει την άδεια. Στο έντυπο θα πρέπει να προβλέπεται η διάρκεια της άδειας. Η υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών προς το ΙΚΑ ή το ΣΕΠΕ πριν την έναρξη της άδειας, είναι ενδεδειγμένη, (αν και δεν προβλέπεται νομική υποχρέωση του εργοδότη), ώστε να αποφευχθούν τυχόν προβλήματα αμοιβής και ασφάλισης από μελλοντικούς ελέγχους των υπηρεσιών αυτών (έγγραφο ΙΚΑ Α20/251/29/13-4-2010).
Η άδεια άνευ αποδοχών θα πρέπει να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής άδειας που δικαιούται κατ΄ έτος ο μισθωτός, ή να συμφωνείται η τύχη της κανονικής άδειας, όπως προβλέπεται στο έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας με Α.Π. 1896/28-8-1997.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται ως χρόνος εργασίας, επειδή δεν υπάρχει λύση, αλλά αναστολή της σύμβασης του μισθωτού. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι ο χρόνος αυτός συνυπολογίζεται στον συνολικό χρόνο της εργασιακής σχέσης, για την χορήγηση του επιδόματος τριετιών, ή του ποσού της αποζημίωσης.
Αντίθετα δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων ή Πάσχα. Θεωρείται ευνόητο ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής ή ασφάλισης κατά την διάρκεια της άδειας (έγγραφο ΙΚΑ Ε40/211/25-6-2008).
Πηγή: Φορολογικά Νέα