Συνέντευξη στον Ανδρέα Πετρόπουλο
“Οδηγούμαστε σε ένα κατ’ επίφαση εργατικό δίκαιο. Ας το ονομάσουν οι νεκροθάφτες του κάπως αλλιώς, που να αντανακλά το ουσιαστικό του περιεχόμενο. Ας το ονομάσουν δίκαιο της ανταγωνιστικότητας. Ας το ονομάσουν δίκαιο συμπίεσης του εργασιακού κόστους. Ας το ονομάσουν δίκαιο της υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου”, τονίζει σε συνέντευξή του στην “Αυγή” της Κυριακής ο καθηγητής εργασιακών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιάννης Κουζής, προσθέτοντας ότι με τα μέτρα που προβλέπονται στο νέο Μνημόνιο συνθλίβονται οι μισθοί των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
* Με τις προβλέψεις το νέου μνημονίου, πιστεύετε ότι βιώνουμε το τέλος του εργατικού δικαίου ή αυτή η διατύπωση είναι υπερβολική, δίνοντας απλώς έμφαση στην σκληρότητα των μέτρων.
Όχι δεν πρόκειται για υπερβολή! Όταν πλέον η προστασία του αδύνατου πόλου της εργασιακής σχέσης, πάνω στην οποία στηρίζεται το θεσμικό αυτό οικοδόμημα, ανατρέπεται, ενισχύοντας δραματικά το δυνατό σκέλος της, τότε οδηγούμεθα σε κατ’ επίφαση εργατικό δίκαιο. Ας το ονομάσουν οι νεκροθάφτες του κάπως αλλιώς, που να αντανακλά το ουσιαστικό του περιεχόμενο. Ας το ονομάσουν δίκαιο της ανταγωνιστικότητας. Ας το ονομάσουν δίκαιο συμπίεσης του εργασιακού κόστους. Ας το ονομάσουν δίκαιο της υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου. Γιατί ακόμη και αυτή η επικαλούμενη διολίσθησή του σε δίκαιο της απασχόλησης, που ουσιαστικά παραπέμπει στην επισφαλή απασχολησιμότητα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει πεισματικά η συντελούμενη υπερδιόγκωση της ανεργίας που εκτοξεύεται ήδη στο 21% με τάσεις που η επιβεβαίωσή τους προκαλεί κοινωνικό ίλιγγο.
* Τον ρόλο του «νεκροθάφτη» έχουν σήμερα πολιτικά στελέχη, πρώην υψηλόβαθμοι συνδικαλιστές…
Και μάλιστα προσπαθούν να πείσουν μια ολόκληρη κοινωνία ότι ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός είναι η συνταγή διεξόδου από την κρίση. Είναι γνήσιοι εκφραστές του νεοφιλελεύθερου δόγματος, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφούσα ομάδα στους κόλπους της κυβέρνησής τους αυτοπροβάλλεται ως σοσιαλιστική… Ανάμεσα στους νεκροθάφτες, διαχρονικοί πρωταγωνιστές της πολιτισμικής, οικονομικής και κοινωνικής ισοπέδωσης ενός λαού, επικαλούνται τη διάσωση μιας χώρας αποσπονδυλωμένης από την κύρια συνιστώσα της, την ανθρώπινη ύπαρξη. Πρωταγωνιστές στην κατακρεούργηση, κατεβάζουν το πτώμα του εργατικού δικαίου στον τάφο πρώην δηλωμένοι υπερασπιστές του, άνθρωποι από τους κόλπους των εργαζομένων, επιφανή συνδικαλιστικά στελέχη που οφείλουν την ανάδειξή τους στη στήριξη εκείνων που σήμερα καταδικάζονται σε εργασιακό μεσαίωνα. Το στοιχειώδες που οφείλει ο κόσμος της εργασίας ενοχοποιημένος από τους δηλωμένους πρώην προστάτες του; Η ομόφωνη και χωρίς περιστροφές προσωπική αποδοκιμασία όλων όσοι βρίσκονται σε πλήρη απόκλιση από τις σημαίες που κάποτε κράδαιναν. Πρόκειται για τα αυτονόητα αντανακλαστικά του συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι καιρός και ανάγκη διαμόρφωσης ενός κοινά αποδεκτού κώδικα δεοντολογίας και καταδίκης αντίστοιχων φαινομένων από τα ίδια τα συνδικάτα, δυστυχώς, όχι σπάνιων, που έχουν πλήξει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία τους.
* Οι βίαιες περικοπές στον κατώτατο μισθό θα επηρεάσουν το σύνολο των εργαζομένων; Επιπρόσθετα ο περιορισμός του χρόνου μετενέργειας των κλαδικών συμβάσεων θα οδηγήσει σε κατάργησή τους;
Από τα διαφαινόμενα μέτρα δημιουργούνται οι όροι διολίσθησης του συνόλου και κυρίως των μέσων μισθών προς τα κατώτατα επίπεδα και, σύμφωνα με διαρροές, θα αφορά στους βασικούς μισθούς κάθε επιπέδου (εθνικού γενικού, κλαδικού, επιχειρησιακού, ομοιοεπαγγελματικού), ενώ για τους νεοπροσλαμβανόμενους νέους μέχρι 25 ετών η απόκλιση θα φθάσει το 32%.
