Αξιοσημείωτη αντοχή σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης παρουσιάζουν οι τιμές των περισσότερων προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ στη χώρα μας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να τοποθετείται στην κατηγορία των ακριβών αγορών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση από το 2008 οι τιμές στο ράφι είτε στα τυποποιημένα είτε στα νωπά προϊόντα κάθε άλλο παρά την πραγματική οικονομική κατάσταση της πλειονότητας των Ελλήνων αποτυπώνουν, καθώς δεν παρατηρείται σχεδόν κανένα σημάδι αποκλιμάκωσής τους.
Πέρα από την κοινή αντίληψη των καταναλωτών που διαπιστώνουν καθημερινά τη «συγκράτηση» των τιμών σε υψηλά για τα δεδομένα επίπεδα, το φαινόμενο αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, δηλαδή στον πληθωρισμό, καθώς η κατηγορία «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» σε μόνιμη φάση καταγράφει άνοδο. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι ακόμη και τον περασμένο Φεβρουάριο, όπως καταγράφηκε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., η μέση αύξηση των τιμών της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι της τάξης του 2,2% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2011.
Το θέμα της διατήρησης των τιμών σε υψηλά επίπεδα προβληματίζει έντονα το υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΥΠΑΑΝ) και ήδη η νέα υπουργός, Αννα Διαμαντοπούλου, στοχεύει να το θέσει σε άμεση προτεραιότητα. Ενδεχομένως ακόμη και εντός της τρέχουσας εβδομάδας να υπάρξουν ανακοινώσεις σχετικά με το ζήτημα των τιμών, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι για το θέμα την περασμένη Πέμπτη ο πρόεδρος της Ν.Δ., Αντ. Σαμαράς, συναντήθηκε με τη διοίκηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού όπου και ζήτησε την παρέμβασή της για την αποκλιμάκωση των τιμών.
Ασχετα με το ποιες πρωτοβουλίες θα ανακοινωθούν το ζήτημα της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι πολύ σύνθετο, το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί στο άμεσο διάστημα, καθώς απαιτείται σειρά παρεμβάσεων, οι οποίες για να υλοποιηθούν και να αποδώσουν αποτελέσματα θα πρέπει να περάσει αρκετός χρόνος.
Οχι «αστυνομικά» μέτρα
Αρμόδιοι παράγοντες του ΥΠΑΑΝ στους οποίους απευθύνθηκε η «Ν» υπογραμμίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις για την αποκλιμάκωση των τιμών, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθεία παρέμβαση στην αγορά. «Ο στόχος -υπογραμμίζουν- δεν πρέπει να επιτευχθεί με “αστυνομικά” μέτρα, αλλά μέσα από τη διαμόρφωση ενός πλαισίου, ομαλής λειτουργίας της αγοράς το οποίο θα βασίζεται στους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού».
Οι ίδιοι παράγοντες εκτιμούν ότι δεν θα πρέπει να αναμένουμε στο άμεσο διάστημα κάποια θεαματική αποκλιμάκωση των τιμών, διότι αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις λιανικής αξιοποιούν στο έπακρο την ανελαστικότητα της ζήτησης των καταναλωτών. «Εφόσον η κατανάλωση μειωθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σήμερα, τότε θα υπάρξουν μειώσεις», επισημαίνουν. Ως θετικό ωστόσο στοιχείο υπογραμμίζουν την καμπάνια των προσφορών στην οποία έχουν επιδοθεί εσχάτως μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Στο ερώτημα γιατί οι τιμές παραμένουν σε αυτά τα επίπεδα, οι ίδιοι παράγοντες του ΥΠΑΑΝ αναφέρουν ότι το λιανικό εμπόριο δεν έχει κανένα λόγο να ρίξει άμεσα τις τιμές, αφού ακόμη δεν του ασκείται καμία πίεση, ούτε από το καταναλωτικό κίνημα, αλλά ούτε και από την πολιτεία, η οποία στην παρούσα φάση πέραν των προτροπών δεν μπορεί να έχει κάποια ουσιαστική παρέμβαση.
Σύμφωνα με τους ίδιους, το διαχρονικό πρόβλημα της διαμόρφωσης των τιμών στην Ελλάδα, επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από την οικονομική κρίση, η οποία αναδεικνύει με μεγαλύτερη ένταση τις στρεβλώσεις του θεσμικού πλαισίου στην αγορά, καθώς και τις παράτυπες πρακτικές στις οποίες καταφεύγουν αρκετές επιχειρήσεις. Ως υπαρκτά, ωστόσο, προβλήματα αναγνωρίζουν:
– Τις αυξημένες δαπάνες για ενέργεια.