Επιπλέον μια σειρά μέτρων ωθούν τους μισθούς στα κατώτατα όρια: Πρώτον, η αναμενόμενη ανάπτυξη των επιχειρησιακών συμβάσεων που κατά κανόνα υπογράφονται στα επίπεδα του κατώτατου μισθού σε βάρος των απορρυθμισμένων αντίστοιχων κλαδικών. Δεύτερον, η άνθηση της πρακτικής της υπογραφής ατομικών συμβάσεων στα όρια του κατώτατου μισθού υπό την απειλή της απόλυσης σε χώρους που δεν εφαρμόζονται οι κλαδικές συμβάσεις. Τρίτον, η κατάργηση της μετενέργειας μετά το τρίμηνο της παράτασης ισχύος της συλλογικής σύμβασης όταν δεν θα χρειάζεται πλέον η ατομική διαπραγμάτευση για δυσμενέστερους εργασιακούς όρους, αλλά θα ισχύει αυτόματα ο κατώτατος μισθός, όπως σχεδιάζεται. Και έπονται οι ελεύθερες οικονομικά ζώνες με το ειδικό εργασιακό, ασφαλιστικό και φορολογικό καθεστώς.
* Και όλα αυτά ενώ έχουν ήδη μεγάλες μειώσεις στους μισθούς και απορρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα ήδη κατά την περίοδο του Μνημονίου υποχώρησαν κατά 20%. Φαίνεται πως αυτό δεν αρκεί. Με τα νέα μέτρα χάνονται περισσότεροι από 3 μισθούς, παρά την προσωρινή διάσωση του 13ου και 14ου. Οι μισθοί ισοπεδώνονται κινούμενοι στα κατώτατα επίπεδα. Ο κατώτατος μισθός δεν αποτελεί πλέον μόνο τον οδηγό των μισθολογικών εξελίξεων στα υπόλοιπα επίπεδα, αλλά μετατρέπεται, έντεχνα, σε πόλο έλξης για το σύνολο των μισθών που διολισθαίνουν σταθερά προς αυτόν. Η απορρύθμιση των όρων διαμόρφωσης των μισθών μέσα από το σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης βρίσκεται στον πυρήνα της συντελούμενης αποδιάρθρωσης του εργατικού δικαίου, που αποσκοπεί στη μείωση των δαπανών για την εργασία μετά την απορρύθμιση που επιφέρει η ανάπτυξη των ευέλικτων μορφών εργασίας και η αποδόμηση της προστασίας από τις απολύσεις.
* Τελικά, το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι οι υψηλότεροι κατώτατοι μισθοί σε σχέση με την Ισπανία και την Πορτογαλία;
Εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας η εργασία αντιμετωπίζεται ως επαχθές κόστος. Αλλά και τα μέτρα που λαμβάνονται ελάχιστη σχέση έχουν με την ουσία του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας. Η επίκληση της Πορτογαλίας και της Ισπανίας ως παραδείγματα για την περαιτέρω μείωση των κατώτατων μισθών λαμβάνουν υπόψη στοιχεία με αποσπασματικό τρόπο. Πρώτον, η Πορτογαλία δεν συνιστά παράδειγμα για μίμηση, αφού βρίσκεται σε θέση ουραγού μαζί με την Ελλάδα στην Ε.Ε. των 15, αν και έχουν τους χαμηλότερους μισθούς. Η Ισπανία φαίνεται να παρουσιάζει χαμηλότερους κατώτατους, και όχι μέσους, μισθούς από την Ελλάδα, αρκεί να επισημανθούν οι παράγοντες που καθηλώνουν τους κατώτατους μισθούς στη χώρα αυτή. Η ανεργία βρίσκεται στο 23% και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου ανέρχονται στο 33%. Και το πιο σημαντικό: οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι εργάζονται 100 ώρες λιγότερες μέσα στο έτος, γεγονός που καθιστά την ωριαία εργασία κατά 0,20 ευρώ ακριβότερη από την Ελλάδα!
Βλέπουμε, τελικά, πως μετά τους προνομιούχους εργαζόμενους του δημοσίου, τη σκυτάλη παίρνουν οι αμειβόμενοι με τις μέσες αποδοχές έναντι εκείνων που αμείβονται με τα κατώτατα, οι τελευταίοι έναντι των ανέργων. Σε λίγο οι επιδοτούμενοι άνεργοι που θα λαμβάνουν, όπως φαίνεται, 361 ευρώ θα θεωρούνται προνομιούχοι έναντι των υπολοίπων που συνθέτουν το 63% του συνολικού αριθμού των ανέργων και δεν επιδοτούνται…
Αναδημοσίευση από ΑΥΓΗ, 12-2-2012