– Την επιβολή του ειδικού τέλους ακινήτων.
– Τις καθυστερήσεις στις καταβολές των κεφαλαίων από τη συμμετοχή των εταιρειών σε επιδοτούμενα προγράμματα.
– Τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών.
– Το υψηλό κόστος δανεισμού.
– Την ανελαστικότητα στην αγορά εργασίας.
– Το υψηλό κόστος της γραφειοκρατίας.
– Την πολυνομία.
– Την αύξηση των φόρων.
– Το «γρηγορόσημο».
Πληθώρα στρεβλώσεων
Πέραν των ανωτέρω, πολύ σοβαρών, ζητημάτων και χωρίς αυτή τη στιγμή να υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις, στο υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι διάχυτη η αίσθηση ότι πολλές επιχειρήσεις λιανικής, χρησιμοποιούν παράτυπες πρακτικές για να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τα κέρδη τους. Οπως δηλώνεται χαρακτηριστικά, είναι δύσκολο να αποδειχθούν στην πράξη οι περισσότερες από τις πρακτικές αυτές, καθώς οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τα μέτρα τους για να μη γίνουν αντιληπτές.
Οι πιο διαδομένες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, όπως έχει διαπιστώσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, υπό τον πρόεδρό της Δημήτρη Κυριτσάκη, είναι οι εξής:
1. Οριζόντιες συμπράξεις μεταξύ προμηθευτών ή αγοραστών. Πρόκειται για συμφωνίες μεταξύ των ανταγωνιστών για τον καθορισμό των τιμών, τον περιορισμό της παραγωγής και τον καταμερισμό της αγοράς. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα και της τελμάτωσης της καινοτομίας σε βάρος των καταναλωτών.
2. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – αποκλειστικότητα. Πρόκειται για συμβατικές ρήτρες αποκλειστικότητας και παροχής οικονομικών κινήτρων για την εξασφάλιση αποκλειστικότητας (π.χ. εκπτώσεις πίστης, εκπτώσεις στόχου, δωρεάν παροχές). Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ο αποκλεισμός των προμηθευτών που ανταγωνίζονται τη δεσπόζουσα επιχείρηση.
3. Στρατηγικές συμμαχίες αγοραστών. Πρόκειται για συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ ανταγωνιζόμενων αγοραστών με σκοπό την από κοινού αγορά ορισμένων εισροών. Η συγκεκριμένη πρακτική αποτελεί ένα μέσο για τον αποκλεισμό της πρόσβασης ανταγωνιστών σε βασικές εισροές υπό ανταγωνιστικές συνθήκες, αθέμιτη συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστών στις αγορές επόμενων σταδίων.
4. Εφαρμογή προκαθορισμένων τιμών λιανικής. Πρόκειται για περιορισμό της δυνατότητας του μεταπωλητή να προσδιορίσει την τιμή πώλησης για τους τελικούς καταναλωτές (καθορισμός τιμών μεταπώλησης), με αποτέλεσμα να υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές.
5. Προώθηση συγκεκριμένου σήματος. Αποτελεί την υποχρέωση ή πρόγραμμα παροχής κινήτρων που αναγκάζει τον αγοραστή να καλύπτει σχεδόν το σύνολο των αναγκών του σε μια συγκεκριμένη κατηγορία με αγορές από έναν μόνο προμηθευτή για δεδομένο χρονικό διάστημα. Εχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των σημάτων (διασηματικού ανταγωνισμού) εντός των καταστημάτων και/ή αποκλεισμός της αγοράς σε ανταγωνιζόμενους και δυνητικούς προμηθευτές
6. Προϊόντα ιδιωτικού σήματος. Πρόκειται για τα προϊόντα που κατασκευάζονται από τρίτους σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας προσφοράς και πωλούνται με το σήμα άλλων λιανοπωλητών. Η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να οδηγήσει στον πιθανό περιορισμό προμηθευτών ανταγωνιζόμενων προϊόντων και τον περιορισμό του διασηματικού ανταγωνισμού εντός των καταστημάτων.
7. Δικαιώματα εισόδου (Entry/listing fees). Πρόκειται για τα ποσά που απαιτούν ορισμένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ προκειμένου να τοποθετήσουν ή να τοποθετήσουν σε προνομιακή θέση τα προϊόντα του προμηθευτή. Τα ποσά αυτά εμφανίζονται ως προωθητικές ενέργειες ή χορηγούνται χωρίς παραστατικά (φορολογική παράβαση). Η συγκεκριμένη πρακτική οδηγεί στον αποκλεισμό των ανταγωνιζόμενων προμηθευτών.
8. Οι συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας. Πρόκειται για την άμεση ή έμμεση υποχρέωση που οδηγεί έναν προμηθευτή να πωλεί μόνο σε έναν αγοραστή, με αποτέλεσμα να αποκλείονται άλλοι αγοραστές.
9. Οι ενδοομιλικές συναλλαγές (tranfer pricing). Πρόκειται για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων και που αποσκοπούν στη χειραγώγηση των τιμών, αλλά και στη φορολόγηση των κερδών εκτός των ελληνικών συνόρων.
Εναλλακτικό tranfer pricing
Σύμφωνα με το ΥΠΑΑΝ, υπάρχουν πέντε τρόποι για την πραγματοποίηση ενδοομιλικών συναλλαγών:
1. Θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές τους σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Οι τιμές είναι «φουσκωμένες» έτσι ώστε να παρουσιάζουν μεγάλο κόστος και να γλιτώνουν τη φορολόγηση κερδών στην Ελλάδα.
2. Μια θυγατρική λιανικής προχωράει σε ειδική συμφωνία αγοράς προϊόντων από θυγατρική προμηθευτικής. Παράλληλα, συμφωνία κάνουν και οι μητρικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ομως το όφελος δεν αποδίδεται στη θυγατρική λιανικής, αλλά στη μητρική της εταιρεία.
3. Το τρίτο τέχνασμα είναι τα υψηλά δικαιώματα χρήσης σημάτων που χρεώνουν οι μητρικές εταιρείες τις θυγατρικές. Οι χρεώσεις είναι υψηλές έτσι ώστε να αποφεύγουν τη φορολόγηση στη χώρα μας, εμφανίζοντας υψηλό κόστος.
4. Ενα ακόμα «κόλπο» είναι ο δανεισμός με υψηλό κόστος των θυγατρικών από τις μητρικές εταιρείες. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογούνται αφενός αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα και αφετέρου τις αυξημένες τιμές των προϊόντων τους.
5. Τέλος, οι εταιρείες εμφανίζουν για πολλά χρόνια ζημιές και προβλήματα ρευστότητας. Με αυτό το τέχνασμα τα κέρδη τους μεταφέρονται σε άλλες χώρες όπου δραστηριοποιούνται με χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης.
Τι αποκαλύπτει η ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το κόστος των αγαθών
Είναι ξεκάθαρο ότι, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (μέσοι δείκτες έτους), την περίοδο της κρίσης (σύγκριση 2011 με 2008 και βάση το 2009=100), ο τιμάριθμος των ειδών διατροφής αυξήθηκε κατά 5,1% έναντι 9% του γενικού δείκτη.
Η διαφορά ωστόσο που εμφανίζεται μεταξύ των δύο ποσοστών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι ο πληθωρισμός της τελευταίας διετίας κατά ποσοστό πάνω από 60% οφείλεται στη βαριά φορολογική πολιτική της κυβέρνησης.
Το συμπέρασμα αυτό εξάλλου προκύπτει από τα πολύ υψηλά ποσοστά αυξήσεων στις τιμές των προϊόντων κλάδων που επιβαρύνθηκαν ιδιαίτερα από τη φορολογία. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι αυτά των ποτών και των τσιγάρων όπου η μεταβολή ήταν 30%, της στέγασης όπου η αντίστοιχη μεταβολή ήταν 13,3% και των μεταφορών με 20,4%.
Αντίθετα, σε κλάδους με περισσότερο ελαστική ζήτηση από τα είδη διατροφής, η σωρευτική αύξηση του δείκτη ήταν μικρότερη. Στα είδη ένδυσης και υπόδησης για παράδειγμα η αύξηση του δείκτη περιορίσθηκε στο 4,1% και στα διαρκή αγαθά στο 4,4%.
Σε ό,τι αφορά τις υποκατηγορίες στον κλάδο διατροφής, πάνω από το μέσο όρο του συνόλου της κατηγορίας αυξήθηκαν οι τιμές στα κρέατα (κατά 5,4%), τα ψάρια (κατά 14,2%), τη ζάχαρη (κατά 8,3%) και τα λοιπά τρόφιμα (κατά 6,%).
Σε επίπεδο δε ειδών, την τελευταία τριετία, αυτή της κρίσης, -σύγκριση 2011 με 2008- διψήφιες ήταν οι αυξήσεις σε προϊόντα όπως το ρύζι, τα νωπά ψάρια, τα συντηρημένα και επεξεργασμένα ψάρια, οι ξηροί καρποί, τα νωπά λαχανικά, οι διατηρημένες ντομάτες, οι νωπές πατάτες, τα όσπρια, η ζάχαρη και η μαρμελάδα.
Σύμφωνα πάντα με την ανάλυση των δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, ενδιαφέρον έχει και η εξέλιξη την οποία κατέγραψε σε όγκο ο τζίρος των σούπερ μάρκετ, που ήδη από το 2011 περιορίσθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα του 2005 (χρονιά όπου ως βάση σύγκρισης ορίζεται το 100). Ειδικότερα, στα σούπερ μάρκετ και τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων το 2011 ο τζίρος σε όγκο (σε σταθερές τιμές) διαμορφώθηκε στο 97,59, κάτω δηλαδή από το όριο του 100 που ήταν το 2005.
Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι φόβισε την αγορά, η οποία στηριζόμενη στην ανελαστικότητα της ζήτησης στα τρόφιμα συνέχισε μέχρι και σήμερα να διατηρεί τις ανοδικές τάσεις στις τιμές, αντισταθμίζοντας με τον τρόπο αυτό, έστω και μερικώς, τις απώλειες όγκου, και άρα τις απώλειες σε τζίρο.
Βέβαια, οι ισχυροί της αγοράς δεν εναπόθεσαν όλες τις “ελπίδες” τους, για συγκράτηση των απωλειών, στις τιμές. Βασίσθηκαν και στις επενδύσεις τους για επέκταση των δικτύων τους με νέα σημεία πώλησης, ενώ διεκδίκησαν και το χαμένο τζίρο από τα χιλιάδες “λουκέτα” των μικρών – μικρομεσαίων καταστημάτων ειδών διατροφής.
Στη συγκράτηση του χαμένου όγκου βοήθησαν, πάντως, και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια κέρδισαν σημαντικά μερίδια αγοράς έναντι των επωνύμων. Μάλιστα, η τάση αυτή καταγράφηκε με ιδιαίτερη ένταση και σε “ιδιωτικά” προϊόντα που μέχρι και πριν την κρίση δεν είχαν κερδίσει τους καταναλωτές, όπως για παράδειγμα τα γαλακτοκομικά.
«Πιεσμένα περιθώρια κέρδους»
Η «Ν» ζήτησε από γνωστό παράγοντα της οργανωμένης λιανικής, με πολλά χρόνια παρουσίας στον κλάδο, να τοποθετηθεί σχετικά με το θέμα της ακρίβειας και να εξηγήσει από την πλευρά του για ποιους λόγους τα σούπερ μάρκετ επιμένουν να κρατούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Όπως ο ίδιος δηλώνει: «Το Super Market αγοράζει από τον προμηθευτή σε μια τιμή, την οποία διαπραγματεύεται όσο περισσότερο μπορεί – αυτό είναι η δουλειά μας, από αυτό προσπαθούμε να κερδίσουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πάνω στην τιμή αυτή βάζει το περιθώριο μεικτού κέρδους του, το οποίο καλείται να καλύψει όλα τα έξοδα και να αφήσει το τελικό περιθώριο καθαρού κέρδους, το οποίο, ας μην ξεχνάμε, κυμαίνεται από 0% έως 3%. Τα έξοδα αυτά δεν είναι αμελητέα: Αφορούν τη μισθοδοσία χιλιάδων ανθρώπων, την ενέργεια, τις κτιριακές εγκαταστάσεις, την αποθήκευση και διακίνηση των προϊόντων, τις διαδικασίες υγιεινής και ποιότητας, τις διαφημιστικές και προωθητικές ενέργειες, τη φύρα και τις κλοπές, τον εξοπλισμό, τους πολλαπλούς φόρους κοκ. Δυστυχώς δεν έχει μειωθεί το κόστος κανενός σχεδόν από τους παράγοντες αυτούς – αντίθετα, αρκετοί αυξήθηκαν σημαντικά μέσα στην προηγούμενη χρονιά: Το πετρέλαιο, τα διόδια, έκτακτες φορολογίες και το ρεύμα είναι μερικά παραδείγματα. Όλα αυτά τα απορρόφησε ο κλάδος πέρυσι, και λόγω του έντονου ανταγωνισμού μείωσε το περιθώριο κέρδους του. Όμως από αυτή την πλευρά τα περιθώρια είναι πεπερασμένα. Αν δεν αρθούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που προσθέτουν σοβαρό κόστος στη λειτουργία όλων των επιχειρήσεων θα είναι δύσκολη η περαιτέρω μείωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους του κλάδου».
Αναδημοσίευση από ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 19-3-2012
Η αναδημοσίευση της ειδησεογραφίας από εφημερίδες, έντυπα και ηλεκτρονικές σελίδες γίνεται για την ενημέρωση των αναγνωστών και δε συνεπάγεται την υϊοθέτηση των απόψεων, που εκφράζονται από την Αυτόνομη Παρέμβαση.